Με τους θανάτους να ξεπερνούν τις γεννήσεις, εκατοντάδες χιλιάδες νέους και μορφωμένους να έχουν μεταναστεύσει, απόρροια και της 10ετούς κρίσης, και την Ελλάδα να έχει έναν από τους πιο γηρασμένους πληθυσμούς στην Ευρώπη, κοινός τόπος είναι πως το δημογραφικό αδιέξοδο της χώρας, το οποίο εντάθηκε από την έλευση της πανδημίας, αποτελεί ένα από τα κορυφαία (εθνικά) προβλήματα που θα μπορούσε να αποτελέσει και τροχοπέδη στην επερχόμενη ανάκαμψη, καθώς οι προσδοκίες πως η οικονομία εισέρχεται σε έναν πολυετή ανοδικό κύκλο έχουν ενταθεί.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην εποχή της πανδημίας και των lockdowns, σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς, σημειώθηκε μείωση των γεννήσεων, οι οποίες σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών, περιορίστηκαν π.χ. κατά 6,5% τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2020, ενώ ήταν μειωμένες και κατά 5% περίπου τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2021.
Οι άμεσες επιπτώσεις
Σύμφωνα μάλιστα με τα συμπεράσματα έρευνας του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, του καθηγητή Βύρωνα Κοτζαμάνη, η πανδημία (παράλληλα με την οικονομική κρίση που προηγήθηκε) θα επηρεάσει τις γεννήσεις και τη γονιμότητα των νεότερων γενεών, με τις γεννήσεις την τρέχουσα δεκαετία να εκτιμάται, σε ένα αισιόδοξο σενάριο, πως θα είναι 130.000 λιγότερες από αυτές (950.000) της δεκαετίας 2010-2019.
Πριν από λίγες ημέρες εξάλλου οι θάνατοι από την πανδημία της COVID-19 παγκοσμίως έσπασαν το φράγμα των 3.000.000 και αναμένεται να ξεπεράσουν τα 3.500.000 μέχρι τα τέλη του 2021, μειώνοντας, για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες, το προσδόκιμο ζωής στη γέννηση σε όλες σχεδόν τις χώρες, τόσο για το τρέχον όσο και για το προηγούμενο έτος, σε ορισμένες δε σημαντικά (για περισσότερο από ένα έτος).
Μέχρι στιγμής, ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στις επιπτώσεις της πανδημίας στη θνησιμότητα, ενώ τίθεται το ερώτημα εάν ο κορωνοϊός θα επηρεάσει αρνητικά και τις άλλες δημογραφικές μεταβλητές, ειδικότερα δε στις χώρες εκείνες που όπως η Ελλάδα βίωσαν την προηγούμενη δεκαετία μια σκληρή οικονομική κρίση. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της έρευνας, η πανδημία, που ήρθε αμέσως μετά την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, επιδείνωσε το προϋπάρχον αρνητικό περιβάλλον για την απόκτηση ενός παιδιού. Αναμένεται, επομένως, όχι μόνον μια πτώση της γονιμότητας των νεότερων γενεών αλλά και των γεννήσεων τα επόμενα χρόνια, ενώ όπως εκτιμάται οι άμεσες επιπτώσεις της πανδημίας θα αρχίσουν να αποτυπώνονται ήδη στις γεννήσεις του πρώτου εξαμήνου του 2021.
Η τελική γονιμότητα
Οι γενεές αυτές, οι γυναίκες δηλαδή που γεννήθηκαν μετά το 1970 και έπεσαν πάνω στην κρίση, θα κάνουν λιγότερα παιδιά από εκείνες που γεννήθηκαν προ του 1970 και για έναν επιπλέον λόγο: βιώνοντας την κρίση, κάποιες από αυτές, που αποφάσισαν να μεταφέρουν για αργότερα, όταν οι συνθήκες γίνουν ευνοϊκότερες, τον χρόνο απόκτησης του πρώτου τους παιδιού (ή ακόμη ενός επιπλέον παιδιού), δεν θα το επιτύχουν γιατί μετά τα 40 περιορίζονται οι πιθανότητες σύλληψης.
Αν δε τμήμα των ζευγαριών αυτών αναθεωρήσουν όχι μόνο τον χρόνο αλλά και τον στόχο τους για τον αριθμό των παιδιών – αν δηλαδή επηρεαζόμενα από το δυσμενές περιβάλλον της περιόδου 2010-2025 αποφασίσουν να κάνουν λιγότερα παιδιά –, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να μειωθεί έτι περισσότερο η τελική γονιμότητα των γυναικών που έχουν γεννηθεί ανάμεσα στο 1975 και το 1990.
Οικονομική κρίση και πανδημία θα έχουν όμως επιπτώσεις όχι μόνον στον αριθμό των παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο τα νεότερα ζευγάρια (στην τελική γονιμότητα των νεότερων δηλαδή γενεών), αλλά και στις γεννήσεις οι οποίες την τρέχουσα δεκαετία θα είναι σε ένα αισιόδοξο σενάριο λιγότερες κατά περίπου 13% σε σχέση με αυτές της δεκαετίας 2010-2019.
