Ως το 1996, τη χρονιά που της απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ, η Βισουάβα Σιμπόρσκα (1923-2012) ήταν σχεδόν άγνωστη εκτός Πολωνίας. Η εκτεταμένη και αντιπροσωπευτική εκλογή των ποιημάτων της, σε μετάφραση της Μπεάτα Ζουλκιέβιτς από το πρωτότυπο, προσφέρει τώρα την ευκαιρία στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό να αποκτήσει ολοκληρωμένη εικόνα μιας από τις αντιπροσωπευτικότερες ευρωπαίες ποιήτριες, η οποία ανήκει στους κορυφαίους πολωνούς ποιητές της γενιάς της: τον Τσέσλαφ Μίλος, τον Ταντέους Ρουζέφσκι και τον Ζμπίγκνιεφ Χέρμπερτ. (Για λόγους πρακτικούς μεταφέρω τα ονόματά τους όπως έχει επικρατήσει να προφέρονται κι εδώ και σε άλλες χώρες. Η μεταφράστρια αποδίδει τα πολωνικά ονόματα βάσει της φωνητικής μεταγραφής τους. Αυτός θα πρέπει να είναι εφεξής ο κανόνας, αν και φαίνεται μάλλον δύσκολο – και σε κάποιες περιπτώσεις αδύνατον – ν’ αλλάξουν κάποιες μεταγραφές: να μην προφέρουν λ.χ. τον Γουόρχολ ως «Βαρόλ» και τον Μπόρχες ως «Μπορζές» οι Γάλλοι ή την Εκάβη ως «Χέκουμπα» οι αγγλόφωνοι.)

Βισουάβα Σιμπόρσκα

Η ζωή εδώ και τώρα

Εισαγωγή – Μετάφραση Μπεάτα Ζουλκιέβιτς.

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2021, σελ. 248, τιμή 16 ευρώ

Απλότητα και ακρίβεια

Τα παραπάνω όμως πιστοποιούν την προσπάθεια της μεταφράστριας να μείνει πιστή και στο πνεύμα και στο γράμμα του πρωτοτύπου. Για τη Σιμπόρσκα η απλότητα και η ακρίβεια της διατύπωσης είναι πρωταρχική, καθώς κινείται στους μεσαίους τόνους, στο πεδίο που εκφράζει την ανθρώπινη κατάσταση. Η λοξή ματιά, το παράδοξο, η ειρωνεία, σαρδόνια συχνά, συναρτώνται με το ύφος της, όπως, για παράδειγμα, στην «Απογραφή»: «Στο λόφο όπου στεκόταν η Τροία/ξεθάφτηκαν επτά πόλεις./Εξι παραπάνω/απ’ όσο χρειάζεται για ένα έπος». Ή στο ίδιο: «Ο Ομηρος εργάζεται στη στατιστική υπηρεσία./Κανείς δεν ξέρει με τι ασχολείται στο σπίτι του». Αλλού η τραγωδία μετατρέπεται σε ανείπωτη θλίψη. Τι λέει στον «Μονόλογό» της η Κασσάνδρα για τους ανθρώπους; «Τους αγαπούσα/Αλλά τους αγαπούσα αφ’ υψηλού./Από ύψη πέραν της ζωής./Από το μέλλον. Οπου υπάρχει πάντοτε κενό/κι απ’ όπου τίποτα πιο εύκολο απ’ το να δεις το θάνατο». Η Κασσάνδρα υπήρξε πολύ σημαντικό σύμβολο για τους ποιητές και πεζογράφους από τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, όπως ευφημιστικώς τον αποκαλούμε. Το ποίημα αυτό της Σιμπόρσκα, από τα πλέον χαρακτηριστικά της, χωρίς διόλου να πολιτικολογεί είναι βαθύτατα πολιτικό. Εκφράζει τον αληθινό ψυχισμό των συμπατριωτών της. Αλλού, όπως στο «Εγκώμιο ονείρων», η λοξή ματιά μάς παραπέμπει στο «άλλο» των ρομαντικών, μ’ έναν απίστευτα αντιρομαντικό τρόπο ωστόσο, όπως όταν λέει «Μερικά χρόνια πριν/είδα δυο ήλιους.//Και προχθές έναν πιγκουίνο./ Πεντακάθαρα».

 

Αίσθηση του ακαριαίου

Η λιτότητα και η αίσθηση του ακαριαίου διατρέχουν την ποίηση της Σιμπόρσκα από την αρχή ως το τέλος. Από τη στιγμή μπορεί ν’ αντλεί μια αίσθηση, να παραπέμπει σ’ έναν κόσμο που βρίσκεται κάτω από αυτόν που μας δείχνει και να τον μετακινεί εκεί όπου δεν το φανταζόμαστε. Να μας μιλά για το πριν σαν να αναφέρεται στο μετά, να μας εκπλήσσει δηλαδή συνεχώς μεταφέροντας τα αυτονόητα σε άλλα πεδία. Μιλώντας μας, λόγου χάρη, για τη συνάντηση δύο ανθρώπων μετά από χρόνια σαν να πρόκειται για δύο αντικριστές καρέκλες. Συχνά γράφει για το λίγο σαν να είναι το παν – όμως κι αυτό το «παν» το υπονομεύει. Αλλοτε πάλι παραπέμπει στην καθημερινότητα σαν να πρόκειται για την αιωνιότητα, αλλά η αιωνιότητα αυτή είναι ακυρωμένη: μέσω της αμφιλογίας, της μεταφοράς και της συναισθησίας, που την αξιοποιεί με τον δικό της ανεπανάληπτο τρόπο.

