Η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) και οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζεται να συντονίσουν τις στρατηγικές τους έναντι της Κίνας και σε σχέση με την περιοχή της Ινδίας – Ειρηνικού, σημειώνει μιλώντας στο «Βήμα» η Ντανιέλα Σβάρτσερ. Ειδική σύμβουλος του ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική Ζοζέπ Μπορέλ και Senior Fellow του Προγράμματος για την Ευρώπη και τη Διατλαντική Σχέση του Belfer Center for Science and International Affairs του Σχολής Κένεντι του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, η κυρία Σβάρτσερ, που συμμετείχε τις προηγούμενες ημέρες στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, σημειώνει επίσης ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ πρέπει να αποφασίσουν τι είδους δρων θέλουν να είναι η Ενωση σε σχέση με την ασφάλεια και την άμυνα.
Πώς κρίνετε την απάντηση της ΕΕ στην πανδημία, τόσο ως προς την προμήθεια εμβολίων όσο και ως προς το πακέτο ανάκαμψης; Πώς θα τη συγκρίνατε με αυτή του προέδρου Μπάιντεν;
«Αρχικά, την άνοιξη του 2020, η ΕΕ απάντησε με καθαρά εθνικά μέτρα. Τα κράτη-μέλη σταμάτησαν τις εξαγωγές μασκών και ιατρικού εξοπλισμού, τα σύνορα έκλεισαν. Αν και αυτό ήταν καταδικαστέο, ήταν παράλληλα μία φυσική αντίδραση, καθώς η ΕΕ ποτέ δεν διέθετε αρμοδιότητες επί της υγειονομικής πολιτικής και της διαχείρισης πανδημιών. Ωστόσο, η ΕΕ έδειξε ικανότητα αυτο-διόρθωσης. Υιοθέτησε γρήγορα έναν κοινό μηχανισμό προμηθειών ιατρικού υλικού. Η προμήθεια εμβολίων εμφάνισε μία δύσκολη αρχή και αρκετά κράτη-μέλη προσπάθησαν επανειλημμένα να προασπιστούν τα εθνικά συμφέροντα. Στις αρχές του καλοκαιριού του 2020 η ΕΕ κινήθηκε ταχέως προς τη δημιουργία ενός μεγάλου Ταμείου Ανάκαμψης και άλλων εργαλείων συνολικού ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ καθώς και της υιοθέτησης του επόμενου επταετούς προϋπολογισμού. Αυτά τα δύο μαζί δεν μπορούν να συγκριθούν με το αμερικανικό πακέτο. Ισως η ΕΕ να χρειαστεί να αναθεωρήσει και να διευρύνει το πακέτο οικονομικής σταθεροποίησης για να χρηματοδοτήσει τη διπλή μετάβαση της ΕΕ στην κλιματική αλλαγή και στην ψηφιοποίηση. Τέλος, η ΕΕ έλαβε το προβάδισμα συνεισφέροντας ένα δισεκατομμύριο ευρώ στην παγκόσμια πρωτοβουλία COVAX για δίκαιη και ισότιμη πρόσβαση σε ασφαλή και αποτελεσματικά εμβόλια κατά της COVID-19 για χώρες μικρού και μεσαίου εισοδήματος».
Η ΕΕ δείχνει μία πολιτική και γεωπολιτική κόπωση. Λείπει το καθαρό όραμα, υπάρχουν βαθιοί διχασμοί, η Μέρκελ πλησιάζει στο τέλος της θητείας της, ο Μακρόν χάνει σε δυναμισμό. Μήπως θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός αλλαγής;
«Εχει σημειωθεί κάποια πρόοδος ώστε η ΕΕ να γίνει ισχυρότερος γεωπολιτικός δρων, απομένουν όμως πολλά να γίνουν. Αν πάρουμε τη θετική πλευρά, ένα σημαντικό στοιχείο είναι η ενεργοποίηση της διαρθρωμένης αμυντικής συνεργασίας (PESCO) στα τέλη του 2019 και οι πρόσφατες προσπάθειες να γίνει η ΕΕ ανθεκτικότερη και να ενισχύσει την ικανότητα δράσης σε πολλούς τομείς. Νωρίτερα εφέτος, δημοσιεύθηκε η πρώτη έκδοση της «Στρατηγικής Πυξίδας». Πρόκειται για μία κοινή εκτίμηση απειλών και προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ΕΕ, η πρώτη που πραγματοποιείται, με συνεισφορές από τα κράτη-μέλη. Αν η ΕΕ θέλει να γίνει ισχυρότερος παγκόσμιος εταίρος, απαιτείται συναίνεση επί των προκλήσεων που αντιμετωπίζει και σχετικά με το είδος του δρώντος που θέλει να είναι στην ασφάλεια και στην άμυνα. Επιπλέον, η ΕΕ έχει πραγματοποιήσει πρόοδο στην εκτίμηση υβριδικών απειλών, όπως η παραπληροφόρηση, που υποσκάπτουν την ανθεκτικότητα της δημοκρατίας. Δεδομένων των προσεχών εκλογών σε Γερμανία και Γαλλία, η παρακολούθηση και η αντιμετώπιση πιθανής παρέμβασης σε αυτές πρέπει να αυξηθούν».
