Η πανδημία ανέτρεψε οτιδήποτε θεωρούσαμε αυτονόητο στην παγκόσμια κοινότητα. Μέχρι τώρα 140 εκατομμύρια περιστατικά έχουν επιβεβαιωθεί με πάνω από 3 εκατομμύρια θανάτους, κατατάσσοντάς την στην 9η (προς το παρόν) πιο θανατηφόρα πανδημία στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Αναφερθήκαμε παραπάνω σε 3 εκατομμύρια νεκρούς, αλλά το πραγματικό τίμημα της πανδημίας σε ανθρώπινες ζωές είναι πολύ μεγαλύτερο, δύσκολα μετρήσιμο και κατανοητό. Οι επιπτώσεις σε μη COVID-19 ασθενείς που είχαν την ατυχία να νοσήσουν ή να χρειαστούν επείγουσα ιατρική φροντίδα εν μέσω πανδημίας, είναι δραματικές. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του NHS (αντίστοιχο EΣΥ της Αγγλίας), στους τρείς πρώτους μήνες της πανδημίας οι προγραμματισμένες εισαγωγές μειώθηκαν κατά 1,4 εκατομμύρια, οι επείγουσες παραπομπές για ασθενείς με υποψία κακοήθειας μειώθηκαν κατά 280 χιλιάδες και 25 χιλιάδες ασθενείς με καρκίνο δεν ξεκίνησαν τη θεραπεία τους.
Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Αυστρία) σε ασθενείς με επείγοντα καρδιαγγειακά νοσήματα, δείχνουν σημαντική μείωση των εισαγωγών τους στα νοσοκομεία, με κατακόρυφη αύξηση των επιπλοκών των εμφραγμάτων. Μεγαλη αμερικανική μελέτη με δεδομένα από 200 νοσοκομεία σε 36 πολιτείες κατέδειξε μείωση κατά 24,7% των εισαγωγών για αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και 68,6% για ΧΑΠ / άσθμα.
Ειδικά για τους ογκολογικούς ασθενείς οι επιπτώσεις της πανδημίας είναι δραματικές. Η έγκυρη διάγνωση και η θεραπεία σε πρώιμο στάδιο είναι οι σημαντικότεροι θετικοί προγνωστικοί παράγοντες. Χιλιάδες καρκινοπαθείς είτε δεν είχαν άμεση πρόσβαση στις πρωτοβάθμιες υπηρεσίες περίθαλψης, είτε είδαν τη νόσο τους να αλλάζει στάδιο κατά τη διάρκεια της αναμονής με αποτέλεσμα η θεραπεία να μην έχει βέλτιστα αποτελέσματα. Παρόμοιες καθυστερήσεις αντιμετωπίζουν και όλα τα προγράμματα πρόληψης νοσημάτων συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου του τραχήλου και του μαστού. Πρόσφατη μελέτη από το πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Ottawa στον Καναδά κατέγραψε 64 χιλιάδες ασθενείς που ο προληπτικός τους έλεγχος για καρκίνο του μαστού έχει αναβληθεί εξαιτίας της πανδημίας. Παράλληλα ο περιορισμός των κλινικών μελετών καθιστά τις επιλογές των ασθενών τελικού σταδίου ακόμα πιο περιορισμένες.
Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι όλες αυτές οι μη μεταδοτικές ασθένειες (καρδιαγγειακά νοσήματα, καρκίνος, σακχαρώδης διαβήτης) ευθύνονται για 41 εκατομμύρια θανάτους ετησίως και η άμεση και απρόσκοπτη παροχή ιατρικής φροντίδας είναι ζωτικής σημασίας για αυτή την τεράστια μερίδα του πληθυσμού.
Μια άλλη μεγάλη κατηγορία ασθενών που έχει πληγεί από τη μετακύληση των υπηρεσιών υγείας είναι οι ασθενείς που περιμένουν προγραμματισμένα χειρουργεία. Στην Αγγλία πάνω από το 90% των προγραμματισμένων χειρουργείων αναβλήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Και φυσικά, όποιος έχει ασκήσει ιατρική γνωρίζει πολύ καλά οτι η γραμμή μεταξύ επείγοντος και μη επείγοντος χειρουργείου είναι πάρα πολλές φορές δυσδιάκριτη, με το μετεγχειρητικό αποτέλεσμα να τεκμηριώνει την πρόβλεψη.
Όπως είναι αναμενόμενο η δομικές αλλαγές για τη φροντίδα ασθενών με COVID-19 οδήγησαν σε αναδιάρθρωση κλινών και κλινικών με αποτέλεσμα ιατροί με εξειδικευμένο γνωστικό αντικείμενο και δεξιότητες να μην έχουν χώρο για να ασκήσουν το λειτούργημα τους. Τεταρτοβάθμιες κλινικές έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους οθώντας πολλούς ασθενείς να αναζητούν διέξοδο στον ιδιωτικό τομέα, ενώ κορυφαίες Πανεπιστημιακές Χειρουργικές Κλινικές έχουν αδρανοποιηθεί καθώς έχουν μετατραπεί σε κλινικές COVID με ότι αυτό συνεπάγεται για τη λίστα αναμονής ασθενών προς χειρουργείο. Η λύση της συνεργασίας δημόσιου με ιδιωτικό τομέα με τη δυνατότητα των ιατρών δημόσιων δομών υγείας να δραστηριοποιούνται και σε ιδιωτικές κλινικές θα ήταν ιδιαίτερα επωφελής για τους ασθενείς, ειδικά υπό αυτές τις συνθήκες.
Σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα δεν υποφέρουν μόνο οι ασθενείς αλλά και οι θεράποντες ιατροί τους. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες υγείας στην καθημερινή τους πράξη είναι πρωτοφανείς. Προτεραιότητα όλων μας είναι να παραμείνουμε υγιείς σωματικά και νοητικά. Πρόσφατη μελέτη της αμερικανικής ορθοπαιδικής εταιρίας κατέδειξε σημαντική αύξηση του άγχους, κατάθλιψης και αϋπνίας των ιατρών κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μελέτη της British Μedical Αssociation κατέδειξε τη λήψη αποφάσεων με βάση τους περιορισμένους διαθέσιμους πόρους και την κλινική προτεραιότητα ως μια ακόμα πολύ σημαντική πρόκληση κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Αντί επιλόγου, τα λόγια του Dr Bente Mikkelsen, Υπευθύνου του Τμήματος μη μεταδοτικών νοσημάτων του WHO. “ Θα χρειαστούμε αρκετό καιρό να κατανοήσουμε πλήρως τις συνέπειες της COVID-19 στον παγκόσμιο πληθυσμό. Το πιο σημαντικό είναι να δομήσουμε ένα ισχυρό παγκόσμιο σύστημα υγείας κατάλληλα προετοιμασμένο να προλάβει, διαγνώσει και θεραπεύσει παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον.”
Ο Γεράσιμος Σιάσος είναι Καθηγητής Καρδιολογίας, αναπλ. πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και πρόεδρος Πανεπιστημιακών Νοσοκομείων «Αρεταίειο» και «Αιγινήτειο».