Ο βραδύς ρυθμός της καθημερινότητας έσπαγε μαγικά τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Μια κινητικότητα αθόρυβη διαπερνούσε τον μικρό τόπο, που έμοιαζε να τον απομακρύνει από τον συνηθισμένο περίκλειστο εαυτό του. Αν και εξωτερικά μια παύση κέρδιζε την ατμόσφαιρα, η έντονη συνομιλία μεταξύ των ανθρώπων δυνάμωνε, σαν ζωηρός λόγος επισκεπτών που πλησίαζαν.
Η Κυριακή των Βαΐων σήμαινε την έλευση. Στις αυλές των σεμνών ναών του Νότου, ήταν η έναρξη του πασχαλινού εορτασμού. Η πρωινή συνάντηση εκεί θα διατηρούσε σε όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα την ευλογία του ερχόμενου. Ολα επρόκειτο να συντελεσθούν μπροστά στην κεντρική θύρα της εκκλησίας. Ο υψωμένος Επιτάφιος και το υψωμένο αναστάσιμο φως.
Από εκείνο το χωριό δεν θα έβρισκε κανείς κάτι να ζηλέψει. Ψηλά, πάνω από τη Μονεμβασιά, χαμένο στους ορεινούς όγκους του Πάρνωνα, πριν αυτός χαμηλώσει, λίγο πριν κατακρημνισθεί μεγαλόπρεπα στο Μυρτώο, στον Κάβο Μαλιά.
Η ζωή κυλούσε μέσα στις δυσκολίες της εποχής. Δεν τις καταγράφαμε σε ημερολόγιο, σαν παρατηρητές του επίκαιρου, τις βιώναμε. Και αυτές έμειναν χαραγμένες στην πέτρα της συνείδησης. Ο πληθυσμός περιορισμένος. Οι νέοι αρκετοί. Γέμιζαν τα βράδια τη μικρή «πλατεία», με τη φαντασία μακριά και τον πόνο της μελλοντικής αναχώρησης για την Αυστραλία, που όπως τόσοι δικοί τους ακολούθησαν τον δρόμο του.
Οι ασχολίες αγροτικές. Δύσκολος τόπος. Πολύωρη εργασία, μεγάλος ο κόπος, μικρή και περιορισμένη η σοδειά. Τα μέσα πρωτόγονα, οι αλλαγές αργές, οι προσδοκίες συνεσταλμένες. Η σχέση με τον έξω κόσμο δύσκολη, η επικοινωνία προβληματική, η λεγόμενη πρόοδος έφτανε πάντοτε τελευταία στον απόμερο τόπο.
Δεκαετία του ΄60. Μόλις σκιρτούσε η ζωή μετά τον Εμφύλιο και έσπαγε λίγο η σιωπή. Οι πλησίον μικρές «πόλεις» έμπαιναν στη συζήτηση σαν τόποι μακρινοί, σαν σημεία αναφοράς και εξόδου στον υπαρκτό κόσμο. Μονεμβασιά, Νεάπολη, Μολάοι. Ο Πειραιάς ήταν το κέντρο του «τότε γνωστού κόσμου», όνειρο ταξιδιού και πηγή ιστοριών χωρίς τέλος.
Σε εκείνον τον περίκλειστο τόπο – με τον πατέρα μου παπα-Κυριάκο ιερέα του χωριού, έζησα εκεί από τα 10 ως τα 20 – με εντυπωσίαζε πάντοτε η ώρα των εορτών. Οσο και αν μια επιφύλαξη περιστολής και σεμνότητας συνόδευε τις εορταστικές ημέρες, αυτές δεν υστερούσαν σε μεγαλείο, με τα μέτρα του τόπου. Από τις φαντασμαγορικές πετανίες που στόλιζαν τα ζώα, μέχρι τις μουσικές συναυλίες και τους χορούς στην ανθισμένη φύση.
Αν η γιορτή είναι μια κοινωνία όλων με όλα, σε εκείνον τον μικρό τόπο, αξέχαστο για μένα πάντα, η Δεύτερη Ανάσταση στην αυλή της Παναγίας έπαιρνε χαρακτήρα υπέρλαμπρης φωτεινότητας, ωσάν να δίδασκαν όλοι, μικροί και μεγάλοι, τι σημαίνει «εορτή εορτών» και «πανήγυρις πανηγύρεων».
*Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.