Μειώνεται ο πληθυσμός, αλλάζει η δομή των νοικοκυριών
Καθώς σήμερα ζούμε πολύ περισσότερα χρόνια, είμαστε πιο γηρασμένοι, κάνουμε λιγότερα παιδιά και λιγότερους γάμους, χωρίζουμε πιο εύκολα, η δομή των νοικοκυριών και των οικογενειών μας έχει αλλάξει ριζικά, οι δημογραφικές εξελίξεις οδηγούν άμεσα τις επόμενες δεκαετίες σε μια ούτως ή άλλως επιτάχυνση της γήρανσης και σε μια μείωση, του πληθυσμού της Ελλάδας. Ο πληθυσμός της χώρας το 2035 θα κυμαίνεται ανάλογα με τις προβολές διαφόρων σεναρίων από 10,4 έως 9,5 εκατ. σημειώνοντας μείωση από 0,44 έως και 1,4 εκατ. σε σχέση με σήμερα, ενώ το 2050 θα κυμαίνεται από 10 έως 8,3 εκατ. σημειώνοντας μείωση από 0,8 έως και 2,5 εκατ. αντίστοιχα.
Τα ζευγάρια κάνουν όλο και λιγότερα παιδιά
Στην Ελλάδα η γονιμότητα των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1935 και άρχισαν να κάνουν παιδιά μετά το 1950 δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα υψηλή, καθώς καμιά από τις γενεές αυτές δεν εξασφάλισε την αναπαραγωγή της (δηλαδή, κάθε μητέρα δεν αντικαταστάθηκε από μια κόρη).
Η πτώση της γονιμότητας επιταχύνθηκε, όμως, στις μετά το 1960 γενεές καθώς, αν όσες γυναίκες γεννηθήκαν το 1950 έφεραν στον κόσμο 2,1 παιδιά κατά μέσο όρο, αυτές που γεννήθηκαν το 1960 έκαναν 1,9 και όσες έχουν γεννηθεί το 1970 1,6 παιδιά. Οσον αφορά τις γεννήσεις, αυτές μειώθηκαν κατά πολύ ανάμεσα στο 1980 και το 2000, αυξήθηκαν ελαφρώς τη δεκαετία του 2000 και στη συνέχεια άρχισαν εκ νέου να μειώνονται, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σήμερα σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από αυτά των τριών πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών.
Η μετά το 1980 πτώση των γεννήσεων οφείλεται στο ότι τα ζευγάρια που τεκνοποίησαν την περίοδο αυτή αφενός μεν έκαναν κατά μέσο όρο όλο και λιγότερα παιδιά από ό,τι οι γονείς τους, αφετέρου δε τα έφεραν στον κόσμο σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, ενώ η μικρή αύξηση τη δεκαετία του 2000 οφείλεται αποκλειστικά στην αναπλήρωση μέρους των γεννήσεων που δεν έγιναν τα προηγούμενα χρόνια σε μικρότερες ηλικίες.
Τέλος, η εκ νέου μείωση των γεννήσεων μετά το 2010 οφείλεται κυρίως στο ότι τα νεότερα ζευγάρια συνεχίζουν να κάνουν κατά τι λιγότερα παιδιά από τους γονείς τους σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία και, δευτερευόντως, στο ότι ο πληθυσμός των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας (20-44 ετών) μειώθηκε κατά 355.000 ανάμεσα στο 2010 και το 2020.
Αύξηση της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης
Αύξηση της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης Η 10ετής οικονομική κρίση που βίωσε μάλιστα η χώρα: πρώτον, σταμάτησε νωρίτερα την αναπλήρωση των γεννήσεων που είχε ξεκινήσει στις αρχές της δεκαετίας του 2000, και δεύτερον, ενίσχυσε ελαφρώς τις προϋπάρχουσες τάσεις, την αύξηση, δηλαδή, της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών – ιδιαίτερα του πρώτου – και την πτώση της γονιμότητας των νεότερων γενεών.
Ενώ η οικονομική κρίση είχε ήδη δημιουργήσει ένα μη ευνοϊκό για την τεκνοποίηση περιβάλλον, ήρθε και η πανδημία που έχει αυξήσει τόσο το 2020 όσο και το 2021 την προϋπάρχουσα ανασφάλεια στα νεότερα ζευγάρια, καθώς οι οικονομικές επιπτώσεις θα καταστήσουν τα αμέσως επόμενα χρόνια πιο δυσμενές το υπάρχον περιβάλλον για την απόκτηση ενός παιδιού.
Επίσης, καθώς η ήδη υψηλή μέση ηλικία στην τεκνοποίηση αυξάνεται συνεχώς και η δυνατότητα απόκτησης παιδιού είναι ως έναν βαθμό συνάρτηση και της ηλικίας, περιορίζονται και οι πιθανότητες απόκτησης παιδιών από τα νεότερα ζευγάρια.
Πηγή: ot.gr