Το Μεγάλο Σάββατο έφερναν τα αρνιά, ζωντανά. Τα έσφαζαν κάτω από μια συκιά. Μας άφηναν, πέντε χρονών παιδιά, και βλέπαμε. Δεν ξέρω πώς το έκαναν αυτό, δεν ξέρω πώς το κάναμε κι εμείς. Μετά έσκιζαν λίγο το δέρμα στο ένα τους πόδι και φυσούσαν για να φουσκώσει και να γίνει πιο εύκολο το γδάρσιμο. Κανά δυο φορές ορκίστηκα πως δεν θα φάω. Πώς να δικαιολογήσεις μέσα σου τόση φρίκη; Πάντα την επομένη όμως έτρωγα. Δεν γίνεται σε μια απόμερη παραλία γεμάτη κατοίκους της Λιβαδειάς να μην τρως αρνί.
Ρουμελιώτης vegeterian είναι η ντροπή της φυλής. Πώς το έλεγε ο Χάρρυ Κλυνν; «Οταν εσείς ανακαλύπτατε το αρνί εμείς είχαμε ήδη χοληστερίνη!».
Πρωί-πρωί άναβαν μεγάλες φωτιές για να είναι έτοιμη η θράκα κατά τις έντεκα. Τριάντα αρνιά επάνω στα βότσαλα. Μέχρι το καλοκαίρι που ξαπλώναμε στα ίδια βότσαλα για ηλιοθεραπεία, υπήρχαν ακόμη στάχτες. Και μικρά κόκαλα. Αλλά δεν μας ένοιαζε, κι εκεί άρχισαν να μπαίνουν οι πρώτες υποψίες πως ο άνθρωπος είναι τρομερό ζώο.
Από εκείνα τα τεράστια τραπέζια, σίγουρα ζουν λιγότεροι από τους μισούς. Οχι μόνο ανάμεσα στους θείους και τους παππούδες, αλλά ανάμεσα και στα παιδιά που ήμαστε τότε πέντε και έξι χρονών. Η παραλία έχει παραμείνει απίστευτα ίδια. Χωνεύει με την ίδια αδιαφορία όλα τα κόκαλα, δεν δίνει καμία σημασία τίνος είναι…
Δευτέρα του Πάσχα έβγαιναν για ψάρεμα. Φρέσκο ψάρι, χθεσινό αρνί και άνθρωποι μπερδευόμασταν πάνω στο ίδιο τραπέζι. Εκείνη τη χρονιά μπλέχτηκε στα δίχτυα ένα δελφίνι. Τρέξαμε όλοι να το δούμε. Κάποιοι ξεκίνησαν την προσπάθεια να το ξεμπλέξουν, να προλάβουν να το ελευθερώσουν, να γυρίσει πίσω. Ενας από του θείους μου, επαγγελματίας ψαράς, ζήτησε να το αφήσουν να πεθάνει γιατί τα δελφίνια πιάνονται στα δίχτυα και στην προσπάθειά τους να φύγουν τα σκίζουν, τα καταστρέφουν. Του είχαν χαλάσει ήδη πολλά. Αντιδράσαμε οι περισσότεροι. Πόσα φονικά να αντέξεις σε δυο μέρες; Του φώναξα πως το δελφίνι δεν είναι ψάρι, είναι θηλαστικό, θεωρώντας πως θα τον αποθάρρυνα. Το είχα ακούσει κάπου και είπα να το δοκιμάσω. Δεν τον είδα να ιδρώνει ιδιαίτερα. Ετσι κι αλλιώς και τα αρνιά που έσφαξε την προηγούμενη θηλαστικά ήταν.
Δεν είχα δει ξανά δελφίνι από τόσο κοντά. Είναι μωρά, νιώθεις πως τα χαρακτηριστικά τους είναι ανθρώπινα, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, δεν σου πάει καρδιά να σηκώσεις χέρι σε τέτοιο πλάσμα.
Ευτυχώς επικράτησε το συναίσθημα. Εστω, το επιλεκτικό. Επειτα από κοινές προσπάθειες αρκετής ώρας, το μικρό δελφίνι ελευθερώθηκε και έφυγε για τα ανοιχτά του Κορινθιακού κόλπου. Ο θείος μου χολωμένος που δεν πέρασε το δικό του συνέχισε να ξεψαρίζει τα δίχτυα και να γεμίζει τους κουβάδες με σαργούς, σκορπίνες, πίνες κι έναν μικρό ροφό που ήταν το τρόπαιο εκείνης της ψαριάς.
Λίγα χρόνια αργότερα σκότωσε με το καμάκι του ένα δελφίνι, στα ανοιχτά, αμέσως μόλις το ανέβασε με το δίχτυ.
Μπορεί να ήταν το ίδιο, τα δελφίνια ζουν μέχρι πενήντα χρόνια. Ξεκαθάρισμα λογαριασμών, είπε η θεία μου, που αγαπούσε βέβαια τον άντρα της περισσότερο από ένα άγνωστο δελφίνι.