Με τον νόμο 4622/2019 για το επιτελικό κράτος θεσπίστηκε η Επιτροπή Αξιολόγησης Ποιότητας Νομοπαρασκευαστικής Διαδικασίας, σύμφωνα με τα πρότυπα που ισχύουν σε άλλες χώρες. Στην Επιτροπή συμμετέχουν οι καθηγητές Νομικής κ.κ. Σ. Βλαχόπουλος (πρόεδρος), Δ. Κιούπης και Ζ. Τσολακίδης, η σύμβουλος του ΣτΕ κυρία Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, οι οικονομολόγοι καθηγητές κ.κ. Σ. Βλιάμος, Ν. Μαραβέγιας, Π. Πετράκης, Σ. Καρκαλάκος, Ν. Κυριαζής, ο γενικός γραμματέας Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων καθ. Σ. Κουτνατζής και η νομικός κυρία Χ. Φραγκούλη, που η μακροχρόνια εμπειρία της αποτελεί τη «θεσμική μνήμη» της Επιτροπής.
Η Επιτροπή εξετάζει τα νομοσχέδια, παρουσία εκπροσώπων των υπουργείων, και γνωμοδοτεί δεσμευτικά πριν τα νομοσχέδια κατατεθούν προς ψήφιση στη Βουλή.
Οπως προβλέπεται σε σχετικό εγχειρίδιο που έχει αποσταλεί στα υπουργεία, στόχος είναι το κράτος και το Δημόσιο να γίνουν πιο φιλικά προς τον πολίτη. Τα νομοσχέδια και οι νόμοι όταν ψηφισθούν πρέπει να ακολουθούν συγκεκριμένη δομή και να είναι γραμμένα με τρόπο ώστε να γίνονται κατανοητά από τον απλό πολίτη. Ετσι, οφείλουν να έχουν πινάκια περιεχομένων, τα άρθρα να είναι σωστά δομημένα και σε περίπτωση τροπολογίας παλαιότερων να αναφέρεται ολόκληρο το άρθρο και να συνοδεύονται από ανάλυση συνεπειών ρύθμισης που να εξηγεί τι προσπαθεί να επιλύσει το νομοσχέδιο και τις γενικότερες επιδιωκόμενες επιπτώσεις, οικονομικές, κοινωνικές κ.λπ.
Η Επιτροπή άρχισε τις εργασίες της τον Μάιο του 2020 και μέχρι τώρα έχει εξετάσει περίπου 25 νομοσχέδια. Ετσι, μπορούν να εντοπισθούν ορισμένα γενικότερα θέματα λειτουργίας της νομοθετικής διαδικασίας αλλά και λειτουργίας γενικότερα της δημόσιας διοίκησης.
Υπάρχει γενικά βελτίωση στη σύνταξη των νομοσχεδίων που όλο και περισσότερο ακολουθούν τις γενικές αρχές που τους έχουν τεθεί.
Παρατηρούνται όμως ακόμα προβλήματα: πρώτον, όταν υπάρχουν συναρμόδια υπουργεία, σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει διάσταση απόψεων και μεταξύ των υπουργείων που δεν έχει λυθεί μέχρι την ώρα της εισαγωγής των νομοσχεδίων στην Επιτροπή.
Δεύτερον, ενώ απαιτείται με βάση τις αρχές της καλής νομοθέτησης, όπως εγγράφονται και στο εγχειρίδιο, να υπάρχουν μετρήσιμοι στόχοι για το θέμα που ρυθμίζει το νομοσχέδιο, ώστε να είναι δυνατή εκ των υστέρων η μέτρηση της αποτελεσματικότητας της ρύθμισης (δηλαδή: ποιος ήταν ο στόχος; Ποιο βαθμό;) με σκοπό τη βελτίωσή τους, αν είναι ανάγκη, αυτά τα μετρήσιμα στοιχεία λείπουν από τα μετρήσιμα σχέδια. Στατιστικά στοιχεία λείπουν συχνά και στο Τμήμα Ανάλυσης Συνεπειών Ρύθμισης, που θα εξηγούσαν το μέγεθος του υπό ρύθμιση θέματος.
