Η Τουρκία δεν απομακρύνεται από τη Δύση, αλλά στρέφεται στον εαυτό της, σε μια νοσταλγία ονειρεμένου μεγαλείου και επιθυμεί παράλληλα «να σκίσει» τις διεθνείς Συνθήκες που έχουν ορίσει το status quo στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο, υπογραμμίζει στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» ο Μισέλ Φουσέ.
Ο διάσημος γάλλος αναλυτής της γεωπολιτικής, που θα συμμετάσχει στο Delphi Economic Forum που θα πραγματοποιηθεί μεταξύ 10-15 Μαΐου, παραδέχεται ότι ο όρος «κατευνασμός» αποτελεί μια λογική επιλογή για τη Γερμανία έναντι της Τουρκίας – μία επιλογή που ασκεί ισχυρή επιρροή σε όλη την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ).
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα μπορεί να διαδραματίσει έναν κομβικό ρόλο και να αντισταθεί στον τουρκικό αναθεωρητισμό, προβάλλοντας το δικό της αφήγημα.
«Αυτό που αποκαλούμε επιστροφή του έθνους-κράτους είναι, για να το πούμε ορθότερα, μια νέα συνειδητοποίηση της απόλυτης ανάγκης προστασίας των πολιτών, που αποτελεί το βασικό καθήκον του κρατικού μηχανισμού»
Η πανδημία του κορωνοϊού φαίνεται να έχει θέσει υπό αμφισβήτηση την υπόθεση ότι η παγκοσμιοποίηση είναι «ανίκητη» και ανεπίστρεπτη. Συμφωνείτε με αυτή τη θέση; Επιστρέφει το έθνος-κράτος ή πρόκειται για μια υπερβολική θέση;
«Οπωσδήποτε συμφωνώ ότι η παγκοσμιοποίηση έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ανακαλύψαμε την υπερβολική εξάρτηση στις εφοδιαστικές αλυσίδες και σε προϊόντα στρατηγικής σημασίας, όπως στον τομέα της υγείας. Και αυτό που αποκαλούμε επιστροφή του έθνους-κράτους, το οποίο παρεμπιπτόντως ουδέποτε εξαφανίστηκε, καθώς πρέπει να παρατηρήσουμε τι συμβαίνει στην Κίνα και στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι, για να το πούμε ορθότερα, μια νέα συνειδητοποίηση της απόλυτης ανάγκης προστασίας των πολιτών, που αποτελεί το βασικό καθήκον του κρατικού μηχανισμού. Αυτά είναι καλά νέα, καθώς αναδεικνύει την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής και της κουλτούρας επί της οικονομίας».
Πώς θα μοιάζει η γεωπολιτική μετά την COVID-19; Εχουμε επισήμως εισέλθει σε έναν σινοαμερικανικό Ψυχρό Πόλεμο και πώς θα μοιάζει αυτός; Πώς αυτή η μετατόπιση προσοχής και ισχύος προς την περιοχή της Ασίας – Ειρηνικού θα επηρεάσει τη σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών με την Ευρώπη;
«Μια πιθανή απάντηση στο πρώτο σας ερώτημα είναι: θα μοιάζει όπως και σήμερα, ίσως προς το χειρότερο, αν λάβετε υπόψη τη θορυβώδη επαναβεβαίωση του παιχνιδιού ισχύος από αναθεωρητικά και επεκτατικά κράτη, που αναζητούν περιοχές επιρροής, όπως και στον 19ο αιώνα. Δεν θεωρώ ότι η αναφορά σε Ψυχρό Πόλεμο είναι ακριβής, δεδομένου του υψηλού επιπέδου αλληλεξάρτησης της κινεζικής και της αμερικανικής οικονομίας. Οι επονομαζόμενες GAFA (πρόκειται για τους τέσσερις αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς, Google, Amazon, Facebook, Apple) έχουν ανάγκη την κινεζική αγορά και τα εργοστάσια παραγωγής και συναρμολόγησης. Οι κινεζικές εταιρείες χρειάζονται πρόσβαση στην κυριότερη αγορά τους, συνολικού ύψους περίπου 480 δισεκατομμυρίων δολαρίων, στις προηγμένες τεχνολογίες, στα πανεπιστήμια, στο αμερικανικό δολάριο και σε επενδύσεις στις χρηματοπιστωτικές εταιρείες της Γουόλ Στριτ. Επομένως, όπως και η Ευρώπη, η Κίνα είναι για τις ΗΠΑ τρία πράγματα: ένας εταίρος στα παγκόσμια ζητήματα (κλίμα, ίσως η υγεία, εμπορικοί κανόνες), ένας ανταγωνιστής (στην οικονομία και σε εναλλακτικές νόρμες διακυβέρνησης) και ένας συστημικός αντίπαλος. Η θέση της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει ουσιαστικά «οπισθογραφηθεί» από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν είμαι όμως βέβαιος ότι εμείς, οι Ευρωπαίοι, θα έπρεπε να αποδεχόμαστε να ευθυγραμμιζόμαστε σε όλα με τους Αμερικανούς. Δεν μοιραζόμαστε τα ίδια συμφέροντα».
