Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών στο Ισραήλ δεν προκαλούν έκπληξη. Οχι ότι μπορούσαν να προβλεφθούν οι διεργασίες εντός των Παλαιστινίων, αλλά οι συνεχείς εποικισμοί και η αδιαλλαξία της ισραηλινής ηγεσίας, η οποία ενισχύθηκε από τη σχεδόν απόλυτη ταύτιση του Τραμπ μαζί της, συνέβαλαν στην έλευση μιας νέας, περισσότερο ριζοσπαστικοποιημένης, πολιτικής γενιάς Παλαιστινίων. Αυτό οφείλεται και σε σειρά άλλων συνθηκών, υπό τις οποίες έχουν ανδρωθεί, όπως: οι δυσκολίες που έχουν βιώσει και η οικονομική ανέχεια, η απουσία προοπτικής επίλυσης του Παλαιστινιακού στη βάση των δύο κρατών και βέβαια η απουσία στιβαρής ηγεσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μέση ηλικία του σχεδόν 1,8 εκατομμυρίου κατοίκων στη Λωρίδα της Γάζας (πλέον πυκνοκατοικημένης περιοχής στον πλανήτη) είναι 18 ετών. Αυτό σημαίνει ότι δεν συμμετείχαν στις εκλογές του 2006, ούτε βέβαια είχαν λόγο το 2007 όταν η Χαμάς ανέλαβε την ηγεσία, με αποτέλεσμα σήμερα να υποφέρουν και από τις επιλογές της Χαμάς. Επίσης, το 2014, όταν είχαμε την τελευταία μέχρι σήμερα σύρραξη, η μεγάλη μερίδα των κατοίκων της Γάζας ήταν ανήλικοι. Είναι, επίσης, σημαντικό να αναφέρουμε ότι η νέα γενιά Παλαιστινίων και Ισραηλινών δεν έχει αναπτύξει μία κουλτούρα συμβιβασμού, καθώς δεν έχει βιώσει ουσιαστικές προσπάθειες ειρήνευσης από τις πολιτικές ηγεσίες.
Ο νέος κύκλος της έντασης θα κλείσει, ωστόσο, το ζητούμενο είναι να μετριαστούν οι αιτίες που την προκαλούν. Πάντως, δεν επεδίωξαν όλοι οι εμπλεκόμενοι την αποκλιμάκωση από την αρχή. Η Χαμάς, της οποίας η ηγεσία στη Γάζα εδώ και σχεδόν 15 χρόνια δεν έχει φέρει την άνοιξη, θεώρησε αρχικά πως πέτυχε μερικώς τον σκοπό της, δείχνοντας ότι έχει αναπτύξει δυνατότητες να πλήττει εγκαταστάσεις και υποδομές αλλά μερικώς και τον πολυδιαφημισμένο σιδερένιο θόλο του Ισραήλ. Ομως, γνώριζε ότι η αντίδραση από πλευράς Τελ Αβίβ θα ήταν σφοδρή, για αυτό άλλωστε υπέστη και απώλειες επιχειρησιακών της στελεχών. Παρ’ όλα αυτά, φάνηκε να έχει τα πρωτεία έναντι του Αμπάς, προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής, και να δείχνει ότι αυτή υπερασπίστηκε το Αλ Ακσά, τον ιερό χώρο/τέμενος των μουσουλμάνων παγκοσμίως. Επίσης, «πιστώνεται» την υποδαύλιση των εντάσεων σε διάφορα σημεία του Ισραήλ από νεαρούς αραβικής καταγωγής, τη διεθνοποίηση του ζητήματος, όπως και τον έμμεσο επηρεασμό των διαδικασιών σχηματισμού κυβέρνησης στο Ισραήλ. Η ισραηλινή ηγεσία, που βρίσκεται σε πρωτόγνωρη θέση, καθώς δεν κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση, ενδεχομένως να επένδυσε στη σκληρή και άτεγκτη πολιτική για να προσεγγίσει τους ακροδεξιούς, υπερορθόδοξους Εβραίους, που εξελίσσονται σε καθοριστικό μετεκλογικό παράγοντα, καθώς και να ικανοποιήσει του εποίκους, που αποτελούν μέρος της εκλογικής του βάσης. Από την άλλη, οι αντίπαλοι του Νετανιάχου μπορούν να τον κατηγορήσουν ότι επέφερε παράλυση στις λειτουργίες της χώρας, καθιστώντας την πιο ευάλωτη έναντι επιθέσεων. Εν τούτοις, απέφυγε τις σοβαρές απώλειες και εξουδετέρωσε στρατιωτικούς ηγέτες της Χαμάς. Ετερος στόχος είναι η κρίση να μην επεκταθεί στη Δυτική Οχθη και βέβαια να ελεγχθούν εγκαίρως οι αντιδράσεις των Αράβων σε διάφορα σημεία της χώρας.
