Πουλάει η Ακρόπολη; Πουλάει και εν Ελλάδι και διεθνώς. Γλιστράει ο βράχος; Γλιστράει. Τόσο δε που ολίσθησε πάνω του και το υπουργείο Πολιτισμού, που με σπουδή μεγάλη προχώρησε σε ένα έργο για πολλούς αμφιλεγόμενο. Και μας έμεινε η «ράμπα» να μαλώνουμε αν είναι όμορφη, άσχημη, χρήσιμη, υπερβολική ή βέβηλη.
Πολλοί επιμένουν ότι μία κατασκευή ήταν απαραίτητη για την ασφάλεια των επισκεπτών και την απρόσκοπτη πρόσβαση των ΑμεΑ, αλλά η επιλογή σκυροδέματος, η «επιθετικότητα» του έργου επί του χώρου και ο τρόπος που επιβλήθηκε ενόχλησαν.
Οι παρεμβάσεις σε αρχαιολογικούς τόπους οφείλουν να μην αλλοιώνουν αισθητικά τη φυσιογνωμία τους, να μη δεσπόζουν πάνω σε αυτούς και να είναι εύκολα αναστρέψιμες. Οι κανόνες αυτοί φαίνεται να «τεντώθηκαν» στα όριά τους στην Ακρόπολη, πολλοί δε επιστήμονες – μεταξύ των oποίων και άνθρωποι που έχουν εργασθεί in situ – εκτιμούν ότι παραβιάστηκαν. Η τσιμεντένια ράμπα είναι ογκώδης, και παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις «χτυπάει» στο μάτι του επισκέπτη, δείχνει μεγαλύτερη σε πλάτος και ύψος εκείνης που αντικατέστησε, παρότι το υπουργείο σκωπτικά απαντά σε όσους διαμαρτύρονται ότι «θα πρέπει να μην έχουν επισκεφθεί τον Ιερό Βράχο τουλάχιστον επί μία 20ετία, που αυτές οι διαδρομές υφίστανται στρωμένες με τσιμέντο».
Yποστηρίζει ακόμη το υπουργείο ότι «τηρήθηκε ευλαβικά η αρχή της αναστρεψιμότητας», ότι το υλικό που χρησιμοποιήθηκε αποτελείται από ειδικό αρχιτεκτονικό σκυρόδεμα, η δε αφαίρεσή του, όταν και εφόσον αυτή απαιτηθεί, θα είναι «ανώδυνη». Αλλά και ως προς το επιχείρημα τούτο προβάλλονται σημαντικές ενστάσεις από έλληνες και ξένους επιστήμονες.
Προ ημερών, τρία σχετικά με τις παρεμβάσεις στην Ακρόπολη ρεπορτάζ στις γαλλικές «Liberation», «Le Figaro» και «Le Monde» έβγαλαν το θέμα έξω από το ελληνικά σύνορα, ενώ ειδικά το πρώτο – καθόλου κολακευτικό για το έργο – κείμενο προκάλεσε την οργή των ενοίκων της οδού Μπουμπουλίνας, που απάντησαν με μια μακρά επιστολή 2.000 λέξεων.
Ο πόλεμος που ξέσπασε δεν φαίνεται να βαίνει προς γρήγορο τέλος. Η κυρία Μενδώνη άνοιξε ένα ακόμη μέτωπο, η αντιπολίτευση βρήκε πεδίο εύκολης κριτικής, πλήθος ειδικών και μη αντιπαρατίθενται για ένα ζήτημα που ευλόγως ευαισθητοποιεί τους πολίτες.
Το υπουργείο Πολιτισμού είναι διαχειριστής, όχι αυθέντης του πολιτισμού. Μία παρέμβαση τέτοιας έκτασης σε ένα μνημείο μοναδικό όφειλε να έχει συζητηθεί εκτενέστερα, να έχουν εμπλακεί τα γνωμοδοτικά θεσμικά όργανα – κάτι που απαιτείται ακόμη και σε παρεμβάσεις πολύ μικρότερης σημασίας. Η τελική απόφαση έπρεπε να ληφθεί στο πλαίσιο ευρύτερου επιστημονικού διαλόγου, ο οποίος θα λάμβανε υπ’ όψιν του τον περιβάλλοντα χώρο των αρχαίων καταλοίπων, με δεδομένο ότι στην Ακρόπολη ο βράχος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μνημειακού τοπίου.
Ο καθηγητής Μανόλης Κορρές, ο κατά τεκμήριον κορυφαίος επιστήμονας στα θέματα της Ακρόπολης, επιμένει στον σχεδιασμό που επελέγη, θεωρώντας τον μάλιστα λιγότερο επεμβατικό από όσο τελικά θα ήθελε («μετανιώνω που ήμουν διστακτικός, ίσως έπρεπε να ήμουν λιγότερο» – συνέντευξη στη Μαίρη Αδαμοπούλου, «Νέα», 29 Απριλίου 2021). Μήπως όμως πέρα από την επιστημονική αυθεντία του ενός, μία λύση ευρύτερα αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα θα ήταν πιο αρμόζουσα για ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της ανθρωπότητας;