Μάτι – Καταπέλτης το πόρισμα του ανακριτή : «Παρακολουθούσαν αμέτοχοι ωσάν τον Ξέρξη»

Στο πόρισμα του ανακριτή για την τραγωδία στο Μάτι αποτυπώνονται τα εγκληματικά λάθη και οι παραλείψεις που υπήρξαν από τις αρμόδιες αρχές στη διάρκεια της φονικής πυρκαγιάς

Μέσα σε 97 σελίδες ο ανακριτής Αθανάσιος Μαρνέρης αποτυπώνει όλα τα εγκληματικά λάθη και τις παραλείψεις που έγιναν από τις αρμόδιες αρχές στη διάρκεια της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι και περιγράφει λεπτομερώς τον ποινικό ρόλο ενός εκάστου των κατηγορουμένων στην υπόθεση αυτή που συγκλόνισε και εξακολουθεί να συγκλονίζει το πανελλήνιο.

«Το Βήμα της Κυριακής» αποκαλύπτει το έγγραφο του δικαστικού λειτουργού, που συνοδεύει τη δικογραφία, η οποία αποτελείται από περίπου 400.000 σελίδες και τις επόμενες ημέρες αναμένεται να διαβιβαστεί στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας για την έκδοση βουλεύματος, με βάση το οποίο τα μέλη του θα αποφανθούν για την παραπομπή ή μη των κατηγορουμένων σε δίκη.

 

Αδιαφορία και συγκάλυψη

Ο ανακριτής, με βάση το αποδεικτικό υλικό που συγκέντρωσε στη διάρκεια των πολύμηνων ερευνών του, «χρεώνει» αδιαφορία συγκεκριμένων κατηγορουμένων, από τον χώρο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, της Πολιτικής Προστασίας και της Περιφέρειας, συνδέοντας αιτιωδώς τη στάση τους αυτή με την εκατόμβη των νεκρών.

«Η αδιαφορία που επιδείχθηκε συναρτώμενη με την αυξημένη ευθύνη των υπαιτίων συνιστά ενδεχόμενο δόλο επίτασης του κινδύνου, στον οποίο βρίσκονταν οι πολίτες, οι οποίοι σε περίπτωση πυρκαγιάς σε κατοικημένη περιοχή εξαρτώνται φυσικά άμεσα κυρίως από την Πυροσβεστική Υπηρεσία και όχι, π.χ., από τον δήμαρχο ή την Αστυνομία, που προφανώς έχουν ευθύνη, αλλά κατώτερου βαθμού και σημασίας. Αυτό το γνώριζαν οι αρμόδιοι και παρ’ όλα αυτά αδιαφόρησαν επιδεικτικά και παρακολουθούσαν αμέτοχοι επί της ουσίας τις εξελίξεις σε Νταού Πεντέλης – Νέο Βουτζά – Μάτι ωσάν τον Ξέρξη, όταν παρακολουθούσε τη ναυμαχία της Σαλαμίνας από τον χρυσό του θρόνο στο όρος Αιγάλεω» αναφέρει χαρακτηριστικά στο έγγραφό του ο κ. Μαρνέρης αποδίδοντας αυξημένο ποινικό ρόλο σε ορισμένους εκ των κατηγορουμένων, οι οποίοι απολογήθηκαν, όπως το σύνολο των εμπλεκομένων, για τα πλημμελήματα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή και της σωματικής βλάβης.

Εκτός από αδιαφορία, ο ανακριτής κατηγορεί ορισμένους εκ των αρμοδίων και για συγκάλυψη της πραγματικής εικόνας, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Στη συνέχεια κάποιοι εκ των αρμοδίων δεν δίστασαν μετά την αποκάλυψη του εύρους της τραγωδίας να προσπαθήσουν να συγκαλύψουν την πραγματικότητα, στρεφόμενοι ακόμα και κατά του ίδιου του πραγματογνώμονα Δημητρίου Λιότσιου, ο οποίος βέβαια οφείλουμε να επισημάνουμε ότι αγνόησε όλες τις παρεμβάσεις και εκτέλεσε προσηκόντως το έργο που του ανατέθηκε».

Στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι ο κ. Λιότσιος έχει καταγγείλει τις πιέσεις που δέχθηκε για το περιεχόμενο του επίμαχου πορίσματος τόσο ενώπιον του ανακριτή Αθ. Μαρνέρη όσο και στη μήνυσή του, η οποία αποτελεί αντικείμενο προκαταρκτικής εξέτασης από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.

