Η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ 622/2021 είναι ιδιαίτερα σημαντική και δικαίως συγκέντρωσε τα φώτα της δημοσιότητας:
Ενα μικρό κορίτσι έκανε το εμβόλιο MMRΙΙ (ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς) και δυστυχώς υπέστη εν συνεχεία πανεγκεφαλίτιδα, μία εξαιρετικά σπάνια (1:1.000.000) ανεπιθύμητη ενέργεια του εμβολίου αυτού. Το τραγικά άτυχο αυτό κορίτσι έζησε για κάποια χρόνια χωρίς επαφή με το περιβάλλον και μετά πέθανε. Η μητέρα της (μια φτωχή μετανάστρια) είχε ήδη ασκήσει αγωγή στα διοικητικά δικαστήρια, ζητώντας να επιδικαστεί στην κόρη της χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Στο Πρωτοδικείο δικαιώθηκε, όχι όμως στο Εφετείο.
Το ΣτΕ, ωστόσο, έκρινε θετικά. Ειδικότερα, απεφάνθη ότι σε περίπτωση που επέρχεται βλάβη της υγείας προσώπου εξαιτίας νόμιμου εμβολιασμού (δηλαδή εμβολιασμού διενεργούμενου με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας και προβλεπόμενου από νομοθεσία που υιοθετεί έγκυρα και τεκμηριωμένα ιατρικά-επιδημιολογικά πορίσματα) ανακύπτει εκ των άρ. 4 § 5 και 25 § 4 Συντ. ευθύνη του κράτους προς εύλογη αποκατάσταση της ζημίας του παθόντος, υπό την έννοια της αποκατάστασης τόσο της υλικής όσο και της ηθικής βλάβης του. Η ευθύνη αυτή ενεργοποιείται, όταν προκαλείται στον παθόντα «βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος». Εν προκειμένω, η βλάβη που προκλήθηκε στο άτυχο κορίτσι από τον εμβολιασμό συνιστούσε υπέρμετρη θυσία, χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου.
Εν όψει της κρίσης αυτής, θα ήθελα να αναδείξω εδώ τα ακόλουθα σημεία:
1. Η επίμαχη απόφαση αφορά υποχρεωτικό παιδικό εμβολιασμό, με τον οποίο επιδιώκεται συγχρόνως και η προστασία της ολότητας από μεταδοτικές νόσους, πέραν της προστασίας της υγείας του ίδιου του παιδιού που εμβολιάζεται. Σε μία τέτοια περίπτωση έχει ιδιαίτερη σημασία η συνεπίκληση από το δικαστήριο της ρήτρας αλληλεγγύης του άρ. 25 § 4 Συντ. («Το κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης»), προκειμένου να θεμελιωθεί η σχετική κρατική ευθύνη. Το περαιτέρω κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, που τίθεται είναι αν η ίδια δικανική κρίση μπορεί να μεταφερθεί και στις περιπτώσεις όπου ο εμβολιασμός είναι μεν προαιρετικός, το κράτος όμως, στο πλαίσιο μιας εθνικής προσπάθειας, προτρέπει ευθέως και επιτακτικά τους πολίτες να εμβολιαστούν – όπως συμβαίνει τώρα με τα εμβόλια για τον κορωνοϊό. Υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο παραπάνω περιπτώσεων όσον αφορά την αποκατάσταση της τυχόν βλάβης που, εξαιρετικά σπάνια, μπορεί να υποστεί ένας εμβολιαζόμενος;
