Αυτόν τον μήνα, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες θα φιλοξενήσει μια άτυπη διάσκεψη όλων των μερών της κυπριακής διένεξης στη Γενεύη, ελπίζοντας να βρει επαρκή κοινό τόπο για την επανέναρξη διαπραγματεύσεων. Οι προοπτικές για κάτι τέτοιο δεν φαίνονται καλές. Η περίοδος της πανδημίας έκλεισε τα περάσματα και γέννησε φόβο να ταξιδέψει κανείς στην «άλλη πλευρά», με αποτέλεσμα, για μια περίοδο άνω του ενός έτους, η διάδραση στη διαχωριστική γραμμή να σταματήσει. Κατά την ίδια περίοδο, η πολιτική κατάσταση στον Βορρά έχει μετακινηθεί, καθώς ένας ηγέτης που υποστήριζε σθεναρά την ομοσπονδία, ο Μουσταφά Ακιντζί, αποχώρησε από την εξουσία και αντικαταστάθηκε από έναν λαϊκιστή-εθνικιστή, τον Ερσίν Τατάρ.
Επιπλέον, ο Τατάρ δεν κέρδισε μόνος του, αλλά με την υποστήριξη και την ανοιχτή παρέμβαση της τουρκικής κυβέρνησης, που τα πρόσφατα χρόνια έχει εγκαταλείψει την πρότερη υποστήριξη στην ομοσπονδία και έχει αρχίσει να ομιλεί για μια λύση δύο κρατών. Για την Τουρκία, ο Τατάρ ήταν απλώς ο υποψήφιος που θα μετέφερε αυτό το μήνυμα. Και πράγματι, άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του ο Τατάρ ξεκίνησε να υποστηρίζει, σε συντονισμό με την Τουρκία, ότι για την τουρκοκυπριακή πλευρά οι εγγυήσεις και η τουρκική στρατιωτική παρουσία στο νησί, μαζί με την κυριαρχική και πολιτική ισότητα, αποτελούν κόκκινες γραμμές που οι δύο πλευρές αρνούνται να διαβούν.
Η μεταστροφή αυτή άρχισε να εμφανίζεται το 2017, όταν ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου διακύβευσε αρκετά στις διαπραγματεύσεις του Κραν Μοντανά της Ελβετίας, που κατέληξαν σε κατάρρευση. Αμέσως μετά, ο Τσαβούσογλου έφθασε να ισχυριστεί ότι ο Αναστασιάδης δήλωσε έτοιμος για μια λύση δύο κρατών ή για αποκεντρωμένη ομοσπονδιακή λύση. Ωστόσο, ενώ ο Τσαβούσογλου έφευγε από τη συνάντηση με την ελπίδα να ξεφορτωθεί μια ομοσπονδία καταφανώς μη διαπραγματεύσιμη, ο τουρκοκύπριος ηγέτης Ακιντζί συνέχισε ακόμα και μετά το Κραν Μοντανά να διακηρύττει την ανάγκη επανέναρξης των συνομιλιών και ότι η ομοσπονδία είναι η μόνη επιλογή. Οταν επέμεινε ότι η αναγνώριση του Βορρά αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός και ότι η ομοσπονδία ήταν ο μόνος δρόμος για την ένταξη των Τουρκοκυπρίων στη διεθνή κοινότητα, έγινε το αντικείμενο της τουρκικής οργής. Η τουρκική κυβέρνηση ξεκίνησε να τον προσπερνά σε κάθε ευκαιρία και να τον μεταχειρίζεται ως «persona non grata» παρά ως ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Οταν οι εκλογές για την ηγεσία πραγματοποιήθηκαν το 2020, η μεγάλη πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων ήλπισε ότι αφού η τουρκική κυβέρνηση απέκτησε τον υποψήφιό της με την εκλογή Τατάρ, θα επέστρεφε στην παραδοσιακή, πραγματιστική θέση όταν θα ερχόταν η ώρα των διαπραγματεύσεων. Αυτές οι ελπίδες θάφτηκαν όμως όταν ο νέος ηγέτης Τατάρ ανακοίνωσε τη διαπραγματευτική του ομάδα. Για πολλούς Τουρκοκυπρίους που είχαν ζήσει τη δεκαετία του 1990, όταν η εθνικιστική ρητορική είχε κορυφωθεί και στις δύο πλευρές του νησιού, είναι σαν να ζουν μια déjà vu εμπειρία. Η ομάδα που επέλεξε ο Τατάρ ήταν ακριβώς η ίδια ομάδα του επί χρόνια ηγέτη και υποστηρικτή της διχοτόμησης Ραούφ Ντενκτάς, γνωστού στους διπλωματικούς κύκλους ως «ο κύριος Οχι». Ο νέος «υπουργός Εξωτερικών» που υποστηρίχθηκε από το κόμμα του Τατάρ ήταν ο Ταχσίν Ερτουγρούλογλου, παντουρκιστής και ένας από τους σκληρότερους ιέρακες του Βορρά, ενώ παλαιοί σύμβουλοι του Ντενκτάς επέστρεψαν σε προηγούμενους ρόλους τους, αυτή τη φορά στο γραφείο του Τατάρ.
