Τρεις εβδομάδες έχουν περάσει από την ανακοίνωση των Πρασίνων ότι μία 40χρονη γυναίκα, η Αναλένα Μπέρμποκ, θα διεκδικήσει την καγκελαρία και τη διαδοχή της Άνγκελα Μέρκελ. Οι Πράσινοι συνεχίζουν να προηγούνται στις περισσότερες δημοσκοπήσεις. Αλλά και ο υποψήφιος των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) Άρμιν Λάσετ, πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, δεν το βάζει κάτω και ελπίζει να καλύψει το χαμένο έδαφος μέχρι το φθινόπωρο. Μπροστά στο δίλημμα Μπέρμποκ ή Λάσετ πολλοί ξεχνούν ότι υπάρχει και τρίτος υποψήφιος με φιλοδοξίες: ο υπουργός Οικονομικών και αντικαγκελάριος Όλαφ Σολτς που διεκδικεί την καγκελαρία για λογαριασμό των Σοσιαλδημοκρατών (SPD).
Πολύς ο θόρυβος για τους Λάσετ και Μπέρμποκ, αλλά για τον Σολτς επικρατεί σιωπή. Τόσο «ηχηρή» σιωπή, ώστε ακόμη και μερικοί από τους ομοϊδεάτες του αρχίζουν να δυσανασχετούν. «Στο ποδόσφαιρο όποιος χάνει 2-0 πρέπει να περάσει στην αντεπίθεση για να μειώσει στη διαφορά και όχι να παίζει για να κρατήσει το αποτέλεσμα» προειδοποιεί με νόημα ο Ρότζερ Λέβεντς, επικεφαλής του SPD στο κρατίδιο της Ρηνανίας. Είναι γεγονός ότι σε όλες τις δημοσκοπήσεις οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν καθηλωθεί στο 14-15% έναντι 24% που έλαβαν στις εκλογές του 2017, για να μην θυμηθούμε το 40,9% που είχε οδηγήσει τον Γκέρχαρντ Σρέντερ στην εξουσία το 1998, επισφραγίζοντας το πολιτικό τέλος του Χέλμουτ Κολ.
Όλα έγιναν σωστά. Ή μήπως όχι;
Κι όμως, οι Σοσιαλδημοκράτες έκαναν τα πάντα σωστά ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν, Ήδη από τον Αύγουστο του 2020, πριν από οποιοδήποτε άλλο κόμμα, επέλεξαν ως υποψήφιο τον Όλαφ Σολτς, ώστε να δώσουν τη δυνατότητα στους πολίτες να ενημερωθούν για τον υποψήφιο καγκελάριο, αλλά και να μην επισκιάζεται η καμπάνια για την αντιμετώπιση της πανδημίας από κομματικές σκοπιμότητες. Στη συνέχεια ζήτησαν από όλα τα μέλη του κόμματος να συμμετάσχουν στην τελική διαμόρφωση του πολιτικού προγράμματος για τις εκλογές. Σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα του SPD Λαρς Κλίνγκμπαιλ περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι κατέθεσαν γραπτώς τις προτάσεις τους. Το επίσημο έναυσμα για τον προεκλογικό αγώνα έδωσε το έκτακτο ψηφιακό συνέδριο του SPD την Κυριακή, στο οποίο οι 600 σύνεδροι επιβεβαίωσαν και τυπικά την υποψηφιότητα Σολτς, ενώ ο ίδιος ο υποψήφιος είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει αναλυτικά τις θέσεις του, εστιάζοντας κυρίως στην οικονομία, την κοινωνική πολιτική, την εκπαίδευση.