Από εκεί και πέρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήθελαν να φρενάρουν το Ισραήλ από τυχόν σκέψεις για επέμβαση των δυνάμεών του στη Γάζα και επιθυμούν την αποκλιμάκωση ώστε να μην αφήσουν χώρο σε πρωτοβουλίες από άλλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία. Η Ουάσιγκτον κρατά εμφανώς μεγαλύτερες αποστάσεις από τον Νετανιάχου εν σχέσει με τον Τραμπ, εν τούτοις, έστω και απρόθυμα, παρεμβαίνει, κυρίως γιατί φοβάται την ανάφλεξη και τον αντίκτυπο στις πολιτικές της. Δεν θέλει να δυσκολέψουν περαιτέρω οι προσπάθειες επαναφοράς της στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, το οποίο στηρίζει τη Χαμάς. Πάντως, η Τεχεράνη, εκ πρώτης όψεως, δεν έχει ενεργή εμπλοκή, ακολουθώντας μια τακτική υπομονής αλλά και αποστάσεων για να μη χρεωθεί την ένταση. Η Αίγυπτος, επίσης, επιχείρησε να διαμεσολαβήσει, χωρίς επιτυχία. Αντιθέτως η Τουρκία έριξε από την αρχή λάδι στη φωτιά και διεκδίκησε πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύγκρουση, προτείνοντας ακόμη και την αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων, πράγμα αδύνατο. Η Αγκυρα εκμεταλλεύτηκε την κρίση για να εμπεδωθεί στις συνειδήσεις των Μουσουλμάνων ως η δύναμη που υψώνει το ανάστημά της προκειμένου να υπερασπιστεί τους κατατρεγμένους ομοδόξους της, όμως, όλα αυτά υπενθυμίζουν την υποστήριξη που προσφέρει στη Χαμάς και άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις και τη διευκόλυνση που παρέχει στη διοχέτευση κεφαλαίων προερχομένων από το Κατάρ.
Το στρατηγικό, ωστόσο, πρόβλημα που καλείται να λύσει το Ισραήλ είναι διττό: αφενός, το δημογραφικό, όπου το 20% του πληθυσμού του είναι αραβικής καταγωγής και βαίνει αυξανόμενο, άρα θα πρέπει να βρεθεί ο τρόπος το μεγαλύτερο μέρος αυτού να ενταχθεί, και αφετέρου, η παρουσία του στην περιοχή δεν μπορεί παρά να γίνει με όρους αποδοχής και όχι επιβολής – το μοντέλο αυτό δεν μπορεί να μακροημερεύσει. Πρέπει το Ισραήλ να πάψει να θεωρείται ξένο σώμα για τη Μέση Ανατολή και ναι μεν οι συμφωνίες αναγνώρισής του από αραβικά κράτη δημιουργούν νέα επί το θετικότερο δεδομένα, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Απαιτούνται εξαντλητικές διαπραγματεύσεις, με ρεαλιστική προοπτική διευθέτησης, εν τούτοις το ερώτημα είναι ανάμεσα σε ποιους και με τι βαθμό νομιμοποίησης ως προς την Παλαιστινιακή Αρχή.
*Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ και αναλυτής διεθνών θεμάτων του AΝΤ1.