Η άτυπη πενταμερής διάσκεψη για το Κυπριακό από τις 27 ως τις 29 Απριλίου στο Palais des Nations της Γενεύης – έδρα των Ηνωμένων Εθνών στην Ελβετία (μια χώρα στο έδαφος της οποίας έχει γραφεί την τελευταία 60ετία μεγάλο μέρος της σύγχρονης ιστορίας του νησιού) – κρύβει περισσότερα μυστικά από όσα οι δημόσιες δηλώσεις αφήνουν να δει το «γυμνό μάτι». Με το παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών (blame game) να καθοδηγεί, όπως πάντα, τις εμπλεκόμενες πλευρές, ουδεμία δεν φαίνεται να επιθυμεί να εγκαταλείψει το τραπέζι των συνομιλιών σε αυτή τη φάση. Ολες, τόσο οι δύο κοινότητες στο νησί όσο και οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα, Τουρκία, Ηνωμένο Βασίλειο), θέλουν να φανούν εποικοδομητικές – η καθεμία για τους δικούς της λόγους. Οι οιωνοί για μια θετική κατάληξη δεν είναι όμως θετικοί και το «φάντασμα του Κραν Μοντανά» βαραίνει πάνω από τις άτυπες συνομιλίες.
Οι παράγοντες που άλλαξαν το σκηνικό
Μία σειρά από παράγοντες έχουν μεταβάλει τους όρους του παιχνιδιού σε σχέση με την τελευταία διάσκεψη για το Κυπριακό – και πάλι σε ελβετικό έδαφος – το 2017. Η σκληρή στάση της Αγκυρας και του εκλεκτού της τουρκοκύπριου ηγέτη Ερσίν Τατάρ (συναντάται αύριο με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν) υπέρ μιας λύσης δύο κρατών με κυρίαρχη (sovereign) και όχι απλώς πολιτική (political) ισότητα έχει διαμορφώσει μια νέα κατάσταση. Την ίδια στιγμή, το Ηνωμένο Βασίλειο – απελευθερωμένο από τη συμμετοχή του στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) μετά το Brexit – διεκδικεί ευρύτερο ρόλο, σε μια προσπάθεια προώθησης του αφηγήματος της «Global Britain». Παράλληλα, η τελευταία όξυνση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει αφήσει βαθιές πληγές, που σε συνδυασμό με μια επιθετική – και ενίοτε εθνικιστική – ρητορική εκ μέρους της Αγκυρας δεν διευκολύνουν τον διάλογο. Αν σε αυτά προστεθεί η βαριά σκιά που έχουν ρίξει στη διεθνή εικόνα της Κυπριακής Δημοκρατίας οι απίστευτες αποκαλύψεις για το ζήτημα των «χρυσών διαβατηρίων», τότε το μείγμα γίνεται εκρηκτικό.
Ο Ιούνιος και η Τελωνειακή Ενωση ΕΕ – Τουρκίας
Ο σκοπός της άτυπης πενταμερούς διάσκεψης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ είναι, όπως υπογραμμίζεται, να αναζητηθεί κοινό έδαφος και όραμα για μια λύση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα, επίσημη Διάσκεψη με στόχο την επίλυση. Χρονοδιάγραμμα για κάτι τέτοιο δεν υπάρχει και όπως φαίνεται το αποτέλεσμα της συνάντησης της προσεχούς εβδομάδας θα οδηγήσει, εφόσον δεν υπάρξει μετωπική σύγκρουση, σε μια δήλωση του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού, του Αντόνιο Γκουτέρες. Το βλέμμα όλων των πλευρών όμως είναι στραμμένο προς τον Ιούνιο. Και τούτο διότι, όπως σημείωναν προς «Το Βήμα» διπλωματικοί κύκλοι, δεν αποκλείεται να επιδιωχθεί η πραγματοποίηση μιας νέας άτυπης διάσκεψης πριν από τη Σύνοδο Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 24-25 Ιουνίου στις Βρυξέλλες. Ο λόγος για κάτι τέτοιο είναι προφανής. Στη συνάντηση των «27» θα συζητηθούν ξανά οι ευρωτουρκικές σχέσεις. Στο παρασκήνιο διεξάγονται πολλές συνομιλίες για να δοθεί εντολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ενωσης.