«Ασφαλώς παρακολουθώ τις δημοσκοπήσεις» λέει ο Λαρς Κλίνγκμπαιλ στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (DPA) και παραδέχεται ότι το SPD πρέπει να ανεβάσει ταχύτητα μέχρι τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Επισημαίνει όμως και κάτι άλλο: Τρεις φορές τα τελευταία δύο χρόνια υποψήφιοι του SPD πέτυχαν σημαντικές νίκες σε τοπικό επίπεδο, κερδίζοντας όχι μόνο την πρωθυπουργία, αλλά και ποσοστά μεγαλύτερα από αυτά που τους απέδιδαν οι δημοσκοπήσεις. Πρόκειται για την Μαλού Ντρέγιερ στη Ρηνανία-Παλατινάτο τον Μάρτιο, τον Πέτερ Τσέντσερ στο Αμβούργο το 2020 και τον Ντίτμαρ Βόιντκε στο Βρανδεμβούργο το 2019. Γιατί να μη συμβεί το ίδιο με τον Όλαφ Σολτς στις κρίσιμες εκλογές του Σεπτεμβρίου;
Υποψήφιος με κατάρτιση
Πολλοί θυμούνται μία ασυνήθιστη φωτογραφία της Αναλένα Μπέρμποκ να κάνει …κατακόρυφο, απαντώντας με τον δικό της τρόπο στην ερώτηση δημοσιογράφου, εάν θεωρεί ότι έχει τα προσόντα για την καγκελαρία. Από την πλευρά του ο Όλαφ Σολτς πάντα θεωρούσε πως έχει τα προσόντα για την καγκελαρία. Το επαναλαμβάνει ο ίδιος στις συνεντεύξεις του, κι ας γνωρίζει ότι έχει το χάρισμα ενός …λογιστή. Αλλά σε τελική ανάλυση αυτή ακριβώς είναι η ελπίδα των Σοσιαλδημοκρατών: Θεωρούν ότι οι ψηφοφόροι αριστερά του Κέντρου θα ξαναζυγίσουν τα πράγματα και θα κρίνουν ότι εν μέσω κρίσης η χώρα χρειάζεται περισσότερο έναν έμπειρο λογιστή, παρά μία χαρούμενη γυμνάστρια. «Πείρα, σοβαρότητα, αποφασιστικότητα» είναι οι ιδιότητες που ο γενικός γραμματέας του SPD Λαρς Κλίνγκμπαιλ αποδίδει στον Όλαφ Σολτς. Η αλήθεια είναι ότι σε νεότερη δημοσκόπηση για το πρώτο κανάλι της γερμανικής τηλεόρασης (ARD) οι ψηφοφόροι αναγνωρίζουν ότι ο Σολτς έχει περισσότερες ηγετικές ικανότητες από την Μπέρμποκ ή τον Λάσετ. Ωστόσο εξακολουθούν να θεωρούν την Μπέρμποκ όχι μόνο πιο «συμπαθή», αλλά και πιο «αξιόπιστη».
Μήπως θα πρέπει οι σοσιαλδημοκράτες να υιοθετήσουν μία πιο επιθετική στάση; Την εποχή που το στρατόπεδο της Κεντροδεξιάς έριζε για το χρίσμα, με τον Βαυαρό πρωθυπουργό Ζέντερ να επιχειρήσει να παραγκωνίσει τον εκλεκτό του κομματικού συνεδρίου Λάσετ, το SPD προτιμούσε να μην σχολιάσει τις εξελίξεις. Στελέχη όπως ο Ρότζερ Λέβεντς δήλωναν στην εφημερίδα Süddeutsche Zeitung ότι το SPD ουσιαστικά είναι απών από την έναρξη του προεκλογικού αγώνα. Ο Όλαφ Σολτς ακούει με προσοχή, αλλά δεν συναινεί στην τακτική της όξυνσης. «Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει μία νευρικότητα στο κόμμα», λέει, «αλλά με επιθέσεις στον πολιτικό αντίπαλο δεν πρόκειται να κερδίσουμε ούτε μία ποσοστιαία μονάδα».
Η στρατηγική Σολτς επενδύει σε προεκλογικές υποσχέσεις για τους εργαζόμενους και για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Οδηγοί, νοσηλευτές, ταμίες στο σούπερ μάρκετ, χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι θα πρέπει να πεισθούν ότι το SPD έχει το προεκλογικό πρόγραμμα που τους ταιριάζει. Μεταξύ άλλων ο υπουργός Οικονομικών υπόσχεται ελάχιστο ωρομίσθιο δώδεκα ευρώ και περισσότερα χρήματα για τους εργαζόμενους στον κλάδο της υγείας. Αλλά με ποιους θέλει να κυβερνήσει ο Όλαφ Σολτς; Το σίγουρο είναι ότι δεν θέλει να συνεχίσει το σημερινό μοντέλο συγκυβέρνησης με δευτερεύοντα ρόλο απέναντι στους Χριστιανοδημοκράτες. Από κει και πέρα τίποτα δεν αποκλείεται. Δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να δηλώσει εκ των προτέρων αν δέχεται να παραμείνει αντικαγκελάριος υπό την Αναλένα Μπέρμποκ; Ούτε και σε αυτό υπάρχει αφής απάντηση.
Τερέζα Μουνχ, Μπαζίλ Βέγκενερ (DPA)
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου