Ο Τζο Μπάιντεν έχει παρακολουθήσει αρκετούς Προέδρους να μιλούν κατά την ορκωμοσία τους ή να κάνουν την πρώτη ομιλία τους στο Κογκρέσο σε κοινή συνεδρίαση Βουλής και Γερουσίας για να εκθέσουν το πρόγραμμά τους
Το 1981 ήταν ήδη αρκετά χρόνια γερουσιαστής όταν άκουσε τον Ρόναλντ Ρέιγκαν να λέει κατά την ομιλία της ανάληψης των καθηκόντων του, την περίφημη φράση: «Η κυβέρνηση δεν είναι η λύση στο πρόβλημά μας. Η κυβέρνηση είναι το πρόβλημα».
Ήταν αυτή η ομιλία που στην πραγματικότητα σηματοδότησε και επισήμως (είχε προηγηθεί η άνοδος της Μάργκαρετ Θάτσερ στην πρωθυπουργία) τη στροφή των «δυτικών» οικονομιών προς αυτό που λίγο αργότερα θα κατοχυρωθεί να ονομάζεται «φιλελευθερισμός».
Μικρή σημασία έχει ότι ο πραγματικός βαθμός στον οποίο ο Ρέιγκαν όντως περιόρισε τον ρόλο του κράτους – αρκεί να αναλογιστεί τις μεγάλες στρατιωτικές δαπάνες –. Το βασικό ήταν ότι διαμορφωνόταν ένα νέο ιδεολογικό παράδειγμα σύμφωνα με το οποίο το κράτος έπρεπε να περιορίσει το ρόλο του στην οικονομία, να αφήσει τις δυνάμεις της επιχειρηματικότητας και της αγοράς να κινηθούν ελεύθερα και αυτό θα δημιουργήσει ανάπτυξη, θα παράγει πλούτο που ναι μεν θα πάει κυρίως στις επιχειρήσεις αλλά όλο και κάτι θα κυλήσει και προς τα κάτω. Κοντολογίς αυτό που θα ονομαστεί “trickle-down economics”.
“My fellow Americans, trickle-down economics has never worked”
Η φράση αυτή είναι από τις πιο χαρακτηριστικές ατάκες της ομιλίας του Τζο Μπάιντεν στο Κογκρέσο στις 28 Απριλίου 2021.
Η ομιλία του Μπάιντεν γραμμένη ώστε να μπορεί να ταιριάζει στο «κουβεντιαστό» (για ορισμένους άχρωμο) στυλ του Μπάιντεν που δεν θεωρείται από τους καλύτερους ρήτορες της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, εντούτοις ήταν, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, η πιο φιλόδοξη ιδεολογικά ομιλία Δημοκρατικού Προέδρου, εδώ και δεκαετίες.
Η βασική τομή δεν είναι απλώς ότι εξήγγειλε κάποια μεγάλα πακέτα κυβερνητικής παρέμβασης στην οικονομία. Τέτοια είχε κάνει και ο προκάτοχος του Ντόναλντ Τραμπ. Ούτε μόνο ότι θέλει να αυξήσει τη φορολογία των υψηλών εισοδημάτων, αντιστρέφοντας τη γενική τάση για μείωσή της. Είναι ότι όλα αυτά δεν παρουσιάζονται ως «έκτακτα μέτρα», αλλά ως ο τρόπος που πρέπει να λειτουργεί η οικονομία. Δηλαδή, παρουσιάζονται ως να πρέπει να υπάρχουν γενναίες επενδύσεις του κράτους, στις υποδομές, να χρηματοδοτεί η φορολογία την πρόσβαση όλων στην εκπαίδευση και να στηριχτεί η ανάπτυξη στην οικονομική κατάσταση των εργαζομένων και της μεσαίας τάξης. Θα πει χαρακτηριστικά ο Μπάιντεν:
«Μέσα σε όλη την ιστορία μας, οι δημόσιες επενδύσεις και οι υποδομές μετασχημάτισαν την Αμερική. Ο διηπειρωτικός σιδηρόδρομος και οι διαπολιτειακοί αυτοκινητόδρομοι ένωσαν δύο ωκεανούς και μας έφεραν σε μια εντελώς νέα εποχή προόδου. Το καθολικής πρόσβασης δημόσιο σχολείο και η βοήθεια σε όσους πάνε κολέγιο, άνοιξε πλατιές πόρτες ευκαιριών. Οι επιστημονικές τομές μας πήγαν στη Σελήνη και τώρα στον Άρη, ανακάλυψαν εμβόλια, μας έδωσαν το διαδίκτυο και πολλά άλλα. Αυτές που είναι επενδύσεις που κάνουμε μαζί, ως μία χώρα και που μόνο η κυβέρνηση μπορεί να κάνει».