Πρόκειται για μια συζήτηση που ακόμη και αν ξεκινήσει δεν πρόκειται να καταλήξει σύντομα, ενώ θα συμπεριλάβει δύο ζητήματα που περιπλέκουν το σκηνικό: το πρώτο αφορά τις εκτενείς παραβιάσεις της υπάρχουσας συμφωνίας από την Τουρκία και το δεύτερο τη μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Αγκυρα. Στην, κατά πολλούς απομακρυσμένη, περίπτωση μιας επίλυσης του Κυπριακού, το δεύτερο «αγκάθι» θα αφαιρούνταν. Η έναρξη αυτών των συνομιλιών αποτελεί το μεγάλο άγχος της Αγκυρας, που επιθυμεί ένα «πράσινο φως» που θα δώσει ανάσα στην τουρκική οικονομία και θα ηρεμήσει, κάπως, τις διεθνείς αγορές. Πάντως, η ΕΕ δεν θα είναι ούτε παρατηρητής στην άτυπη συνάντηση της Γενεύης, καθώς τόσο η Αγκυρα όσο και το Λονδίνο προέβαλαν αντιρρήσεις. Στην ελβετική πόλη θα βρίσκεται απλώς εκ μέρους της ΕΕ η Αντζελίνα Αϊχορστ, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (EEAS).
Η στάση του Λονδίνου και η «παρθενογένεση»
Σε σχέση με τη στάση του Λονδίνου, πρέπει να σημειωθεί ότι όλες οι σκέψεις περί δύο κρατών δημιουργούν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη συνέχιση του σημερινού καθεστώτος των βρετανικών βάσεων στο νησί. Πάντως, η προώθηση κάποιου είδους συνομοσπονδίας θα επαναφέρει πιθανότατα στο τραπέζι το ζήτημα της «παρθενογένεσης», δηλαδή της μετάβασης σε μια νέα κατάσταση πραγμάτων στην οποία δεν θα υπάρχει η σημερινή Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι σαφές ότι σε μια τέτοια περίπτωση, η ιδιότητα του κράτους-μέλους της ΕΕ θα τεθεί συνολικά εν κινδύνω και θα χρειαστούν αναπροσαρμογές.
Ο κίνδυνος της συνομοσπονδίας και η διακυβέρνηση
Είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι, το μείζον ερώτημα στην άτυπη διάσκεψη που αρχίζει τη Μεγάλη Τρίτη είναι ποιος ακριβώς είναι ο στόχος της Αγκυρας. Η τουρκική πλευρά έχει διαμορφώσει επιμελώς τις συνθήκες για απομάκρυνση από το περιεχόμενο των παραμέτρων της λύσης που ήταν γνωστές ως σήμερα με επίκεντρο την ομοσπονδία και επιμένει σε μια λύση δύο κρατών. Μήπως όμως ο σχεδιασμός είναι πιο περίπλοκος;
Αυτό είναι ένα ερώτημα που απασχολεί πολλούς διαμορφωτές αποφάσεων τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία. Οι γνώστες του παρασκηνίου προειδοποιούν ότι μια λύση συνομοσπονδίας διευκολύνει περισσότερο τους τουρκικούς σχεδιασμούς σε σχέση με μια καθαρή λύση δύο κρατών. Η συνομοσπονδία ευνοεί καλύτερα τον έλεγχο που θα μπορεί εμμέσως να ασκεί η Αγκυρα σε όλο το νησί, πόσω μάλλον όταν οι αρμοδιότητες που θα απομείνουν στο κεντρικό κράτος σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι ελάχιστες. Επιπλέον, θα εισαγάγει προβλήματα στη λειτουργία της ΕΕ. Η ασάφεια εντείνεται πάντως από την πρόταση του προέδρου Νίκου Αναστασιάδη περί «αποκεντρωμένης ομοσπονδίας» – πολλές πτυχές της οποίας παραμένουν μάλλον αδιευκρίνιστες.
Η βρετανική πλευρά, η οποία παραδοσιακά επιδιώκει να τετραγωνίσει τον κύκλο σε αυτές τις συνθήκες, είχε κυκλοφορήσει ορισμένες ιδέες περί «κυρίαρχων κοινοτήτων» (sovereign communities) και μιας, ουσιαστικά διακοσμητικής, Προεδρίας. Υστερα από τις αντιδράσεις που αυτές οι ιδέες δημιούργησαν, το Λονδίνο έχει ρίξει τους τόνους. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των διαβουλεύσεων που διεξάγεται το τελευταίο διάστημα επικεντρώνεται στο κεφάλαιο της διακυβέρνησης – κάτι που η Αθήνα και η Λευκωσία παρατηρούν με ανησυχία. Στο κεφάλαιο αυτό υπάρχει μεγάλη απόσταση, ενώ παρεισφρέουν, κυρίως από τουρκικής πλευράς, ιδέες που είναι παντελώς αβάσιμες. Δεν είναι π.χ. δυνατόν να προβλεφθεί ότι αν διαφωνούν ο ελληνοκύπριος Πρόεδρος και ο τουρκοκύπριος αντιπρόεδρος (ή το αντίστροφο) σε ένα ευρωπαϊκό θέμα, η Κύπρος θα απέχει στη λήψη αποφάσεων διότι, ως γνωστόν, η σιωπή σε κοινοτικό επίπεδο εκλαμβάνεται ως συναίνεση (consensus).