Το πάθος της Βισουάβα Σιμπόρσκα γεννιέται από την άγνοια και την αδυναμία, γι’ αυτό και το ύφος της είναι διαβρωτικό, όταν δεν είναι δηκτικό, ενώ η ύπαρξη συνιστά κωμωδία και δράμα ταυτόχρονα

Η κωμωδία και το δράμα

Ο κόσμος της Σιμπόρσκα είναι όπως τον ξέρουμε, και ωστόσο κατά βάθος δεν τον γνωρίζουμε. Το πάθος της γεννιέται από την άγνοια και την αδυναμία, γι’ αυτό και το ύφος της είναι διαβρωτικό, όταν δεν είναι δηκτικό, ενώ η ύπαρξη συνιστά κωμωδία και δράμα ταυτόχρονα. Ομως τούτη η ευρηματική ποιήτρια καταφάσκει στη ζωή με πικρή μελαγχολία, που γίνεται εντονότερη όσο περνούν τα χρόνια. Κι ενώ η διήκουσα γραμμή δεν σπάει από τα πρώτα ως τα τελευταία της ποιήματα, όσο περνούν τα χρόνια η απόσταση από τα πράγματα μοιάζει να μεγαλώνει και η συμβολική σημασία τους μεταφέρεται στο παρόν, που είναι ένα παρελθόν μεταλλαγμένο – και το αντίστροφο, όπως συμβαίνει στις «Σκέψεις που με ζώνουν σε πολυσύχναστους δρόμους»: «Μπορεί να σε προσπερνά ο Αρχιμήδης με τζιν/η Μεγάλη Αικατερίνη με ρούχα για ξεπούλημα/κάποιος φαραώ με χαρτοφύλακα και γυαλιά». Και στο ίδιο: «Ο Μοντεζούμα, ο Κομφούκιος, ο Ναβουχουδονόσορ/οι νταντάδες τους, οι πλύστρες τους και η Σεμίραμις/που μιλά μόνο αγγλικά». Αν «η Σεμίραμις μιλά μόνο αγγλικά», δεν ξέρω εκπληκτικότερη κοροϊδία για την «παγκοσμιοποίηση».

Οταν ρώτησαν κάποτε τη Βισουάβα Σιμπόρσκα γιατί τα ποιήματά της ήταν «τόσο λίγα», απάντησε με το ιδιότυπο χιούμορ της: «Επειδή έχω στο σπίτι μου σκουπιδοτενεκέ»

Τα μικρά είναι μεγάλα

Η Σιμπόρσκα ήταν διακριτική και απέφευγε τη δημοσιότητα και τις συνεντεύξεις. Υπήρξε δημόσιο πρόσωπο μόνο μέσα στην ποίησή της, χωρίς εν τούτοις αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν ενεργό μέλος της λογοτεχνικής κοινότητας στη χώρα της – το αντίθετο μάλιστα. Εγραψε ποίηση λιτή, αποσταγματική συχνά, γι’ αυτό και τα ποιήματα που δημοσίευσε είναι κάτι παραπάνω από τριακόσια πενήντα. Οταν τη ρώτησαν κάποτε γιατί ήταν «τόσο λίγα», απάντησε με το ιδιότυπο χιούμορ της: «Επειδή έχω στο σπίτι μου σκουπιδοτενεκέ».

Το υπαρξιακό στοιχείο στην ποίησή της είναι βεβαίως χαρακτηριστικό, όμως περιείχε και την προσωπική της θέα του κόσμου: των μικρών πραγμάτων που μεγεθύνονται στο έργο της αλλά και των μεγάλων που τα αντιμετωπίζει στο μέγεθος των μικρών, κατά το αρχαιοελληνικό ρητό ότι το μέτρο των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος – και το μέτρο της ζωής η ίδια η ζωή, θα λέγαμε. Κι αυτό είναι απείρως σημαντικότερο από τα μεγάλα λόγια, που τα υπονομεύει, ενώ την τάση να υπεραίρεται κανείς την κοροϊδεύει. Κινείται μεν στο μεσαίο επίπεδο, αλλά έτσι γίνεται οξύτερη, δηκτικότερη και συχνά πικρότερη – αυθεντική, επομένως, από την αρχή ως το τέλος.

Η μετάφραση της Μπεάτα Ζουλκιέβιτς είναι έργο επίπονου μόχθου και αγάπης. Εγκαθιστά τη Σιμπόρσκα στον πυρήνα των σύγχρονων ξένων ποιητών που έχουν μεταφραστεί ωραία στα ελληνικά. Η εκτενής εισαγωγή της επιπλέον περιέχει πολύτιμες πληροφορίες. Θα κλείσω λέγοντας πως οι θαυμαστές της Κικής Δημουλά θα βρουν ομοιότητες ανάμεσα στην ποίησή της και στην αντίστοιχη της Σιμπόρσκα. Ομοιότητες σε πρώτο επίπεδο υπάρχουν, όμως οι διαφορές είναι περισσότερες. Αυτό βέβαια είναι μια άλλη συζήτηση.