Παρακολουθείτε στενά τις ευρωατλαντικές σχέσεις. Η Ουάσιγκτον εμφανίζεται να ακολουθεί μία σκληρή στάση έναντι της Ρωσίας και της Κίνας, ενώ προσπαθεί να δεσμεύσει τους συμμάχους της σε αυτή τη στρατηγική. Τι θα πρέπει να περιμένουμε;
«Μία κοινή στρατηγική απέναντι στην Κίνα θα έπρεπε να βρίσκεται πολύ ψηλά στην ευρωατλαντική ατζέντα. Η Κίνα ακολουθεί μία παγκόσμια στρατηγική επέκτασης ισχύος και βρίσκεται σε συστημική σύγκρουση με τη Δύση ως πολιτική οντότητα: η φιλελεύθερη δημοκρατία και ο ψηφιακός αυταρχισμός εργάζονται για την επιτυχία του κάθε μοντέλου. Η ΕΕ αντιλαμβάνεται την κινεζική επιρροή εντός των συνόρων της και στη γειτονιά της. Αυτός είναι ο λόγος που έχει ενισχύσει τους μηχανισμούς παρακολούθησης, π.χ. στις στρατηγικές επενδύσεις, στην ανάμειξη στον δημόσιο διάλογο και στις κυβερνοεπιθέσεις. Παράλληλα, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ θα έπρεπε να συνεργαστούν με την Κίνα στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής και των παγκοσμίων πανδημιών. Η Κίνα αποτελεί παράλληλα στρατηγικό και συστημικό ανταγωνιστή για την ΕΕ και τις ΗΠΑ, αλλά και έναν εταίρο που έχουμε ανάγκη για τη διαχείριση παγκοσμίων προβλημάτων».
Ορισμένοι αναλυτές μιλούν ήδη για «νέο Ψυχρό Πόλεμο», αυτή τη φορά μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Μήπως αυτές οι συγκρίσεις είναι υπερβολικές;
«Για την ώρα, δεν θα μιλούσα για Ψυχρό Πόλεμο, ιδιαίτερα από την ευρωπαϊκή οπτική, καθώς διατηρούμε στενές σχέσεις, με πολλούς τρόπους, με την Κίνα. Υπάρχουν όμως και σοβαροί κίνδυνοι κλιμάκωσης μπροστά μας, τόσο σε επίπεδο γεωοικονομίας όσο και με τη στρατιωτική έννοια, ιδιαίτερα στη Νότια Σινική Θάλασσα. Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ πρέπει να συντονίσουν τις στρατηγικές τους για την περιοχή της Ινδίας – Ειρηνικού. Ορισμένες χώρες της ΕΕ έχουν εκδώσει στρατηγικές, το επόμενο βήμα είναι μία κοινή προσέγγιση της ΕΕ. Είναι σημαντικό αυτή να είναι διατομεακή: τα μέτρα ασφάλειας και άμυνας είναι σημαντικά, αλλά η σχέση με την περιοχή αυτή πρέπει να ιδωθεί και υπό την προοπτική της οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης, όπως επίσης της κλιματικής αλλαγής και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Θα συνεχιστεί η άνοδος αυταρχικών κρατών τα προσεχή χρόνια; Είναι αναστρέψιμη αυτή η τάση ή ο φιλελευθερισμός βρίσκεται σε υποχώρηση;
«Η COVID-19 επιτάχυνε την υπάρχουσα άνοδο του αυταρχισμού. Το ανησυχητικό στοιχείο είναι η διευρυνόμενη χρήση τεχνολογιών παρακολούθησης – και η στήριξη που η Κίνα φέρεται να προσφέρει σε αυταρχικά κράτη ή σε κράτη που τείνουν προς τον αυταρχισμό. Επομένως, ο χώρος για αστικές κοινωνίες συρρικνώνεται και οι δημοκρατικές διαδικασίες υποσκάπτονται. Αν και αυτή είναι μία ανησυχητική τάση, η εκλογή του Τζο Μπάιντεν και η ισχυρή στήριξή του στη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι μία νέα αρχή. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ θα έπρεπε να κοιτάξουν τα προβλήματα των δικών τους δημοκρατιών και να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους, ενώ παράλληλα να καταστήσουν τον αγώνα υπέρ της φιλελεύθερης δημοκρατίας ένα ζήτημα-κλειδί για τη διατλαντική συνεργασία και την προσέγγισή τους με άλλες περιφέρειες».