Επειτα από μια περίοδο αμφιβολιών και πισωγυρισμάτων, η κυβέρνηση αποφάσισε τελικά το «Μεγάλο Ανοιγμα». Από τη Δευτέρα 3 Μαΐου, η εστίαση θα είναι και πάλι εδώ – έστω και σε εξωτερικούς χώρους -, οι εμβολιασμοί θα επεκταθούν (έστω και καθυστερημένα) στις παραγωγικές ηλικίες των 30-39 και 40-49 ετών, οι διαδημοτικές κινήσεις θα απελευθερωθούν, οι πύλες του τουρισμού θα ανοίξουν. Η ελπίδα των εμβολίων αναδύεται ισχυρή και η οικονομική ανάκαμψη – έστω αργά και σταδιακά – θα μπορεί να τροφοδοτηθεί.
Αυτά είναι τα καλά νέα, και δεν είναι αμελητέα. Υπάρχουν όμως και οι «γκρίζες ζώνες», αυτές που με το «γυμνό μάτι» δεν διακρίνονται ευκρινώς και μπορούν να μετατραπούν σε παγίδες. Η σπονδυλική στήλη της κοινωνίας άντεξε σχεδόν μία ολόκληρη δεκαετία μνημονίων και δεν έσπασε. «Αγγιξε» τα όριά της, αλλά πάνω που άρχισε να ανακτά τις δυνάμεις της ήρθε η πανδημία για να κόψει απότομα τους πρώτους «ανθούς ελπίδας» – ιδιαίτερα στις νεότερες ηλικίες.
Βρισκόμαστε τώρα σε κρίσιμη καμπή. Με τα σχολεία και τα πανεπιστήμια κλειστά, μεγάλο μέρος της νεολαίας σε «πανδημική αφασία» λόγω των συνθηκών και την οικονομία σε καταστολή, υπάρχει ένα αντισυστημικό δυναμικό που δεν περνά απαρατήρητο ακόμα και σε στελέχη της κυβέρνησης τα οποία, ως νεότερα σε ηλικία από τον γενικότερο μέσο όρο, αντιλαμβάνονται ευκρινέστερα την πρόκληση που ελλοχεύει. Αυτό το δυναμικό δεν είναι εύκολο να ταυτοποιηθεί στις δημοσκοπήσεις, διότι οι νεότερες ηλικίες τείνουν να αποφεύγουν τη συμμετοχή τους σε αυτές, αν δεν τις απεχθάνονται κιόλας.
Αν στα παραπάνω προστεθεί η ανάγκη των δομικών αλλαγών που απαιτούνται σε πολλά σημεία του κοινωνικού και οικονομικού μας μοντέλου – το οποίο επιμελώς φροντίζει δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους, αλλά μάλλον τείνει να αγνοεί τις νεότερες ηλικίες ή τον ιδιωτικό τομέα -, τότε δεν αποκλείεται να υπάρχει κάπου εκεί ένα εκρηκτικό μείγμα υπό διαμόρφωση. Με ένα εκπαιδευτικό σύστημα μάλλον παρωχημένο, που θεοποιεί την είσοδο στο πανεπιστήμιο ακόμα και με χαμηλούς βαθμούς και αγνοεί π.χ. τη σημασία της τεχνικής εκπαίδευσης και της σύνδεσης της μόρφωσης με την αγορά εργασίας, οι τρομακτικές αλλαγές που διεθνώς εκτυλίσσονται μπορούν να μας χτυπήσουν – ως κοινωνία – σαν τσουνάμι.
Κάποτε μιλούσαμε για τη «γενιά των 700 ευρώ». Σήμερα θα έπρεπε να μιλάμε μάλλον για τη «γενιά των 400 ευρώ», την ώρα που η εργασία ως έννοια, ως χώρος και ως χρόνος μεταβάλλονται δραματικά. Αυτό δεν προϊδεάζει καλές εξελίξεις για κανένα κόμμα και για καμία πολιτική δύναμη. Οφείλει δε να απασχολήσει πιο ενεργά όσους λαμβάνουν αποφάσεις. Δεν υπάρχουν πια γραμμικές λύσεις – μόνο επώδυνες και για όλους.