O Π. Κ. Ιωακειμίδης (Π.Κ.Ι.) στο άρθρο του στο «Βήμα» (2/4/2021) με τίτλο «Τι έστιν αλήθεια;» γράφει ότι τον συγκινεί η Μ. Εβδομάδα διότι τότε ακούγεται αυτό το ερώτημα: «Οταν ο Ιησούς λέγει ότι «Εγώ ελήλυθα εις τον κόσμον ίνα μαρτυρήσω την αλήθειαν», ο Πόντιος Πιλάτος του θέτει το αμείλικτο ερώτημα «Τι έστιν αλήθεια;». Αλλά απάντηση ουσιαστικά δεν πήρε. Και δεν πήρε γιατί δεν υπάρχει μία αλήθεια. Υπάρχουν πολλές αλήθειες».

Ο κ. Ιωακειμίδης συγχέει το ερώτημα του Πιλάτου που ζητεί τον ορισμό της αλήθειας, «Τι έστιν αλήθεια;», με το ότι υπάρχουν πολλές προτάσεις, πεποιθήσεις ή θεωρίες που είναι αληθείς. Το ότι αναφέρεται ο Π.Κ.Ι. σε αληθείς πεποιθήσεις και θεωρίες ως απάντηση στο ερώτημα «Τι έστιν αλήθεια;» φαίνεται από το ότι μιλάει για αναίρεση της αλήθειας του σήμερα για να φτάσουμε στην αλήθεια του αύριο και από το ότι αναφέρεται σε πιθανή ανατροπή του «καθιερωμένου μοντέλου» στη φυσική, ώστε να προκύψουν νέες αλήθειες που θα οδηγήσουν σε μια νέα θεωρία για τον κόσμο. Ο Ιησούς είπε «ήρθα να για μαρτυρήσω την αλήθεια, να πω δηλαδή ότι είμαι ο Υιός του Θεού, ότι θα σώσω τον κόσμο» κ.λπ., όλο το δόγμα της χριστιανικής Εκκλησίας, και ο Πιλάτος θέτει το φιλοσοφικό, θα λέγαμε, ερώτημα «Τι έστιν αλήθεια;». Ο Πιλάτος δεν αναζητεί να βρει ποια είναι η αλήθεια για το α’ ή το β’, ρωτάει τι είναι η αλήθεια. Ούτε εκφράζει κάποιον σκεπτικισμό ως προς την αλήθεια. Δεν λέει ότι δεν γνωρίζει αν υπάρχει αλήθεια, ούτε αμφισβητεί συγκεκριμένες αλήθειες όπως αυτές που διατυπώνει ο Ιησούς. Θέτει ένα μεταφυσικό, ουσιοκρατικό ερώτημα. Ψάχνει την ουσία της αλήθειας. Για ποιον λόγο το κάνει; Υπάρχουν πολλές ερμηνείες. Μπορεί, απέναντι στον Ιησού, να το κάνει σαρκαστικά, μπορεί να το κάνει γνήσια απορητικά, μπορεί να το κάνει περιπαικτικά, ειρωνικά κ.λπ. Οι θεολόγοι μπορούν να μας πουν. Η ερμηνεία του Π.Κ.Ι. φαίνεται να είναι πως ο Ιησούς ήταν υπέρ της μίας αλήθειας και ο Πιλάτος τον αμφισβήτησε, υπονοώντας με το ερώτημά του ότι υπάρχουν πολλές αλήθειες. Γι’ αυτό δεν έλαβε απάντηση. Δεν βλέπω πώς αυτό έπεται και πώς μπορεί να υποστηριχθεί μια τέτοια ερμηνεία.

Ο κ. Ιωακειμίδης λέει ότι νέες αλήθειες θα προκύψουν εφόσον ανατραπεί η τρέχουσα θεωρία της φυσικής, οπότε οι αλήθειες είναι πολλές. Οι αλήθειες θα είναι πολλές μόνο με την έννοια ότι θα γίνουν δεκτές πολλές νέες προτάσεις ως αληθείς. Αυτές που θα ανατραπούν δεν θα είναι πλέον αλήθειες. Θα είναι προτάσεις και θεωρίες που αποδείχθηκαν ψευδείς. Δεν έχουμε τις αλήθειες του χθες και τις αλήθειες του σήμερα. Εχουμε προτάσεις, πεποιθήσεις και θεωρίες που θεωρούσαμε αληθείς χθες και οι οποίες αποδείχθηκαν ψευδείς σήμερα και νέες προτάσεις που θεωρούμε σήμερα αληθείς. Ο Π.Κ.Ι., καθώς επικαλείται ένα χωρίο του Ν. Θέμελη, φαίνεται να συγχέει μια σχετικιστική θέση που λέει ότι ο καθένας έχει την αλήθεια του («η αλήθεια η δική μας και η αλήθεια των άλλων») με το πώς χρησιμοποιείται η έννοια της αλήθειας πιο αυστηρά, π.χ. σε ένα θεωρητικό κείμενο. (Ο Ν. Θέμελης έκανε λογοτεχνία και είναι θεμιτό να χρησιμοποιεί πιο ελεύθερα τον λόγο – αυτό που μάλλον εννοούσε πάντως με τη συγκεκριμένη αποστροφή είναι να δείχνουμε ανοχή στο τι θεωρούν αληθές οι άλλοι.) Αν ο καθένας είχε την αλήθεια του, δεν θα μπορούσαμε να λέμε ότι ισχύει το α’ ή το β’ για την Ευρώπη ή τα ελληνοτουρκικά για τα οποία γράφει τόσο συχνά ο κ. Ιωακειμίδης. Διότι θα είχαν τη δική τους αλήθεια και όσοι διαφωνούν μαζί του και δεν θα ξέραμε ποια είναι η αλήθεια τελικά, ποιος έχει δίκιο.

