«Τα 9 ψέματα της ΝΔ για το εργασιακό, που φέρνουν κατάργηση 8ώρου και μειώσεις μισθών», αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ, σχετικά με το εργασιακό νομοσχέσιο της κυβέρνησης.
Οκτάωρο
Αναφορικά με την κατάργηση του οκταώρου, η κυβέρνηση έχει τονίσει πως «η όλη συζήτηση περί κατάργησης του 8ώρου είναι μια ανόητη συζήτηση. Αυτό θα φανεί ακόμη περισσότερο από την ειδική διάταξη που θα υπάρχει στο νομοσχέδιο και η οποία θα κατοχυρώνει όχι μόνο το 8ωρο, αλλά και το 40ωρο και το 5ήμερο την εβδομάδα».
Η αλήθεια, σύμφωνα με την Κουμουνδούρου, είναι ότι «το νόμιμο ωράριο εργασίας δεν χρήζει καμίας επιπλέον κατοχύρωσης από την κυβέρνηση της ΝΔ. Καθορίζεται ήδη από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Το πλήρες νόμιμο ωράριο του εργαζομένου ανέρχεται στις 40 ώρες την εβδομάδα, εδώ και περισσότερα από 100 χρόνια και δεν επιτρέπεται με ατομική σύμβαση εργασίας, να καθορίζεται ανώτερο ωράριο απ’ αυτό. Η κυβέρνηση κοροϊδεύει μόνο τον εαυτό της».
Διευθέτηση χρόνου εργασίας
Ως προς τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι «είναι νόμος του κράτους εδώ και 30 χρόνια (ν. 1892/1990). Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, ίσχυε και επί διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Ποιος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που θα απαγορεύσει την τετραήμερη εργασία;».
«Πράγματι», απαντά ο ΣΥΡΙΖΑ, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, ισχύει στην Ελλάδα όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, εδώ και δεκαετίες. «Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι o νόμος (ν.3986/2011) στην Ελλάδα, ακόμα και κατά την περίοδο των μνημονίων, ουδέποτε προέβλεψε τη ρύθμιση του χρόνου εργασίας (διευθέτηση), με ατομική σύμβαση μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη, αλλά αποκλειστικά με συλλογική συμφωνία, αναγνωρίζοντας την ανισότητα στην διαπραγματευτική ισχύ, ανάμεσα στον εργαζόμενο μόνο του και τον εργοδότη».
Υπερωρίες
Για τις υπερωρίες, η κυβέρνηση λέει πως «όχι μόνο δεν καταργούνται με το νομοσχέδιο, αλλά ενισχύονται. Αυξάνουμε τις επιτρεπόμενες υπερωρίες, στις 150 ώρες το μέγιστο, που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Συνεπώς, τα περί κατάργησης των υπερωριών δεν ισχύουν παρά μόνο στη φαντασία του ΣΥΡΙΖΑ».
«Με την κατακόρυφη αύξηση του πλαφόν των νόμιμων υπερωριών», τονίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, «οι επιχειρήσεις θα έχουν στη διάθεσή τους ένα απέραντο «ωκεανό» φτηνών υπερωριών. Ενώ με το υφιστάμενο πλαίσιο δίνεται προσαύξηση 40% στις υπερωρίες μέχρι τα ισχύοντα όρια, με τις νέες ρυθμίσεις, επεκτείνεται η χορήγηση μειωμένης προσαύξησης για τους εργαζόμενους και άρα προκαλείται ξεκάθαρη μείωση αποδοχών! Οι μεγάλες κυρίως επιχειρήσεις, θα μπορούν εύκολα και κυρίως φτηνά, να απασχολούν τους εργαζόμενους επιπλέον του ωραρίου τους, με ελάχιστο κόστος. Έτσι, όχι απλά οι εργαζόμενοι θα δουλεύουν 10ωρο, αλλά και 12ώρο με μισθούς πείνας. Παράλληλα, οι 1.000.000 άνεργοι της χώρας μάταια θα περιμένουν να προσληφθούν στις «καλά αμειβόμενες» θέσεις εργασίας που έταζε ο κ. Μητσοτάκης προεκλογικά. Για ποιο λόγο να κάνει νέες προσλήψεις μια επιχείρηση, όταν έχει την δυνατότητα να υπερ – εκμεταλλεύεται νόμιμα, τους υπάρχοντες εργαζόμενους;».
Επιπλέον, η κυβέρνηση υποστηρίζει πως «με την αύξηση των υπερωριών δεν δημιουργούνται εξαντλητικές συνθήκες εργασίας για τους εργαζόμενους, ενώ διασφαλίζονται παράλληλα οι απολαβές τους».