Είμαι βέβαιος ότι παρακολουθείτε στενά τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και τη συμπεριφορά της Τουρκίας. Η Τουρκία προσπαθεί να μετασχηματιστεί από μια χερσαία δύναμη σε μια θαλάσσια δύναμη, προωθώντας το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Πώς εξηγείτε την επεκτατική και αναθεωρητική της στρατηγική και ποιοι είναι οι βασικοί στόχοι της; Επιθυμεί να αλλάξει το περιφερειακό status quo και τις διεθνείς συνθήκες στις οποίες αυτό βασίζεται;
«Η Αγκυρα έχει κατανοήσει ότι η παγκοσμιοποίηση διεξάγεται κυρίως μέσω των θαλασσίων οδών. Το ζήτημα δεν αφορά το πετρέλαιο και τους υδρογονάνθρακες, υπάρχουν ελάχιστα κοιτάσματα στο βόρειο κομμάτι της Ανατολικής Μεσογείου και τα περισσότερα βρίσκονται κοντά στο Δέλτα του Νείλου. Η Αγκυρα επιθυμεί να σκίσει τις Συνθήκες, κυρίως με την Ελλάδα, αλλά επίσης με τη Συρία, το οποίο έχει εν μέρει επιτευχθεί, με την Αρμενία, με το Ιράκ, ακόμη και με το Ιράν – σχετικά με τις κουρδικές περιοχές. Πραγματικά, υπάρχει ένα μεγάλο διακύβευμα για την Ελλάδα που μπορεί να βασιστεί στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Ο δε παλιός ανταγωνισμός του Τσάρου με τον Σουλτάνο αναδύεται ξανά, από τη Συρία ως τη Λιβύη, στον Καύκασο, στην Κύπρο, στη Μαύρη Θάλασσα. Σε αυτή την κλίμακα η Τουρκία, η οποία παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ, θα μπορούσε να συμπεριφερθεί ως αντίβαρο στη Ρωσία, όπως φαίνεται στην Ουκρανία. Και από την οπτική των Βρυξελλών, μια σχέση εργασίας με την Αγκυρα αποτελεί μία αναγκαιότητα – υπάρχουν η τελωνειακή ένωση και οι επενδύσεις, η μετανάστευση και η σταθερότητα στα Βαλκάνια».