Γνώριζαν για νεκρούς στην ενημέρωση

Αποδεικτικό μέσο ιδιαίτερης βαρύτητας, όπως έδειξε η ανακριτική έρευνα, καθώς περιελάμβανε αποκαλυπτικούς διαλόγους για όσα διαδραματίστηκαν από τα πρώτα κρίσιμα λεπτά που ξέσπασε η φωτιά στις 23 Ιουλίου 2018 μέχρι και την ώρα που οι Αρχές άρχισαν να μετρούν τους πρώτους νεκρούς, είναι τόσο οι απομαγνητοφωνήσεις και τα ηχητικά ντοκουμέντα από το καταγραφικό του Εθνικού Συντονιστικού Κέντρου της Πυροσβεστικής όσο και οι διάλογοι από συγκεκριμένα αεροδρόμια αναφορικά με την αξιοποίηση των εναέριων μέσων. Το επίμαχο καταγραφικό, όπως είναι γνωστό, κατασχέθηκε πριν από περίπου έναν χρόνο από τον δικαστικό λειτουργό σε ιδιωτική εταιρεία στη Μεταμόρφωση Αττικής, όπου είχε σταλεί για επισκευή.

«Από τις απομαγνητοφωνήσεις του καταγραφικού της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας προέκυψε ότι ο Νικόλας Τόσκας (σ.σ.: τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης) και όσοι παρευρίσκονταν στο ΕΣΚΕ (Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο) γνώριζαν για την ύπαρξη νεκρών, τουλάχιστον από την ώρα 18.36. Ετσι, τόσο κατά τον χρόνο άφιξης του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο ΕΣΚΕ (μετά τις 23.00) όσο και κατά τη διάρκεια της φερόμενης ενημέρωσης του Πρωθυπουργού από τον Ματθαιόπουλο (σ.σ.: αναφέρεται στον τότε υπαρχηγό της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Βασίλη Ματθαιόπουλο) και τα λοιπά στελέχη του ΕΣΚΕ ήταν γνωστό σε όλους τους αρμοδίους ότι στο Μάτι και στον Ν. Βουτζά υπήρχε μεγάλος αριθμός νεκρών» σημειώνει στον επίλογο του εγγράφου του ο δικαστικός λειτουργός, θέλοντας να καταδείξει ότι τουλάχιστον οι αρμόδιες υπηρεσίες είχαν γνώση της εξελισσόμενης τραγωδίας πολύ πιο νωρίς από τις επίσημες ανακοινώσεις για τους πρώτους από τους συνολικά 102 νεκρούς.

Ανύπαρκτα μέτρα προστασίας

Στο κεφάλαιο του ανακριτικού εγγράφου που αφορά τα μέτρα πρόληψης που θα έπρεπε να είχαν ληφθεί με βάση τα οριζόμενα από τη νομοθεσία, επισημαίνεται ότι παρά το γεγονός πως εκείνη την ημέρα, στις 23 Ιουλίου 2018, υπήρχε πρόβλεψη για πυρκαγιά στη συγκεκριμένη περιοχή, η οποία είχε ιστορικό προηγούμενων πυρκαγιών και θεωρούνταν ότι είχε υψηλή επικινδυνότητα, εν τούτοις δεν λήφθηκαν ουσιαστικά ιδιαίτερα μέτρα προστασίας.

Και αφού περιγράφεται η συνήθης κάλυψη στην περιοχή της Αττικής στις αντιπυρικές περιόδους επισημαίνονται τα εξής: «Υπήρχαν διαθέσιμα αεροσκάφη τύπου Canadair CL 215, με χωρητικότητα νερού 6 τόνων τουλάχιστον, καθώς και αεροσκάφος τύπου PZL, διθέσιο, χωρητικότητας νερού τουλάχιστον 500 λίτρων, αποκλειστικά για εναέρια επιτήρηση, με σκοπό την άμεση αντιμετώπιση πυρκαγιάς, τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν για εναέρια επιτήρηση. Πρέπει να σημειωθεί δε πως όταν δίνεται η εντολή για τη συνδρομή εναέριων μέσων τα αεροσκάφη χρειάζονται τουλάχιστον 20 λεπτά για να απογειωθούν. Αυτά τα 20 λεπτά με τις παρούσες καιρικές συνθήκες είναι καθοριστικά για τη μετέπειτα πορεία των πυρκαγιών καθώς και την εξέλιξή τους». Επίσης, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο «έμεινε ανεκμετάλλευτη επιχειρησιακά η νεοσύστατη (από τις 4.5.2017) υπηρεσία με τα μη στελεχωμένα αεροσκάφη (drones), τα οποία μπορούν να κάνουν 24ωρη επιτήρηση, έχουν κάμερες και δίνουν άμεσες πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο στο Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων».

