Το κρίσιμο ερώτημα πολλές φορές δεν είναι γιατί κάποιος έκανε κάτι, αλλά γιατί τόσο πολλοί τον άφησαν για καιρό να συνεχίζει να το κάνει.
Μέσα σε ποια συνθήκη, δηλαδή, διαμορφώθηκε ένα φαινόμενο και ξεδιπλώνονται ορισμένες συμπεριφορές.
Τα σκέφτομαι όλα αυτά με αφορμή την υπόθεση Φουρθιώτη.
Προφανώς και ισχύει πάντα το «τεκμήριο αθωότητας», όμως η δική μου σκέψη δεν θέλει να σταθεί στις λεπτομέρειες της συγκεκριμένης υπόθεσης. Άλλωστε, είναι ποια υπόθεση των «αρχών».
Κυρίως θέλει να σταθεί στις παράλληλες διαδρομές λουμπενοποίησης της δημοσιογραφίας, της πολιτικής και της κοινωνίας.
Γιατί κακά τα ψέματα υπάρχει λούμπεν δημοσιογραφία. Που θεωρεί ότι ο λαϊκισμός, η χυδαιότητα, η δήθεν πρόκληση, η πορνογραφική αισθητική είναι «αυτό που θέλει το κοινό».
Που κυνηγάει τη δημοσιότητα και την προβολή και όταν δεν βρίσκει αφορμές, τις κατασκευάζει. Ακόμη και εάν αυτό σημαίνει να σκηνοθετήσει… «επιθέσεις» που να καταδεικνύουν ότι κάποιος δημοσιογράφος «κινδυνεύει».
Και δυστυχώς τέτοιες εκδοχές λούμπεν δημοσιογραφίας και βολικούς «καναλάρχες» μπορεί να βρουν και βήμα να αποκτήσουν και καριέρες να χτίσουν.
Χαϊδεύοντας τα χειρότερα αντανακλαστικά μιας κοινωνίας χωρίς όραμα και προσανατολισμό που είναι έτοιμη να χειροκροτήσει τη χυδαιότητα και να θεωρήσει ότι η απάτη είναι «επιχειρηματικότητα» («αφού τους κορόιδεψε και τους τα πήρε, καλά να πάθουν»).
Μιας κοινωνίας που λουμπενοποιείται με γοργούς ρυθμούς.
Και μετά έρχεται και η λούμπεν πολιτική.
Πιο σωστά η ακατανίκητη γοητεία που ασκεί το λούμπεν στοιχείο στα κόμματα.
Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς όχι μόνο το πώς στηρίζονται και σε μέσα ενημέρωσης που εκπροσωπούν αυτή τη λούμπεν εκδοχή δημοσιογραφίας αλλά και γιατί πάντα θέλουν να έχουν και λούμπεν φιγούρες στα ψηφοδέλτια ή και στη Βουλή.
Μόνο που έτσι ο φαύλος κύκλος απλώς αναπαράγεται.
Και η κοινωνία εθίζεται στην αντίληψη ότι η ενημέρωση είναι παραπληροφόρηση, ότι η πολιτική είναι ένα θέατρο και ότι η ζωή τελικά είναι «παιχνίδι στημένο, σικέ και μιλημένο»…