Η πανδημία φαίνεται να υποχωρεί καθώς οι εμβολιασμοί γενικεύονται και η προσδοκία για ένα νέο φάρμακο γίνεται όλο και πιο ρεαλιστική. Ωστόσο, η ανησυχία εντείνεται σχετικά με τις δυνατότητες επίτευξης υψηλών ρυθμών ανάπτυξης με σταθερότητα, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Γιατί μόνο με ταχύρρυθμη ανάπτυξη θα ανακτηθεί το χαμένο έδαφος από τη μεγάλη ύφεση του 2020 και θα αντιμετωπιστούν τα τεράστια δημόσια και ιδιωτικά χρέη που έχουν δημιουργηθεί στην περίοδο της πανδημίας, δεδομένου ότι οι γενναιόδωρες ιδέες για «κούρεμα» ή «πάγωμα» των χρεών έχουν λίγες πιθανότητες να εφαρμοστούν.
Η σημερινή κατάσταση προσομοιάζει με αυτή που υπήρξε μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, όπου και τότε η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και τα δυσθεώρητα χρέη που δημιουργήθηκαν απειλούσαν το μέλλον των ευρωπαϊκών οικονομιών. Την εποχή εκείνη υπήρξε μια ταχύρρυθμη αναπτυξιακή διαδικασία που τροφοδοτήθηκε από τη βοήθεια των ΗΠΑ και την ανοικοδόμηση των ερειπίων του πολέμου σε περιβάλλον νομισματικής σταθερότητας μετά τις συμφωνίες του Bretton Woods το 1944.
Μπορεί σήμερα να υπάρξει μια αντίστοιχη ταχύρρυθμη ανάπτυξη;
Σύμφωνα με τη θεωρία και την εμπειρία, οι μεγάλες δημόσιες δαπάνες στις ΗΠΑ με το σχέδιο Μπάιντεν (1,9 τρισ.) και οι αντίστοιχες στην Ευρώπη με το Σχέδιο Ανάκαμψης (750 δισ.) και τις επιμέρους δημόσιες δαπάνες των χωρών-μελών της ΕΕ προβλέπεται να ωθήσουν την οικονομία σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Επιπλέον, η συσσωρευμένη αποταμίευση, λόγω αναστολής της κατανάλωσης και της επένδυσης εξαιτίας της πανδημίας, μπορεί να εκδηλωθεί ως ένα αναπτυξιακό «μπουμ» σε Ευρώπη και ΗΠΑ.
Ομως, υπάρχουν δύο παράγοντες που μπορεί να περιορίσουν τις υπάρχουσες προσδοκίες.
1. Πρέπει να υπομνηστεί ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ανοικοδόμηση και η τεχνολογική πρόοδος επιτάχυναν τους ρυθμούς ανάπτυξης με μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας και της απασχόλησης, δημιουργώντας το μεταπολεμικό «θαύμα». Σήμερα, μετά την πανδημία, δεν φαίνεται να δημιουργείται τέτοια συγκυρία, καθώς δεν καταστράφηκαν ούτε υποδομές ούτε κτίρια ούτε εργοστάσια κ.λπ.
2. Είναι γεγονός ότι οι υψηλές δημόσιες δαπάνες και η συσσωρευμένη αποταμίευση μπορεί να οδηγήσουν σε «υπερθέρμανση» την οικονομία με υπερβάλλουσα ζήτηση σε σχέση με την προσφορά, κυρίως επειδή αρκετές εφοδιαστικές αλυσίδες παραγωγής έχουν διασπαστεί λόγω του κορωνοϊού.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε άνοδο του πληθωρισμού με συνέπεια να διακόψουν οι κεντρικές τράπεζες τη χορήγηση ρευστότητας στην οικονομία και συνεπώς να αυξηθούν τα σημερινά τεχνητά, σχεδόν μηδενικά επιτόκια δανεισμού, προκειμένου να περιοριστεί ο πληθωρισμός. Προφανώς μια αύξηση επιτοκίων δεν θα διευκολύνει την ταχύρρυθμη ανάπτυξη και τη μείωση της ανεργίας.
Το μεγάλο στοίχημα συνεπώς είναι αν οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες με κατάλληλη νομισματική πολιτική θα κατορθώσουν να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο απευκταίο πληθωριστικό ενδεχόμενο. Παράλληλα, κατά πόσο θα γίνουν μαζικές επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες (ψηφιοποίηση και τεχνητή νοημοσύνη) ώστε να δώσουν σημαντική ώθηση στη χρονίζουσα αναιμική αύξηση της παραγωγικότητας, ώστε να αποτραπούν τα πληθωριστικά φαινόμενα που πιθανώς θα συνοδεύσουν την ταχύρρυθμη ανάπτυξη.
Σε κάθε περίπτωση, η χώρα μας πρέπει κατά προτεραιότητα να αξιοποιήσει την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης, προσανατολίζοντας τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις σε τεχνολογίες αιχμής, στην ψηφιακή και στην πράσινη οικονομία, όπως έχει ήδη σχεδιάσει στο Σχέδιο Ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Ο κ. Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο ΕΚΠΑ, τ. υπουργός.