Υπάρχει τουλάχιστον μία σημαντική διαφορά σε σχέση με τη δεκαετία του 1990 όμως, το οποίο καθιστά αυτή την περίοδο πιο ελπιδοφόρα και πιο αβέβαιη. Αν και με όρους ενδείξεων, συμβόλων και ρητορικής ο Ερσίν Τατάρ αναδεικνύεται ως ο νέος «κύριος Οχι», επιμένοντας σε μια λύση δύο κρατών και αναθεωρώντας το σλόγκαν της δεκαετίας του ’90 για μια «παντοτινή Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», οι ελιγμοί που τον έφεραν στην εξουσία αδειάζουν από κάθε νόημα αυτό το σλόγκαν για πολλούς ανθρώπους. Ειδικότερα, βλέπουμε μια μετρήσιμη πτώση στην πίστη των πολιτών στο δικό τους «κράτος».
Αυτό ήταν ξεκάθαρο, π.χ., σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε από το Ιδρυμα Friedrich Ebert, που δείχνει μια αυξανόμενη πόλωση μεταξύ των οραμάτων για το μέλλον του Βορρά. Ενώ στο παρελθόν ο αριθμός των Τουρκοκυπρίων που υποστήριζαν μια επιστροφή στην Κυπριακή Δημοκρατία ήταν μόνο 5%-10%, η πρόσφατη δημοσκόπηση δείχνει ότι το ποσοστό αυτό είναι 25%-30%. Την ίδια στιγμή, αυτοί που υποστηρίζουν την προσάρτηση από την Τουρκία έχουν ξεπεράσει το 30%. Αυτή η ξεκάθαρη ένταση μεταξύ μιας μεγάλης ομάδας που υποστηρίζει την ΕΕ και μιας άλλης που υποστηρίζει την Τουρκία εκφράστηκε και στις εκλογές, όταν η παρέμβαση της Τουρκίας δίχασε το εκλογικό σώμα μεταξύ όσων υποστήριξαν την τουρκική κυβέρνηση και εκείνων που είδαν με απέχθεια την επέμβασή της. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η διαμάχη της τουρκικής κυβέρνησης με τον Ακιντζί και η βαθιά ανάμειξη στην τοπική πολιτική κλόνισαν την πίστη του λαού στην «ΤΔΒΚ» ακόμα και σε μια στιγμή που η τουρκική κυβέρνηση και τα όργανά της στο νησί προσπαθούσαν να την ενισχύσουν.
Είναι σημαντικό ότι μια ομοσπονδιακή λύση παραμένει για όλους η δεύτερη επιλογή, ένδειξη ότι ο λαός ίσως έχει χάσει την ελπίδα, αλλά όχι πλήρως την επιθυμία για επανένωση. Αυτή η πόλωση όμως δείχνει τη σημασία της επανέναρξης των διαπραγματεύσεων για την υπερπήδηση του διχασμού μεταξύ Βορρά και Νότου και την παροχή ενός άλλου, ρεαλιστικού, οράματος για το μέλλον. Συχνά, διατηρώντας ανοιχτούς τους διαύλους και χρησιμοποιώντας τους για την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων, όπως για τα Βαρώσια, μπορεί να δώσει μια αίσθηση κίνησης προς τα εμπρός χωρίς την καταφυγή σε ακραίες θέσεις.
*Ο κ. Μετέ Χατάι είναι ερευνητής στο Κυπριακό Κέντρο του Ινστιτούτου του Οσλο για την Ειρήνη (PRIO)