2. Το τελευταίο ερώτημα μάς οδηγεί, πιστεύω, στην ουσία του όλου ζητήματος. Μία πολιτεία έχει σε τέτοιες περιπτώσεις δύο, κατά βάσιν, επιλογές: είτε να αφήσει να επωμιστεί τη ζημία το ίδιο το άτυχο μέλος της κοινότητας (casum sentit dominus) είτε να επιμερίσει το κόστος της αποζημίωσης σε ολόκληρη την κοινότητα, προβλέποντας κρατική ευθύνη προς αποζημίωση. Εν προκειμένω, φρονώ ότι πρωτίστως ο υποχρεωτικός εμβολιασμός έχει τα χαρακτηριστικά ενός συλλογικού εγχειρήματος, το οποίο στηρίζεται σε μία βασική παραδοχή περί αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της κοινότητας: ότι δηλαδή όλοι μαζί υποχρεούμαστε να συμμετάσχουμε στο εγχείρημα για το καλό της κοινότητας αλλά και ημών των ιδίων, στο πλαίσιο δε αυτό αναλαμβάνουμε και το καθήκον να αποζημιώσουμε εκείνο το μέλος στο οποίο θα τύχει – χωρίς το ίδιο να φέρει καμία ευθύνη – ο κακός κλήρος της μίας φοράς στο εκατομμύριο. Η ίδια συλλογιστική περί κοινωνικοποίησης της σπάνιας ζημίας μάλλον ισχύει και για εθνικά προγράμματα εμβολιασμού όπως το τρέχον κατά του κορωνοϊού, τα οποία, μολονότι δεν έχουν ευθέως υποχρεωτικό χαρακτήρα, φέρουν παρόμοια χαρακτηριστικά: συλλογικό εγχείρημα – βάση αλληλεγγύης. Δεν θα ισχύει, ωστόσο, το ίδιο στην περίπτωση που κάποιο άτομο κάνει ένα εξειδικευμένο εμβόλιο προκειμένου να ταξιδέψει σ’ έναν εξωτικό προορισμό: εδώ θα έχει ισχύ ο κανόνας της ατομικής ανάληψης του κινδύνου, η κακή τύχη δεν μπορεί να κοινωνικοποιηθεί.
3. Επίσης, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι, στις περιπτώσεις που μας απασχολούν, μπορεί να τίθεται και ζήτημα ευθύνης των φαρμακευτικών εταιρειών ως παραγωγών ελαττωματικών προϊόντων (βλ. Οδηγία 85/374/ΕΟΚ, άρ. 6 ν. 2251/1994). Οι εταιρείες, πάντως, μπορούν να απαλλαγούν από την ευθύνη τους, αν αποδείξουν ότι κατά τον χρόνο διάθεσης ενός εμβολίου και με βάση το τότε υφιστάμενο επίπεδο επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν συγκεκριμένες παρενέργειές του. Προς την ίδια κατεύθυνση, μάλιστα, στις Συμφωνίες Προαγοράς των εμβολίων για τον κορωνοϊό, που υπέγραψαν ΕΕ και παρασκευαστές των εμβολίων, προβλέφθηκε ότι τα κράτη-μέλη θα αποζημιώνουν τους παρασκευαστές εφόσον προκύψει ευθύνη των τελευταίων έναντι εμβολιασθέντων, υπό συγκεκριμένες όμως προϋποθέσεις. Η πρόβλεψη αυτή αποσκοπεί στο να αντισταθμιστεί ο κίνδυνος έκθεσης σε αποζημιωτικές αξιώσεις που ανέλαβαν οι παρασκευαστές, λόγω του ασυνήθιστα μικρού χρονικού διαστήματος που είχαν για την ανάπτυξη των νέων εμβολίων και της ταχείας διαδικασίας κρατικής αδειοδότησης. Συναφώς, προσφέρει προστασία στην τόσο αναγκαία φαρμακευτική καινοτομία.
Προβλέψεις όπως η τελευταία, αλλά και η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ αναδεικνύουν, εν τέλει, τον – εξίσου αναγκαίο – εγγυητικό ρόλο του κράτους, τον ρόλο του δηλαδή ως έσχατου καταφυγίου για την αντιμετώπιση σπάνιων ατυχιών.
*Ο κ. Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ.