Κατά τα φαινόμενα, η μεγάλη διεθνής οικονομική κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία του κορωνοϊού πλησιάζει προς το τέλος της. Η υποστηρικτική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική που εφαρμόστηκε στο σύνολο σχεδόν των οικονομιών του κόσμου, και ιδιαίτερα στις δύο ατμομηχανές της παγκόσμιας οικονομίας, τις ΗΠΑ και την Κίνα, απέτρεψε την οικονομική καθίζηση και η ανάκαμψη φαίνεται ήδη στον ορίζοντα. Παράλληλα, και η Ευρωπαϊκή Ενωση, σε αντίθεση με την κρίση του 2008-2009, ανέλαβε τολμηρές, για τα δεδομένα της, δημοσιονομικές πρωτοβουλίες, με τη θεσμοθέτηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η ελληνική οικονομία τελικά επηρεάστηκε και αυτή λιγότερο από την κρίση σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών, κυρίως λόγω των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης της οικονομίας που υιοθετήθηκαν παράλληλα με τους υγειονομικούς περιορισμούς. Πολλά από τα μέτρα στήριξης της οικονομίας που υιοθετήθηκαν έχουν μάλλον προσωρινές δημοσιονομικές επιπτώσεις, κάτι που σημαίνει ότι η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας θα είναι ευκολότερη σε σχέση με ανάλογες περιπτώσεις μεγάλων υφέσεων στο παρελθόν.
Η τρέχουσα πρόκληση για την Ελλάδα, σε συνδυασμό με τις μελλοντικές επιλογές της ΕΕ, είναι να σχεδιάσει και να υιοθετήσει ένα νέο μείγμα πολιτικής για την ανάκαμψη, βασισμένο σε μεταρρυθμίσεις από την πλευρά της προσφοράς, ώστε να αλλάξει σταδιακά το παραγωγικό πρότυπο της ελληνικής οικονομίας και τση στήριξη της συνολικής ζήτησης σε επίπεδα που να διευκολύνουν την ανάκαμψη της παραγωγής και της απασχόλησης.
Στα συμπεράσματα του τελευταίου βιβλίου μου, «Πριν και μετά το ευρώ: Οι κύκλοι της Μεταπολίτευσης και η ελληνική οικονομία», Εκδόσεις Gutenberg, 2021, έχοντας αναλύσει διεξοδικά την οικονομική πολιτική των τελευταίων σαράντα ετών, αναφέρομαι στα κύρια προαπαιτούμενα μιας πολιτικής ανάκαμψης, πέραν της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης. Αυτά περιλαμβάνουν μια φορολογική μεταρρύθμιση, την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και μεταρρυθμίσεις που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα. Σε αρκετά σημεία συμπίπτουν με προτάσεις πολλών οικονομολόγων, συμπεριλαμβανομένης της Επιτροπής Πισσαρίδη.
Ωστόσο, ένα μακρόπνοο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα θα πρέπει να έχει συνέχεια και συνέπεια. Κανένα πολυετές πρόγραμμα ανάκαμψης δεν μπορεί να επιτύχει αν κυριαρχούν προσδοκίες ανατροπής του από την επόμενη κυβέρνηση. Αυτό έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία σήμερα, όταν υπάρχει στον ορίζοντα η, έστω και μακρινή, προοπτική πολιτικής αστάθειας, λόγω της απλής αναλογικής που θα ισχύσει στις επόμενες εκλογές.
Για να είναι αποτελεσματικό το πρόγραμμα ανάκαμψης θα πρέπει να διαθέτει επαρκή χρονικό ορίζοντα, κάτι που απαιτεί ευρεία πολιτική νομιμοποίηση. Αυτό δεν ίσχυε για τα προγράμματα προσαρμογής του παρελθόντος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της περιόδου 2010-2018. Η διασφάλιση ευρείας πολιτικής νομιμοποίησης και συναίνεσης δεν είναι μόνο ευθύνη της εκάστοτε κυβέρνησης, η οποία μπορεί να τη ζητήσει, αλλά και των υπόλοιπων ελληνικών πολιτικών κομμάτων.
Οι πολιτικές διαφορές αναφορικά με την πολιτική ανάκαμψης θα μπορούσαν να συγκεραστούν σε μεγάλο βαθμό, τουλάχιστον μεταξύ των κομμάτων εξουσίας. Μόνο με αυτή την προϋπόθεση μπορεί να προχωρήσει η χώρα σε μια πορεία αποτελεσματικής και ταχείας οικονομικής ανάκαμψης. Αλλωστε, οι κυβερνητικές πρακτικές των κομμάτων εξουσίας στο παρελθόν αναφορικά με τη μακροοικονομική πολιτική δεν είχαν τις μεγάλες διαφορές που εμφανίζονται στις ρητορικές αντιπαραθέσεις τους.
Πολιτική συναίνεση δεν σημαίνει βεβαίως ούτε πολιτική συνεργασία ούτε κατάργηση των θεμελιωδών πολιτικών και ιστορικών διαφορών μεταξύ των κομμάτων. Σημαίνει όμως περιορισμό πολλών από τις ανούσιες και χωρίς ουσιαστική βάση αντιπαραθέσεις, οι οποίες απλώς ορθώνουν εμπόδια στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, δυναμιτίζουν το οικονομικό κλίμα και επιβραδύνουν την ανάκαμψη των εγχώριων επενδύσεων και την εισροή κεφαλαίων, απαραίτητων προϋποθέσεων για τη δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
*Ο καθηγητής Γιώργος Αλογοσκούφης είναι πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.