Απομακρύνεται η Τουρκία από τη Δύση και προσεγγίζει πιο αυταρχικά καθεστώτα, όπως η Ρωσία και η Κίνα; Εχει η Δύση την πολυτέλεια «να τη χάσει»; Και τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο για τον ρόλο που παίζει η Ελλάδα σε μια περιοχή υψηλής στρατηγικής σημασίας;
«Η Τουρκία δεν απομακρύνεται από τη Δύση. Στρέφεται στον εαυτό της, σε μια νοσταλγία μεγαλείου (grandeur) και προς πολλές αντιφατικές κατευθύνσεις. Η ηγεσία του σουνιτικού κόσμου και οι διεκδικήσεις επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ταιριάζουν μαζί. Η ιδιότητα του μέλους του ΝΑΤΟ και η αγορά των S-400 από τη Ρωσία δεν έχουν συνοχή για την Αγκυρα. Η ισχυρή αλληλεπίδραση με την ΕΕ και πρωτίστως με τη Γερμανία δεν δίνει όμως το δικαίωμα για τη χρηματοδότηση τεμενών στο Στρασβούργο της Γαλλίας υπό τουρκική θρησκευτική επιρροή. Αυτή η προσέγγιση προς πολλαπλές κατευθύνσεις δεν οδηγεί πουθενά. Και σήμερα, όπως και στον 18ο αιώνα, οι αντικειμενικοί στόχοι συγκρούονται με αυτούς της Ρωσίας στη Μεσόγειο Θάλασσα και στον Καύκασο και με εκείνους της Κίνας στην Κεντρική Ασία και στη Μέση Ανατολή. Παρατηρούμε την επιστροφή σε ένα παιχνίδι περιφερειακών δυνάμεων. Κοιτάξτε τι συμβαίνει στη Συρία όπου οι προσπάθειες της Δύσης παραμένουν κενές, με την εξαίρεση της αντιμετώπισης του Ισλαμικού Κράτους. Εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να αποδεχθούμε τη νέα πραγματικότητα. Κάθε βιώσιμη διευθέτηση θα προϋποθέτει κάποιου είδους συμφωνία ανάμεσα σε Τεχεράνη, Αμπου Ντάμπι, Ριάντ, Ιερουσαλήμ, Αγκυρα και ίσως τη Μόσχα ως περιφερειακό δρώντα. Η Ελλάδα έχει έναν εμφανή κομβικό ρόλο, με τους κύριους συμμάχους της, ιδιαίτερα τη Γαλλία, μαζί με την ΕΕ και την Ατλαντική Συμμαχία. Στηριζόμενη σταθερά στις αρχές της, η Ελλάδα μπορεί να αντισταθεί σε κάθε είδους εδαφικό αναθεωρητισμό, ασκώντας ικανή διπλωματία, τόσο διακριτική όσο και δημόσια, καθώς η προώθηση της δικής της εξωτερικής εικόνας και του αφηγήματός της σε συγκρουσιακά ζητήματα αποτελεί ζήτημα εθνικής κυριαρχίας».
Γιατί βλέπουμε μια τόσο συγκρατημένη και επιφυλακτική πολιτική από συγκεκριμένα κράτη-μέλη της ΕΕ και ιδιαίτερα τη Γερμανία έναντι της Τουρκίας; Ορισμένοι μιλούν για κατευνασμό. Εσείς τι πιστεύετε;
«Η Γερμανία έχει την εξωτερική πολιτική των βιομηχανιών της, τον παλαιό και μόνιμο μερκαντιλισμό (Handelspolitik). Πάρτε ως παράδειγμα την πρόσφατη εμπορική συμφωνία με την Κίνα, που οριστικοποιήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2020, η οποία επιβλήθηκε από το Βερολίνο μόλις μία ημέρα πριν από το τέλος της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ. Μπορούμε να παρατηρήσουμε την ίδια κατάσταση με την Τουρκία με μια ειδικότερη πτυχή, την ύπαρξη μιας τεράστιας τουρκικής διασποράς στη Γερμανία (που υποστηρίζει το ΑΚΡ, το κόμμα του Ερντογάν) και την παρουσία περίπου ενός εκατομμυρίου γερμανών πολιτών τουρκικής καταγωγής, δύο εκ των οποίων μάλιστα αποτελούν επιφανείς επιστήμονες στη μάχη κατά του κορωνοϊού – οι Ουγκούρ Σαχίν και Οζλέμ Τουρετζί, ιδρυτές της εταιρείας BioNTech, η οποία έχει αναπτύξει την αποτελεσματική τεχνολογία mRNA για το εμβόλιο κατά της COVID-19). Αυτός είναι ένας βαθύς εσωτερικός παράγοντας μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας, υπάρχουν περισσότερες από 5.000 εταιρείες στην Τουρκία και η Γερμανία αποτελεί τον πρώτο εμπορικό εταίρο της Τουρκίας. Επομένως, ο όρος «κατευνασμός» αποτελεί μια λογική επιλογή για τη Γερμανία με ισχυρή επιρροή σε όλη την πολιτική της ΕΕ».