Ανεπαρκή και τα επίγεια μέσα

Εικόνα ανεπαρκούς αξιοποίησης διαπιστώνεται από τον ανακριτή και για τα επίγεια μέσα. Αναφέρει συγκεκριμένα: «Προκύπτει ότι από το σύνολο των 59 οχημάτων του Πυροσβεστικού Σώματος, που καταγράφηκαν από το ιστορικό των τηλεματικών στοιχείων στον τόπο του συμβάντος από τις 16.41 έως τις 22.37, μόνο τα 33 είναι πυροσβεστικά υδροφόρα οχήματα, ενώ τα υπόλοιπα 26 είναι βοηθητικά οχήματα του ΠΣ, όπως επιβατικά τζιπ, οχήματα μεταφοράς προσωπικού, μηχανές κ.ά. (…) Συνεπώς η Πυροσβεστική Υπηρεσία ολιγώρησε όχι μόνο κατά τον πρώτο κρίσιμο χρόνο της πυρκαγιάς, αλλά και στη συνέχεια, όταν είχε πλέον κατευθυνθεί προς κατοικημένες περιοχές. Τα πυροσβεστικά οχήματα ουσιαστικά δεν επαρκούσαν ούτε για την κατάσβεση αλλά ούτε και για τη διάσωση των πολιτών».

Ενημέρωση και κινητοποίηση των Αρχών

«Χάθηκε πολύτιμος χρόνος, η πυρκαγιά θα μπορούσε να ελεγχθεί»

Το επόμενο κεφάλαιο του ανακριτικού εγγράφου αφορά την ενημέρωση και την κινητοποίηση των αρμόδιων αρχών, με την επισήμανση ότι ο χρόνος πρώτης αναγγελίας στο ΕΣΚΕ «είναι κρίσιμος για την αξιολόγηση των πράξεων και παραλείψεων στο αρχικό στάδιο του συμβάντος, που αποτελεί κομβικό σημείο για την εξέλιξη της πυρκαγιάς».

Με δεδομένο λοιπόν ότι η πρώτη ενημέρωση προς το ΕΣΚΕ για την πυρκαγιά στο Νταού γίνεται στις 16.41, όλες οι κινητοποιήσεις έπρεπε να ξεκινήσουν από εκείνη την ώρα, και όχι στις 16.49, συνεπώς – κατά την κρίση του δικαστικού λειτουργού – «υπήρξε καθυστέρηση αντίδρασης τουλάχιστον δέκα λεπτών».

«Αφησαν τη φωτιά να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις αδιαφορώντας εντελώς για την απομάκρυνση των πολιτών» τονίζεται στο ανακριτικό έγγραφο για τη φωτιά στο Μάτι

Η φωτιά είχε μπει μέσα στα σπίτια

Μέσα στα επόμενα λεπτά, όπως προκύπτει από τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες, η φωτιά είχε μπει ήδη μέσα στα σπίτια. «Χρειαζόμαστε άμεσα ενίσχυση και εναέρια, η φωτιά είναι μέσα σε σπίτια και κατευθύνεται μετά το μοναστήρι και πάει πάνω στο βουνό…» ακούγεται κάποια στιγμή να ενημερώνει αρμόδιος διοικητής της Πυροσβεστικής μέσω ασυρμάτου το Κέντρο.

Ωστόσο, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, «το πρώτο εναέριο μέσο, το S 64 Ν 154 AC ΤΑΤ, φτάνει στην πυρκαγιά μόλις στις 17.10, στερώντας τη δυνατότητα καταστολής της στο αρχικό στάδιο εκδήλωσής της, με αποτέλεσμα να διασπαστεί αυτή σε δύο μέτωπα περίπου στις 17.13 και να εξαπλωθεί γρήγορα ανατολικότερα προς δύο κατευθύνσεις, και μάλιστα σε κατοικημένους οικιστικούς ιστούς.
Στις 17.30 και ενώ έχουν ήδη περάσει 50 λεπτά από την ενημέρωση του ΕΣΚΕ, σημειώνει ο κ. Μαρνέρης, συνεχίζει να επιχειρεί ένα μόνο ελικόπτερο στην περιοχή, το οποίο ενημερώνει το ΕΣΚΕ ότι «Η πυρκαγιά είναι κοντά σε σπίτια, κινείται ανατολικά και θα απειλήσει σπίτια…».