Η έμφαση στη δημιουργία θέσεων εργασίας
Ο Μπάιντεν υπερασπίστηκε το “American Jobs Plan”, υποστηρίζοντας ότι είναι το μεγαλύτερο σχέδιο δημιουργίας θέσεων εργασία στην Αμερική από την εποχή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Υποστήριξε ότι το σχέδιο να αλλάξουν όλες οι σωληνώσεις που περιλαμβάνουν μόλυβδο (που υπάρχουν σε πάνω από 400.000 σχολεία και παιδικούς σταθμούς), για να εκσυγχρονιστούν οι γέφυρες και οι αυτοκινητόδρομοι, για να φτιαχτούν λιμάνια και αεροδρόμια, για να φτάσει παντού το υψηλής ταχύτητας διαδίκτυο, είναι ένα σχέδιο για επιστρέψουν στην εργασία όσοι βρέθηκαν εκτός εργασίας στη διάρκεια της πανδημίας, την ώρα που θα αναβαθμίσει τις υποδομές πρόνοιας, δημιουργώντας θέσεις εργασίας εκεί ώστε να μην υπάρχουν προβλήματα πρόσβασης στην πρόνοια, τη φροντίδα και την περίθαλψη.
Αντίστοιχα, ο Μπάιντεν επέμεινε ότι τα σχέδια για την «πράσινη μετάβαση» είναι ταυτόχρονα και σχέδια για δημιουργία θέσεων εργασίας. «Όταν σκέφτομαι την κλιματική αλλαγή, σκέφτομαι δουλειές», θα πει χαρακτηριστικά. Υποστήριξε έτσι ότι τα σχέδια για εκατοντάδες χιλιάδες σταθμούς φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, το ίδιο και η προσπάθεια για εκτεταμένες φυτεύσεις για την απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα, για τη μαζική παραγωγή ανεμογεννητριών κ.λπ.
«Τη χώρα αυτή δεν την έχτισε η Wall Street»
Επέμεινα μάλιστα ότι αυτές θέσεις εργασίας που μόνο στην Αμερική μπορούν να δημιουργηθούν και που σε μεγάλο βαθμό θα καλυφθούν και από ανθρώπους χωρίς πτυχίο, σε ένα σαφές άνοιγμα προς τον κόσμο της εργατικής και της μεσαίας τάξης (στον οποίο, ας μην ξεχνάμε, στόχευε συχνά η ρητορική του Ντόναλντ Τραμπ). «Τη χώρα αυτή δεν την έχτισε η Wall Street. Η μεσαία τάξη την έχτισε. Και τα συνδικάτα έχτισαν τη μεσαία τάξη».
Γι’ αυτό επέμεινε ότι θα φέρε νομοθεσία για την υπεράσπιση του δικαιώματος στη συνδικαλιστική οργάνωση (άλλωστε πρόσφατα υποστήριξε την προσπάθεια να οργανωθούν συνδικαλιστικά οι εργαζόμενοι σε μία από τις μεγάλες αποθήκες της Amazon) και επανέλαβε την έκκλησή του να θεσπιστεί το κατώτερο ωρομίσθιο των 15 δολαρίων.
Η επέκταση της δημόσιας εκπαίδευσης
Ο Τζο Μπάιντεν επανέλαβε και τη δέσμευσή του για τη δημόσια εκπαίδευση. Ανακοίνωσε ότι στα δώδεκα χρόνια της καθολικά προσβάσιμης δημόσιας εκπαίδευσης θα προσφέρει άλλα τέσσερα. Πιο συγκεκριμένα δύο χρόνια προσχολικής αγωγής, εγγυημένα για όλα τα παιδιά και 2 χρόνια δωρεάν μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μέσα από την προσφορά σε όλους δύο ετών δωρεάν σπουδών σε Community College (υπενθύμισε μάλιστα ότι η σύζυγός του είναι καθηγήτρια σε ένα τέτοιο ακριβώς ίδρυμα).