Η αλήθεια είναι, αναφέρει η αξιωματική αντιπολίτευση, ότι «όλοι οι φορείς που ασχολούνται με την Υγεία και Ασφάλεια στην εργασία, διαπιστώνουν ότι τα περισσότερα εργατικά ατυχήματα λαμβάνουν χώρα στο τέλος του ωραρίου των εργαζομένων, λόγω φυσικής κόπωσης. Αυτά συμβαίνουν ήδη σε συνθήκες νομοθετημένου 8ώρου. Αλήθεια, τι θα συμβεί στην περίπτωση που νομοθετηθεί το 10ωρο και το 12ώρο και οι φτηνές και απλήρωτες υπερωρίες;».
Απολύσεις
Για το μείζον θέμα των απολύσεων, η κυβέρνηση έχει πει: «Σε αντίθεση με τα fake news του ΣΥΡΙΖΑ περί κύματος απολύσεων, εμείς διευρύνουμε το φάσμα προστασίας από τις απολύσεις. Και κάθε ρύθμιση του νομοσχεδίου για τις απολύσεις θα είναι εναρμονισμένη με αυτά που ισχύουν στις πιο προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες».
Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ υπενθυμίζει πως η κυβέρνηση, αμέσως μετά τις εκλογές του 2019, «απελευθέρωσε τις απολύσεις με την κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης που είχε θεσπίσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα, φαίνεται ότι η κυβέρνηση ετοιμάζει το τελειωτικό χτύπημα στους εργαζόμενους, θεσπίζοντας την εναλλακτική «λύση» της αποζημίωσης, αντί της υποχρεωτικής επαναπρόσληψης, σε περίπτωση παράνομης ή καταχρηστικής απόλυσης».
Και διευκρινίζει πως «το νομοσχέδιο προβλέπει ότι ο εργαζόμενος, χάνει το δικαίωμα στη θέση εργασίας του οριστικά και ο εργοδότης, υποχρεούται να καταβάλλει ορισμένους μόνο μισθούς υπερημερίας (ως αστική ποινή), σε περίπτωσης άκυρης απόλυσης και μόνο, αν το επιτρέπει η οικονομική κατάσταση της επιχείρησης! Σήμερα, ο εργαζόμενος, σε περίπτωση παράνομης ή καταχρηστικής απόλυσης, έχει το δικαίωμα να προσφύγει δικαστικά και να απαιτήσει την επιστροφή του στη δουλειά, υποχρεώνοντας τον εργοδότη να καταβάλλει μισθούς υπερημερίας, συνήθως πολλών ετών. Με την προωθούμενη διάταξη, οι απολύσεις διευκολύνονται, απελευθερώνονται, γίνονται ανεξέλεγκτες, ξηλώνεται το δίκαιο της καταγγελίας και πέφτει το τελευταίο οχυρό της μισθωτής εργασίας, η προστασία από την απόλυση.
«Με άλλη ρύθμιση», προσθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ, «δίνεται η δυνατότητα στον εργοδότη να σταματήσει την ακυρότητα της απόλυσης, αν αυτή συντελέστηκε – για παράδειγμα – για μη καταβολή αποζημίωσης ή δεν τηρήθηκε ορθά ο τύπος. Αίρεται, συνεπώς, η θεμελιώδης υποχρέωση του εργοδότη, σε περίπτωση απόλυσης, να τηρήσει τον έγγραφο τύπο και να καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Πρόκειται για πλήρη απελευθέρωση των απολύσεων, σε συνθήκες πανδημίας και οξείας οικονομικής κρίσης.
Συνδικαλισμός και απεργία
Ως προς την «υπονόμευση του συνδικαλισμού και του δικαιώματος της απεργίας», όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση, η κυβέρνηση υποστηρίζει πως «στόχος του νομοσχεδίου είναι απλώς να θεσπιστούν κανόνες διαφάνειας για τη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, προκειμένου οι όποιες αποφάσεις να μη λαμβάνονται από οργανώσεις-σφραγίδες».
Η αλήθεια, κατά την Κουμουνδούρου, είναι πως το νομοσχέδιο «θα προβλέπει τον αποκλεισμό των συνδικάτων από την συλλογικές συμβάσεις, αν δεν τηρηθούν γραφειοκρατικές διατυπώσεις. Επιχειρείται η χειραγώγηση και το φακέλωμα των συνδικάτων, η επιβολή της εξ αποστάσεως ψηφοφορίας, η ποινικοποίηση και ο περιορισμός του δικαιώματος της απεργίας, ακόμα και με διώξεις απεργών, ενώ αίρεται και η θεμελιώδης προστασία των εκπροσώπων των εργαζομένων από απολύσεις».