Αποτιμώντας τη στάση και τις ενέργειες των Αρχών τις πρώτες ώρες της φωτιάς ο ανακριτής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «μία ώρα μετά την πρώτη ενημέρωση η περιοχή παραμένει χωρίς εναέριες δυνάμεις, με ανεπαρκείς επίγειες δυνάμεις και χωρίς εναέριο συντονισμό, ενώ κατευθύνεται σε κατοικημένους οικισμούς». Προσθέτει μάλιστα ότι «εάν μέχρι τις 17.30 το ΕΣΚΕ είχε αντιδράσει άμεσα στέλνοντας τρία εναέρια μέσα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να στείλει όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, η πυρκαγιά είναι πολύ πιθανό αν όχι να είχε κατασβηστεί, τουλάχιστον να είχε ελεγχθεί».

Καιγόμενο σπίτι κατά τη διάρκεια δασικής πυρκαγιάς στο Μάτι

Δεν αξιοποιήθηκαν τα εναέρια μέσα

Τα στοιχεία της δικογραφίας οδηγούν επιπλέον στο συμπέρασμα ότι «τα 34 πτητικά μέσα που θα μπορούσαν να συνδράμουν τόσο στην έναρξη όσο και κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς στο Νταού Πεντέλης είτε δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου είτε χρησιμοποιήθηκαν μεν αλλά ανεπαρκώς (ενώ κάποια από αυτά διατέθηκαν για την επιχείρηση σε πυρκαγιές όπου δεν υπήρχε κίνδυνος για ανθρώπινες ζωές), ενώ μέχρι τις 17.30 η πυρκαγιά θα μπορούσε να είχε αντιμετωπιστεί στην έναρξή της με τη συμβολή τριών εναέριων μέσων». Ανάμεσα στα εναέρια μέσα που δεν αξιοποιήθηκαν ήταν «τα μη στελεχωμένα αεροσκάφη (drones) τα οποία μπορούσαν να παρέχουν πληροφορίες για την πορεία και εξέλιξη της πυρκαγιάς στο Νταού Πεντέλης – Μάτι, καθώς και για την ευρύτερη περιοχή και τις κατευθύνσεις που θα έπρεπε να πάρουν οι κάτοικοι και οι παραθεριστές, ώστε να αποφύγουν την κυκλοφοριακή συμφόρηση και να εξασφαλίσουν ασφαλή δίοδο. Περαιτέρω υπήρχαν και πέντε ελικόπτερα της Υπηρεσίας Εναέριων Μέσων της Ελληνικής Αστυνομίας με βάση το αεροδρόμιο “Ελευθέριος Βενιζέλος”, τα οποία, αν και ήταν εξοπλισμένα με προβολείς, με δυνατότητα μετάδοσης εικόνας ακόμα και κατά τη διάρκεια της νύχτας, με θεσμική απεικόνιση και αναμφίβολα θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ασφαλή και έγκαιρη απομάκρυνση κατοίκων και παραθεριστών, δεν χρησιμοποιήθηκαν ούτε για την απομάκρυνση ούτε για τη διάσωση των πολιτών, αλλά παρέμειναν καθηλωμένα».

Με βάση το περιεχόμενο των κρίσιμων απομαγνητοφωνήσεων, που περιλαμβάνονται στη δικογραφία, επισημαίνεται ως κομβικής σημασίας ζήτημα για την αξιοποίηση των εναέριων μέσων ότι: «Στο διάστημα μεταξύ 16.26 και 17.01 προκύπτει πως τρία ελικόπτερα λαμβάνουν εντολή να μην απογειωθούν, τα δύο με εντολή της διοίκησης και το άλλο με εντολή της Προεδρίας της Δημοκρατίας, και μένουν ακινητοποιημένα για τον ίδιο σκοπό, δηλαδή την παραλαβή του Προέδρου της Δημοκρατίας από την Τρίπολη. Επιπροσθέτως δεν καταγράφεται ποτέ αίτημα για αυτά τα τρία ελικόπτερα από το ΕΣΚΕ, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν καθοριστικά τόσο στην πυρόσβεση όσο και στη διάσωση των πολιτών».