Στο ίδιο πλαίσιο, υπογράμμισε και την ακόμη μεγαλύτερη υποστήριξη της ικανότητας των οικογενειών να φροντίζουν τα παιδιά τους, επεκτείνοντας και τις ενισχύσεις και τις φοροαπαλλαγές και τις επιστροφές φόρου που θα το επιτρέψουν.
Οι αυξήσεις της φορολογίας
Ως προς τη φορολογία, ο Μπάιντεν επέμεινε ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια κατάσταση όπου 55 από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις δεν πλήρωσαν καθόλου ομοσπονδιακό φόρο, όπου 40 δισεκατομμύρια δολάρια σε εταιρικά κέρδη δεν πλήρωσαν καθόλου φόρο.
Γι’ αυτό και ξεκαθάρισε ότι δεν επιβληθεί καθόλου επιπλέον φόρους σε όσους έχουν έως 400.000 δολάρια ετήσιο εισόδημα. Όμως το υψηλότερο εισοδηματικά 1% της Αμερικής θα δει το εισόδημά του να φορολογείται περισσότερο. Μάλιστα, διαφοροποίησε τη δική του επιλογή από την επιλογή του Τραμπ να προσφέρει μεγάλες φοροαπαλλαγές στα μεγάλα εισοδήματα το 2017, που κατά τη γνώμη του νυν προέδρου απλώς προσέθεσε 2 τρισεκατομμύρια δολάρια στο έλλειμμα.
Για τον Μπάιντεν το πρόβλημα ήταν ότι στη διάρκεια της πανδημίας 20 εκατομμύρια αμερικανοί εργαζόμενοι βρέθηκαν χωρίς δουλειά την ώρα που σχεδόν 650 αμερικανοί δισεκατομμυριούχοι είδαν την προσωπική τους καθαρή αξία να αυξάνει κατά ένα τρισεκατομμύριο δολάρια και τη συνολική τους περιουσία να φτάνει τα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Το στοίχημα του Μπάιντεν
Ο Μπάιντεν έχει μπροστά του αρκετό δρόμο. Το σχέδιο του εξειδικεύεται σε δύο μεγάλα πακέτα μέτρων, το ύψους 2,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων πρόγραμμα για τις υποδομές και το ύψους 1,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων «Σχέδιο για τις Αμερικανικές Οικογένειες».
Όμως, θα πρέπει να ξεπεράσει το σκόπελο της αντίθεσης των Ρεπουπλικάνων που ελέγχουν τη μισή Γερουσία και οι οποίοι έχουν αντιπροτείνει ένα πολύ μικρότερο πακέτο ύψους μόνο 568 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ορισμένοι μιλούν για ένα στοίχημα του Μπάιντεν που έχει να αντιμετωπίσει μια σημαντικά πολωμένη και διχασμένη Αμερική, όπως φάνηκε και από τα όσα έγινα και στις εκλογές και στα επεισόδια στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου.
Όμως, την ίδια στιγμή ο Μπάιντεν δείχνει να συντονίζεται με ένα όλο και εντονότερο κλίμα υπέρ της αλλαγής του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου. Μια έρευνα του Pew Research Centre δείχνει ότι τουλάχιστον οι μισοί αμερικανοί θέλουν μια μεγάλη αλλαγή του οικονομικού συστήματος.
Οι αμερικανοί παραμένουν πιο επιφυλακτικοί – σε σχέση με άλλες χώρες –απέναντι στην παρέμβαση της κυβέρνηση στη ρύθμιση της οικονομίας, όμως το 75% θέλει η κυβέρνηση να προσφέρει περισσότερες δεξιότητες και πρακτική άσκηση στους εργαζομένους, το 44% θεωρεί πολύ σημαντικά τα δημόσια προγράμματα κατοικίας (και το 34% κάπως σημαντικά), το 47% θέλει πολύ να αυξηθούν τα επιδόματα για τους φτωχούς (και το 30% κάπως) , το 45% θεωρεί πολύ σημαντικούς φόρους για τους πλούσιους (και το 25% κάπως).