Δουλειά τις Κυριακές
Για τη δουλειά τις Κυριακές, η κυβέρνηση έχει πει ότι «στην Ευρώπη δεν υπάρχουν καθόλου αντίστοιχες με τις δικές μας απαγορεύσεις για τις Κυριακές, καθιστώντας την Ελλάδα τη χώρα με τη μεγαλύτερη προστασία της κυριακάτικης αργίας μεταξύ των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, υποστηρίζει ότι «η κυβέρνηση καταργεί την κυριακάτικη αργία για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους. Συγκεκριμένα, η ρύθμιση θα προβλέπει ότι, επιτρέπεται να λειτουργούν τις Κυριακές, οι φαρμακαποθήκες, η εφοδιαστική αλυσίδα (logistics), τα κέντρα κοινών υπηρεσιών (shared services centers), τα κέντρα δεδομένων (datacenters) κ.λπ. Επίσης, η ρύθμιση θα προβλέπει ότι κατόπιν άδειας του ΣΕΠΕ δύναται να επιτραπεί η λειτουργία και άλλων επιχειρήσεων και η απασχόληση του προσωπικού κατά τις Κυριακές και τις αργίες».
Και καταλήγει πως, παρά την εκπεφρασμένη διαφωνία και των εργαζομένων, αλλά και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για άνοιγμα των επιχειρήσεων τις Κυριακές, «η κυβέρνηση συνεχίζει να εξυπηρετεί τους μεγάλους ομίλους, εφαρμόζοντας νέες αντικοινωνικές πολιτικές».
Τηλεργασία
Αναφορικά με την τηλεργασία, η κυβέρνηση λέει πως με το νομοσχέσιο ρυθμίζεται η τηλεργασία «θεσπίζοντας το «δικαίωμα αποσύνδεσης». Το δικαίωμα δηλαδή του εργαζόμενου να μην απαντά σε κλήσεις και μηνύματα του εργοδότη πέραν του συμφωνημένου ωραρίου. Προστατεύουμε έτσι την οικογενειακή και προσωπική του ζωή».
«Είναι πράγματι προκλητικό», επισημαίνει η Κουμουνδούρου, «η κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι προστατεύει την τηλεργασία, τη στιγμή που ακόμα δεν έχει στεγνώσει το μελάνι από την υπογραφή των ευρωβουλευτών της ΝΔ, οι οποίοι σε σχετική ψηφοφορία στο Ευρωκοινοβούλιο, ψήφισαν κατά της άμεσης κατοχύρωσης του «δικαιώματος στην αποσύνδεση» για τους τηλεργαζόμενους. Είναι επίσης πολιτικά προκλητικό να εμφανίζεται ως υπερασπιστής των εξ αποστάσεως εργαζομένων, όταν μετά από 14 μήνες πανδημίας και έξαρσης της αυθαιρεσίας, δεν έχει φέρει στοιχειώδεις ρυθμίσεις στη Βουλή για την τηλεργασία
Και προσθέτει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταθέσει προτάσεις για τη ρύθμιση της τηλεργασίας, εδώ και περίπου ένα χρόνο. Συγκεκριμένα, «την υποχρέωση ηλεκτρονικής καταγραφής στο ΕΡΓΑΝΗ του χρόνου εργασίας, ώστε κάθε ώρα δουλειάς από το σπίτι να αμείβεται, το δικαίωμα στην αποσύνδεση (καμία υποχρέωση του εργαζομένου να απαντάει σε εταιρικά emails εκτός χρόνου εργασίας), θέσπιση επιδόματος τηλεργασίας για κάλυψη εξόδων, όπως ρεύμα, internet και την χρήση κάμερας, μόνο αν είναι αιτιολογημένη για τις ανάγκες της εργασίας».
Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας
Αναφορικά με την ψηφιακή κάρτα εργασίας, η κυβέρνηση τονίζει ότι το νέο νομοσχέδιο «διασφαλίζει ακόμη περισσότερο τα δικαιώματα των εργαζομένων και συγκεκριμένα την καταγραφή του χρόνου εργασίας και των υπερωριών, ούτως ώστε να μην «κλέβουν» οι εργοδότες τους εργαζόμενους και άρα να τους πληρώνουν πλήρως τις υπερωρίες τους. Αυτό επιτυγχάνεται με την εισαγωγή της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας».