«Παραβίασαν συνειδητά τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα»

Κανένας από τους αρμοδίους δεν εισηγείται την απομάκρυνση των πολιτών εκείνες τις κρίσιμες ώρες, ενώ η σύγκληση του αρμοδίου οργάνου όπου θα μπορούσε να τεθεί το συγκεκριμένο θέμα γίνεται πολύ αργά, όταν δεν ήταν πλέον εφικτή η απομάκρυνση των πολιτών και δεν ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία, όπως έγινε νωρίτερα την ίδια ημέρα με τη φωτιά στην περιοχή της Κινέτας.

«Λαμβάνοντας υπόψη την επικινδυνότητα της κατάστασης, αυτό που θα έπρεπε να γίνει είναι να έχει συγκληθεί όσο τον δυνατόν νωρίτερα το ΣΟΠΠ (δεδομένου ότι η πυρκαγιά είχε περάσει τα όρια δύο δήμων), όπου θα έπρεπε οι επικεφαλής της πυρκαγιάς να εισηγηθούν την ασφαλή απομάκρυνση των πολιτών, όπως έγινε στην Κινέτα. (…) Γενικότερα η στάση των αρμοδίων δείχνει ότι δεν έδωσαν ουσιαστικά καμία σημασία στην πυρκαγιά και την άφησαν να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις αδιαφορώντας παράλληλα εντελώς για την απομάκρυνση των πολιτών» τονίζεται στο ανακριτικό έγγραφο που εξηγεί αναλυτικά γιατί με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας ήταν δυνατή η εκκένωση της περιοχής, αν οι υπεύθυνοι βεβαίως είχαν πράξει τα δέοντα.

Επιπλέον, ο ανακριτής εγκαλεί και τρεις συγκεκριμένους εκ των αρμοδίων οι οποίοι «βλέποντας την επικινδυνότητα της πυρκαγιάς επέλεξαν συνειδητά να παραβιάσουν τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα και να μη συμμετέχουν στο έργο της κατάσβεσης, της απομάκρυνσης, αλλά στη συνέχεια και της διάσωσης των πολιτών».

Στο συμπέρασμά του ο κ. Μαρνέρης εξηγεί τους λόγους για τους οποίους κατά την κρίση του συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι θα έπρεπε να λογοδοτήσουν για το κακούργημα της έκθεσης, επισημαίνοντας: «Με ενέργειες και παραλείψεις τους, ήτοι με τη μη διάθεση όλων των εναέριων μέσων και επίγειων μέσων, την έλλειψη παντελούς πρόνοιας για απομάκρυνση των πολιτών και τη χαρακτηριστική κωλυσιεργία τους όσον αφορά τη διάσωση αυτών, μετέφεραν τα θύματα της καταστροφικής φωτιάς στον Ν. Βουτζά, στο Μάτι και στο Κόκκινο Λιμανάκι από μια σχετικά ασφαλή θέση (καθώς ναι μεν είχε ξεσπάσει πυρκαγιά στην περιοχή, ωστόσο αυτή τις πρώτες κρίσιμες ώρες ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί με αποτελεσματικότητα) σε μια ανασφαλή θέση, καθώς άφησαν τη φωτιά να καταστεί ανεξέλεγκτη, με αποτέλεσμα τα θύματα να μην μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους, αλλά και να μην αναμένεται πλέον με ασφάλεια πιθανότητα βοήθειας απ’ έξω για την αποτροπή του κινδύνου, και με αυτόν τον τρόπο εξέθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή και την υγεία των ατόμων που βρίσκονταν στην περιοχή».

Τέλος, επικαλούμενος τις απομαγνητοφωνήσεις ο ανακριτής αναφέρεται και στον ρόλο του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης Νίκου Τόσκα, καθώς, όπως αναφέρει, σε κάποιες περιπτώσεις εξαρτάται η εντολή διάθεσης εναέριου μέσου από τον υπουργό. Και καταλήγει πως με βάση το ΠΔ 210/16-6-1992 «δεν προβλέπεται να λαμβάνει επιχειρηματική δράση ο υπουργός Δημόσιας Τάξης».

Μετά το τέλος της κύριας ανάκρισης η «σκυτάλη» περνά στο Δικαστικό Συμβούλιο, τα μέλη του οποίου θα μελετήσουν το πλούσιο αποδεικτικό υλικό και θα αποφανθούν, ενώ οι συγγενείς των θυμάτων αναμένουν την ώρα της κρίσης και την ετυμηγορία της Δικαιοσύνης για όλους εκείνους που ευθύνονται για τον άδικο θάνατο των δικών τους ανθρώπων.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.