Τρίτον, παρατηρείται τάση υπερ-ρύθμισης, νομοσχέδια δηλαδή που προσπαθούν να ρυθμίσουν μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια, ενώ θα μπορούσαν να ρυθμιστούν με απλούστερο τρόπο, π.χ. υπουργική απόφαση. Η Επιτροπή παρεμβαίνει εμφατικά στα θέματα αυτά. Το πρόβλημα προκύπτει επειδή η δημόσια διοίκηση δεν αναλαμβάνει ευθύνη-δράση αν κάτι δεν προβλέπεται ρητά. Η αυτονομία δηλαδή της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά περιορισμένη, σε αντίθεση με άλλες χώρες. Το αποτέλεσμα είναι πολλά νομοσχέδια να είναι πολύ μεγάλα, και ως εκ τούτου μη φιλικά για τον πολίτη. Παράδειγμα, το νομοσχέδιο για τον Οργανισμό του υπουργείου Εξωτερικών αποτελείται από 345 σελίδες και 256 άρθρα.
Τα μέλη της Επιτροπής προσπαθούν να απλοποιούν τις διαδικασίες όσο είναι δυνατόν.
Αλλά το μεγάλο πρόβλημα της λειτουργίας του Δημοσίου, κατ’ εξοχήν πολιτικό θέμα, παραμένει. Το Δημόσιο φαίνεται να λειτουργεί σε δύο ταχύτητες. Στην πρώτη, προχωρεί το ηλεκτρονικό κράτος, με σημαντικές επιτυχίες, όπως την εξαιρετική επιτυχία στους εμβολιασμούς.
Στη δεύτερη, το κράτος φαίνεται να έχει παραμείνει στα μέσα του 20ού αιώνα. Ενα πολύ σοβαρό πρόβλημα που έχουν εντοπίσει πολλοί, όπως η πρόεδρος κυρία Σακελλαροπούλου, ως πρόεδρος του ΣτΕ, είναι πως η δημόσια διοίκηση δεν αναγνωρίζει και δεν διορθώνει μόνη της τα λάθη της, αναγκάζοντας τους πολίτες να προσέρχονται στα διοικητικά (και μερικές φορές στα ποινικά) δικαστήρια όπου δικαιώνονται σε ποσοστό πάνω από 70%. Ετσι, η δημόσια διοίκηση δημιουργεί η ίδια πρόβλημα «υπερφόρτωσης» της δικαιοσύνης, που αποτελεί τελικά πρόβλημα δημοκρατίας.
Θέλοντας να δημιουργήσουμε το Κοινωφελές Ιδρυμα «Κώστας και Αρτεμις Κυριαζή», διαπιστώσαμε τις εξαιρετικά αργές διαδικασίες του Δημοσίου. Η διαδικασία άρχισε το 2017 και δεν έχει ολοκληρωθεί. Τα υπουργεία (π.χ. Οικονομικών και Πολιτισμού) επικοινωνούν μεταξύ τους, στην ψηφιακή εποχή, μέσω συστημένων των ΕΛΤΑ, και παρ’ όλα αυτά, η αλληλογραφία μερικές φορές χάνεται! Η διακίνηση εγγράφων εντός του ίδιου του υπουργείου είναι επίσης εξαιρετικά χρονοβόρα. Χρονομετρώντας τη διακίνηση συγκεκριμένου εγγράφου στο υπουργείο Οικονομικών, διαπιστώσαμε πως από τον συντάκτη του ως τον υφυπουργό κ. Βεσυρόπουλο για υπογραφή χρειάστηκαν 183 ημέρες! Δηλαδή, κατά μέσο όρο 46 μέρες για κάθε ένα από τα τέσσερα επίπεδα που μεσολαβούν. Από τα παραδείγματα αυτά φαίνεται η σπατάλη πόρων (έξοδα π.χ. πληρωμές ΕΛΤΑ και περισσότερος χρόνος) στο Ελληνικό Δημόσιο.
Γι’ αυτό η απλοποίηση διαδικασιών, για την οποία απαιτείται πολιτική βούληση, αποτελεί πρωταρχικό θέμα για την καλή λειτουργία του κράτους.
*Ο κ. Νίκος Κυριαζής είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, αντιπρόεδρος της Επιτροπής Αξιολόγησης.