Και τώρα τι; Είναι το αναπόφευκτο ερώτημα για το πού μπορούν να βαδίσουν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις, μετά την πολύκροτη αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από τον Τζο Μπάιντεν. Μια αναγνώριση που ήλθε να επιβεβαιώσει ότι ο νέος αμερικανός πρόεδρος, σε αντίθεση με τον ανεκδιήγητο προκάτοχό του, αποδίδει πρωταρχική σημασία στον σεβασμό των δημοκρατικών αξιών στις διεθνείς σχέσεις. Γεγονός που σημαίνει ότι δεν βλέπει τον τούρκο πρόεδρο σαν κάποιον με τον οποίο μπορεί εύκολα να συνεργασθεί. Καθώς μάλιστα, πριν από την αναγνώριση της γενοκτονίας, είχε προηγηθεί η έκθεση-καταπέλτης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τη σωρεία παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα αυτή. Και όπως ήταν επόμενο, οι αντιδράσεις στην Αγκυρα υπήρξαν ιδιαίτερα έντονες, βαθαίνοντας έτσι ακόμη περισσότερο το ρήγμα που έχει ανοίξει.
Το βέβαιο είναι πάντως ότι και οι δύο πλευρές θα θελήσουν να αποφύγουν να οδηγηθούν στην πλήρη ρήξη. Οι Αμερικανοί επειδή, παρ’ όλα όσα συμβαίνουν, δεν μπορούν να αγνοήσουν ότι η Τουρκία συνεχίζει να βρίσκεται εκεί που είναι. Να κατέχει δηλαδή τη μοναδική γεωπολιτική της θέση, που την καθιστά σύμμαχο-κλειδί του ΝΑΤΟ. Και ο Ερντογάν, ο οποίος αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα στον οικονομικό τομέα (ενώ βρίσκεται αντιμέτωπος και με τη δίκη της Χάλκμπανκ στις Ηνωμένες Πολιτείες, το γνωστό σκάνδαλο της «διπλωματίας των γαμπρών»), δεν θα ήθελε την περίοδο αυτή να τα σπάσει με τους Αμερικανούς. Γι’ αυτό άλλωστε συμφώνησε στο τηλεφώνημα που του έκανε ο Μπάιντεν να συναντηθεί μαζί του στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο. Οπου ως γνωστόν υπάρχει η πιθανότητα να πραγματοποιηθούν και οι συναντήσεις Μπάιντεν – Μητσοτάκη και Μητσοτάκη – Ερντογάν.
Η αποφυγή της οριστικής ρήξης δεν σημαίνει όμως ότι δεν επικρατεί γενικά την περίοδο αυτή ένα εξαιρετικά αρνητικό κλίμα στα διάφορα κέντρα εξουσίας στην Ουάσιγκτον. Γεγονός που συμβαίνει για πρώτη φορά, καθώς τα προηγούμενα χρόνια οι μόνες φωνές κατά της Τουρκίας προέρχονταν κυρίως από ορισμένα μέλη του Κογκρέσου. Σήμερα, ακόμη και το παραδοσιακά φιλοτουρκικό Πεντάγωνο επέβαλε τις γνωστές κυρώσεις για τους S-400 και απέκλεισε την Τουρκία από το πρόγραμμα των F-35. Θέτοντας παράλληλα το ερώτημα για το πόσο αξιόπιστος μπορεί να θεωρηθεί ένα σύμμαχος που έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με τη Ρωσία και ακολουθεί τη δική του πολιτική στη Συρία, στη Λιβύη και στον Καύκασο. Στο νέο αυτό σκηνικό, όπως είναι επόμενο, ανοίγεται τώρα μια νέα προοπτική για την Ελλάδα να ισχυροποιήσει τη θέση της, ως παράγων σταθερότητας στην περιοχή μας, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τη στήριξη των εθνικών μας θεμάτων.