Η ανακοίνωση από τον πρωθυπουργό μειώσεων στη φορολογία και τις ασφαλιστικές εισφορές γενικά αντιμετωπίστηκε ως ευχάριστη είδηση. Σε τελική ανάλυση, ποιος μπορεί να είναι δυσαρεστημένος με μια επιλογή που αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα σε μια εποχή δύσκολη, όπου η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με μια υγειονομική κρίση και ταυτόχρονα μια σημαντική οικονομική κρίση.
Κατανοώ πλήρως τους λόγους μιας τέτοιας επιλογής: τέτοια μέτρα δίνουν έναν τόνο αισιοδοξίας, βελτιώνουν το οικονομικό κλίμα, δυνητικά επιτρέπουν και μεγαλύτερη κατανάλωση αλλά και επένδυση. Αυτό, άλλωστε, έδειξε και το γεγονός ότι ακόμη και η αντιπολίτευση επέλεξε να μην κάνει μεγάλη πολεμική.
Όμως, εάν το σκεφτούμε καλά το βασικό μας πρόβλημα δεν ήταν – και δεν είναι – το ύψος της φορολογίας. Πιο σωστά, για να μην παρεξηγηθώ: το βασικό μας πρόβλημα δεν πρέπει να είναι το ύψος της φορολογίας.
Εάν το καλοσκεφτούμε, θα προτιμούσαμε να ζούμε σε μια χώρα με υψηλότερη φορολογία, εάν τα εισοδήματα που θα φορολογούνταν θα ήταν σημαντικά υψηλότερα από αυτά που έχουμε συνηθίσει στη χώρα μας, άρα θα μας έμεναν περισσότερα. Μια χώρα υψηλών εισοδημάτων έστω και με υψηλή φορολογία είναι προτιμότερη από μια χώρα πολύ χαμηλών εισοδημάτων, ακόμη και εάν αυτά δεν φορολογούνταν.
Επίσης, εάν το σκεφτούμε καλύτερα δεν θα μας πείραζε εάν ζούσαμε σε μια χώρα υψηλότερων εισοδημάτων και υψηλής φορολογίας που όμως θα βλέπαμε τα φορολογικά έσοδα να μεταφράζονται σε κοινωνικές παροχές. Δηλαδή, αλλιώς αντιλαμβάνεσαι το βάρος της φορολογίας σε μια χώρα όπου τα φορολογικά έσοδα μεταφράζονται σε ένα υψηλού επιπέδου δημόσιο σύστημα υγείας, σε μια αναβαθμισμένη δημόσια παιδεία, σε καλές υποδομές (αυτοκινητόδρομοι, σιδηρόδρομοι, δίκτυα τελευταίας τεχνολογίας), σε ισχυρούς μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας και σε δημόσιες επενδύσεις που συμβάλλουν σε μια ισχυρή οικονομία. Το ίδιο ισχύει εάν η φορολογία και οι ασφαλιστικές εισφορές θα μπορέσουν να διαμορφώσουν ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα.
Το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι κατοχυρωμένη συνείδηση ότι τα χρήματα που δίνουμε ως φορολογία «πιάνουν τόπο», αποτυπώνει ένα από τα πιο σημαντικά «δομικά» προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και όχι απλώς της οικονομικής πολιτικής.
Αυτό έχει να κάνει με το πώς λειτουργούν οι κρατικοί θεσμοί, υπηρεσίες και μηχανισμοί που χρηματοδοτούνται από τη φορολογία και την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν στον πολίτη. Με το εάν και σε ποιο βαθμό τα δημόσια έργα φαντάζουν ως αναγκαίες επενδύσεις ή ως «μαύρες τρύπες» που απλώς απορροφούν ποσά δυσανάλογα μεγάλα και ως προς το πραγματικό κόστος τους και ως προς την πραγματική τους χρησιμότητα. Με το εάν οι ενισχύσεις που δίνονται σε κλάδους και επιχειρήσεις πραγματικά πιάνουν τόπο. Με το εάν διαμορφώνεται η αίσθηση ότι όντως υπάρχει ένα κοινωνικό δίκτυ προστασίας.
Και το λέω αυτό γιατί όσο και εάν μας ευχαριστεί μια χαμηλότερη φορολογία, στην πραγματικότητα υπάρχει όριο στο πόσο χαμηλή μπορεί να είναι η φορολογία. Γιατί από ένα σημείο και μετά το τίμημα για τη χαμηλή φορολογία θα είναι ο περιορισμός του κοινωνικού κράτους, η υποβάθμιση των δημόσιων δαπανών και αναγκαστικά η κάλυψη αναγκών που κανονικά θα κάλυπτε το κράτος από τον ιδιωτικό τομέα.
Σε όλα αυτά προσθέστε και κάτι άλλο που εξακολουθεί να μετρά στη συνείδηση πολλών ανθρώπων. Όντως τα τελευταία χρόνια υπήρξε με διάφορους τρόπους μια προσπάθεια να περιοριστούν οι δημόσιες δαπάνες σε διάφορους τομείς και να βελτιωθούν μηχανισμοί είσπραξης εσόδων. Μόνο που έγινε σε μεγάλο βαθμό στο πλαίσιο των μνημονίων και με στόχο τη δυνατότητα της χώρας να αποπληρώνει το χρέος της. Μόνο που η αίσθηση ότι φορολογούμαστε όχι για να έχουμε υψηλού επιπέδου δημόσιες παροχές, αλλά για να αποπληρώνουμε το χρέος, σίγουρα δεν βοήθησε στο να αποκτήσουμε «φορολογική συνείδηση».
Γι’ αυτό πιστεύω ότι το μεγάλο στοίχημα στη χώρα μας δεν είναι να δούμε και άλλες μειώσεις της φορολογίας, αλλά να δούμε πραγματική αξιοποίηση των φορολογικών εσόδων για την κοινωνική συνοχή, τις υποδομές και εκείνες τις δημόσιες επενδύσεις που θα βοηθήσουν (μαζί με τις ευρωπαϊκές δαπάνες και τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα) να έχουμε εκείνη τη δυναμική ανάπτυξη που θα σημαίνει τελικά τέτοια εισοδήματα που η φορολογία τους δεν θα φαντάζει οδυνηρή φορομπηξία αλλά συλλογική επένδυση στο μέλλον.