Λέει επίσης με κατηγορηματικότητα ο κ. Ιωακειμίδης: «Δεν υπάρχει επαληθευσιμότητα. Υπάρχει διαψευσιμότητα (Κ. Popper). Γιατί ούτε στην επιστήμη (εννοώ τη θετική, σκληρή επιστήμη) υπάρχει μια αλήθεια. Η αβεβαιότητα κυριαρχεί. Κάθε μέρα σχεδόν αναιρείται μια (υποτιθέμενη ακλόνητη) αλήθεια».

1) Η επαληθευσιμότητα είναι κριτήριο νοήματος (το είχα εξηγήσει και πέρυσι, σχολιάζοντας ένα κείμενο του πρώην Προέδρου κ. Π. Παυλόπουλου, «Books’ Journal» 105, 2020). Αυτό που θέλει να πει ο Π.Κ.Ι. είναι ότι δεν υπάρχει επαλήθευση. Ωστόσο, παρακάτω στο κείμενό του γράφει «Εάν όλα αυτά επιβεβαιωθούν πειραματικά…». Μήπως δέχεται, λοιπόν, ότι υπάρχει επαλήθευση, αφού αν κάτι επιβεβαιώνεται λέμε ότι επαληθεύεται;

2) O Popper με τη διαψευσιμότητα, που είναι κριτήριο επιστημονικότητας, δεν λέει ότι δεν υπάρχει επαλήθευση (ή επαληθευσιμότητα). Λέει ότι το δικό του κριτήριο είναι καλύτερο – για διάφορους λόγους, ο κυριότερος των οποίων: πίστευε πως η διάψευση, εν αντιθέσει προς την επαλήθευση, δίνει βέβαιες, απαντήσεις. (Δεν δίνει, αλλά δεν έχει σημασία για το προκείμενο.) Πάντως ο Popper δεν πίστευε ότι υπάρχουν πολλές αλήθειες. Υποστήριζε πως δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιες επιστημονικές θεωρίες είναι αληθείς. Μόνο ποιες είναι ψευδείς. Και σίγουρα δεν ήταν σχετικιστής.

3) Κανείς σοβαρός επιστήμων των «σκληρών» επιστημών δεν πιστεύει ότι οι επιστημονικές θεωρίες και υποθέσεις είναι ακλόνητες αλήθειες. Τις ελέγχει και τις διορθώνει συνεχώς.

4) Η αναίρεση αληθειών (δηλαδή προτάσεων που θεωρούσαμε αληθείς) δεν παράγει πολλές αλήθειες, παράγει ψευδείς προτάσεις και νέες αλήθειες (νέες αληθείς προτάσεις).

5) Αν ο Π.Κ.Ι. τάσσεται υπέρ των πολλών αληθειών στην επιστήμη (όχι των πολλών αληθών προτάσεων και θεωριών, αλλά των «αληθειών» των μεν και των δε), γιατί λέει επίσης (σωστά) ότι «προσπαθούμε μέσα από την επιστήμη να προσεγγίσουμε την αλήθεια» (στον ενικό);

Τέλος, ο κ. Ιωακειμίδης λέει ότι η πολιτική διαδικασία δεν είναι τίποτα άλλο παρά «μια σύγκρουση ανάμεσα στη μια δήθεν υπερέχουσα αλήθεια και στις πολλαπλές αλήθειες, ανάμεσα στην αλήθεια του ενός και στις αλήθειες των πολλών… δηλαδή ανάμεσα στη δημοκρατία, στην ανοιχτή, ορθολογική και ελεύθερη σκέψη αφενός, και στην κάθε μορφής αυθεντία, αυταρχισμό, ολοκληρωτισμό αφετέρου». Εδώ ο Π.Κ.Ι. συγχέει τις πολλές και διαφορετικές γνώμες ή πεποιθήσεις που εκφράζονται σε μια δημοκρατία με την αλήθεια. Το ότι αυτός που έχει μια πεποίθηση τη θεωρεί αληθή δεν την κάνει αλήθεια. Αν ήταν έτσι, θα ήταν αλήθεια και οι πεποιθήσεις της Χρυσής Αυγής, των αντιεμβολιαστών κ.λπ. Ολες αυτές δεν είναι αλήθειες. Είναι απλές πεποιθήσεις που μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα σε μια δημοκρατία. Σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, η γνώμη του ενός ή των λίγων επιβάλλεται διά της βίας στους υπόλοιπους και αναγορεύεται σε αλήθεια. Οπως αναγορεύτηκε σε αλήθεια το 2+2=5 στο «1984» του Οργουελ. Δεν είναι το 2+2=4 και το 2+2=5 πολλαπλές αλήθειες. Η πρώτη πρόταση είναι αληθής, η δεύτερη ψευδής. Σε μια δημοκρατία, στο κοινοβούλιο και στη δημόσια σφαίρα, αντιδικούμε προβάλλοντας τις διαφορετικές γνώμες μας με την αξίωση να βρούμε την αλήθεια για το τι ισχύει ή τι είναι ορθό και να πείσουμε. Αν δεν υπήρχε η αξίωση της μίας αλήθειας που αναζητούμε για τα επιμέρους θέματα, τότε δεν θα είχε νόημα ο διάλογος. Ο καθένας θα έμενε με «την αλήθεια του» και ο δρόμος για να αλλάξει γνώμη ο άλλος, που έχει «τη δική του αλήθεια», δεν θα ήταν διά της ορθολογικής πειθούς. Θα ήταν με προπαγάνδα ή τη βία.

*Η κυρία Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας της Επιστήμης στο ΕΚΠΑ.