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει πως η δική του κυβέρνηση «με τη θέσπιση της ηλεκτρονικής προαναγγελίας της υπερωρίας και της υπερεργασίας, κατάφερε να δηλωθούν για πρώτη φορά 6 εκατ. ώρες υπερεργασίας που, μέχρι τότε, ούτε δηλώνονταν, ούτε πληρώνονταν. Κατάφερε δηλαδή περαιτέρω αύξηση των μισθών των εργαζομένων».
Και επισημαίνει ότι η ΝΔ «στον αντίποδα, υποβάθμισε το ΣΕΠΕ και ανέστειλε την προαναγγελία στην τροποποίηση ωραρίου και στις υπερωρίες. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2017, συστημική τράπεζα πλήρωσε 1,6 εκατ. πρόστιμο για απλήρωτες υπερωρίες. Η πρώτη παρέμβαση που έκανε η ΝΔ στο υπουργείο Εργασίας ήταν να μειώσει το ύψος των προστίμων. Σήμερα, για την ίδια παράβαση, η ποινή θα ήταν 109.000 ευρώ. Η μείωση του ύψους των προστίμων, μαζί με την υποβάθμιση του ΣΕΠΕ, έδωσε εξαρχής σήμα ότι η ΝΔ στηρίζει την εργοδοτική ανομία. Άρα, ο μηχανισμός ελέγχου υπήρχε και η Νέα Δημοκρατία τον ξήλωσε. Οπότε για ποια διασφάλιση των εργαζομένων μιλάει; Δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν μπορεί λοιπόν να εμπνεύσει καμία εμπιστοσύνη στους εργαζόμενους και στην κοινωνία, ότι έχει την ειλικρινή πρόθεση να καταπολεμήσει τη γενικευμένη αυθαιρεσία, που προκάλεσαν οι πολιτικές της. Ως γνωστόν, «δεν μπορείς να βάλεις το λύκο να φυλάει τα πρόβατα»».
Για τα Fake news
Τέλος, ως προς τα «fake news», για τα οποία κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ η κυβέρνηση και η κυβερνητική εκπρόσωπος, όπως υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση της Κουμουνδούρου, «η αλήθεια είναι ότι ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης, με δημόσιες παρεμβάσεις του και, καθημερινά ο κ. Χατζηδάκης, δηλώνουν την πρόθεσή τους να θεσπίσουν την ατομική σύμβαση και να αλλάξουν τον συνδικαλιστικό νόμο 1264/82. Εξάλλου, πρόσφατα ο κ. Τσακλόγλου δήλωσε ότι δεν έχουν λόγο να παρεμβαίνουν οι συνδικαλιστές στη σχέση εργαζόμενου – εργοδότη. Εξάλλου, η έκθεση Πισσαρίδη αναφέρει ως βασική επιδίωξη των «μεταρρυθμίσεων» την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την ελαστικοποίησή της, καθώς και την ανάγκη διατήρησης του κατώτατου μισθού σε χαμηλά επίπεδα για λόγους ανταγωνιστικότητας».
Η αλήθεια είναι, τονίζει η αξιωματική αντιπολίτευση, «ότι την ώρα που στην υπόλοιπη Ευρώπη προωθείται η μείωση ωρών απασχόλησης χωρίς μείωση μισθών, ενισχύονται οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, διευρύνονται οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, την ώρα που τα κράτη παρεμβαίνουν προστατευτικά υπέρ των εργαζομένων, για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της πανδημίας, την ώρα που η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους αναδεικνύεται σε πυλώνα της κοινωνικής συνοχής, η κυβέρνηση «επιμένει μνημονιακά» καταργώντας το 8ωρο και νομοθετώντας την απλήρωτη δουλειά».
Η συνέχεια θα είναι πιο μαχητική
Και καταλήγει ότι στη μεγάλη Πρωτομαγιάτικη απεργιακή συγκέντρωση, «δόθηκε ένα πρώτο ισχυρό μήνυμα από τον κόσμο της εργασίας», προειδοποιώντας πως «η συνέχεια θα είναι πιο αγωνιστική, πιο μαχητική, με τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία στο πλευρό του εργαζόμενου λαού, ώστε το αντεργατικό νομοσχέδιο να μην έρθει, και εφόσον η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδιώξει να το επιβάλλει, να καταψηφιστεί στη Βουλή και στη συνείδηση της κοινωνίας».