Το Κυπριακό εισέρχεται σε νέα φάση με μια διαφορετική διαδικασία μετά το αδιέξοδο του 2017. Το Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ) των Ηνωμένων Εθνών (ΗΕ) προσκαλεί στις 27 Απριλίου στη Γενεύη τις αντιπροσωπείες των δύο κοινοτήτων και των τριών εγγυητριών χωρών, παρουσία του Γενικού Γραμματέα (ΓΓ) των ΗΕ («5+1») σε άτυπες, δηλαδή διερευνητικές, συνομιλίες για το σύνολο των θεμάτων που συνθέτουν τη διευθέτηση του κυπριακού ζητήματος. Οπως αναφέρει ο ΓΓ του ΟΗΕ «αυτή η φορά θα είναι διαφορετική». Στόχος της άτυπης διάσκεψης είναι η διερεύνηση συγκλίσεων και κοινών θέσεων μεταξύ όλων των εμπλεκομένων, η αναζήτηση κοινού εδάφους για διαπραγμάτευση μιας βιώσιμης, μόνιμης λύσης στο πλαίσιο της Κύπρου.
Το ΣΑ/ΗΕ έχει αναθέσει από το 1975 στις δύο κοινότητες τη διαπραγμάτευση της συνταγματικής αναδιάρθρωσης. Σταθερά υποστηρίζει τη λύση της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, μη συγχέοντάς την με δύο λαούς και αποκλείοντας την έννοια χωριστής κυριαρχίας κάθε κοινότητας ή δυαδικότητας στη μελλοντική ομοσπονδία. Στα ψηφίσματα διασφαλίζει την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου.
Η επίλυση του Κυπριακού κινείται – μέσα από τις διιστάμενες θέσεις επί των βασικών αξόνων και αρχών – σε τρία επίπεδα: την υπερδομή, τη δομή του κράτους και τη θεραπεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η υπερδομή αφορά τις βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν την ομοσπονδία, ήτοι: την ενιαία κυριαρχία, την ενιαία διεθνή νομική προσωπικότητα, τη μια ιθαγένεια, την εφαρμογή του διεθνούς και του ευρωπαϊκού/ενωσιακού δικαίου, την απαγόρευση της απόσχισης και τη συνέχεια της αρχικής Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960. Στο πλαίσιο ενός φυσιολογικού κράτους προέχει η κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος των εγγυήσεων και η αντικατάστασή του από μηχανισμό ελέγχου της ομοσπονδιακής λειτουργίας, όπως προτάθηκε στο Crans Montana. Πρέπει να προβλεφθεί ένα νέο πλαίσιο ασφάλειας της Κύπρου με χρονοδιάγραμμα αποχώρησης των στρατευμάτων.
Στη δομή του κράτους τροποποιείται η βασική δομή (state of affairs) της συμφωνίας της Ζυρίχης του 1959. Το αρχικό δικοινοτικό-συναινετικό (consociational) κράτος θα ανασυγκροτηθεί σε ομοσπονδία. Κατά τον κανόνα, το ομοσπονδιακό σύνταγμα θα ορίζει: ένα κεντρικό ομοσπονδιακό κράτος και δύο συνιστώσες ομόσπονδες πολιτείες, την ισοτιμία των πολιτειών (κανόνας κάθε ομοσπονδίας) στις περιφέρειές τους και στις αρμοδιότητές τους, τη σχέση μεταξύ των φορέων (κεντρικό κράτος – πολιτείες) και τις διακριτές εξουσίες της κεντρικής ομοσπονδίας και των συνιστωσών πολιτειών που είναι αμοιβαία αποκλειστικές, την οργάνωση της κεντρικής ομοσπονδίας στη μεν εκτελεστική εξουσία: είτε με πρόεδρο/αντιπρόεδρο ή με θητεία ή εκ περιτροπής αλλά με υπουργικό συμβούλιο, είτε με συλλογική προεδρία και στη νομοθετική εξουσία με δύο κοινοβουλευτικά σώματα, ορίζοντας ρητά τις αρμοδιότητες που θα ασκεί, ενώ οι πολιτείες έχουν το τεκμήριο αρμοδιότητας. Αυτή είναι η αρχιτεκτονική της ομοσπονδίας.
Η ομοσπονδία έχει διεθνή υπόσταση. Οι συνιστώσες κοινότητες/πολιτείες δεν αποτελούν κυρίαρχες οντότητες, διαφορετικά προσήκει περισσότερο σε συγκρότηση συνομοσπονδίας για την οποία δεν συντρέχει καμία πραγματική συνθήκη. Η σύσταση δύο κρατών δεν εμπίπτει στο πλαίσιο ομοσπονδίας που εντέλλεται το ΣΑ/ΗΕ. Η τουρκοκυπριακή πλευρά στο παρελθόν έχει απαιτήσει να αναγνωρισθεί προηγουμένως, έστω για μία ημέρα, η παράνομη οντότητά της που αυτοανακηρύχθηκε σε κράτος, αλλά η προοπτική έχει ακυρωθεί από το ΣΑ/ΗΕ το 1983.
Το μείζον είναι ότι στη διακυβέρνηση της κεντρικής ομοσπονδίας θα συμμετέχουν οι δύο κοινότητες/πολιτείες. Ζητούμενο είναι η οργάνωση των εξουσιών, με δεδομένη την αναλογική συμμετοχή τους. Εξίσου σημαντική επίσης είναι η άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας να συντείνει στην ενοποίηση, η δε λήψη των αποφάσεων να είναι λειτουργική και συναινετική, με όλες τις δικλίδες ασφαλείας και άρσης των αδιεξόδων, για να μην περιέλθει σε παράλυση το ομοσπονδιακό κράτος, που είναι ο συνεκτικός ιμάντας. Αυτό είναι κρίσιμο στοίχημα για τη βιωσιμότητα της ομοσπονδίας. Συνθήκες συναίνεσης αντί αρνησικυρίας ιδιαιτέρως στις σχέσεις των κοινοβουλευτικών σωμάτων με την εκτελεστική εξουσία (προεδρικού συστήματος) είναι καθοριστικές. Αυτές θα μπορούσαν να προβλεφθούν μέσω διαδικασιών ανάδειξης των αιρετών της εκτελεστικής εξουσίας και των κοινοβουλευτικών σωμάτων, δηλαδή να επιτυγχάνεται ευρεία συναίνεση από τη βάση, όπως έχει προταθεί στο παρελθόν, είτε μέσω ενιαίου ψηφοδελτίου, είτε διασταυρούμενης ψήφου, προκειμένου αιρετοί να μην εκλέγονται μόνο από την κοινότητά τους.
Προς ενίσχυση της συνοχής και σε υποθετική περίπτωση που η διζωνική ομοσπονδία πολωθεί και εκφυλιστεί προς φυγόκεντρες τάσεις, θα μπορούσε να λειτουργεί ενοποιητικά μια κοινή περιφέρεια για την έδρα των ομοσπονδιακών υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων, κατά το ανάλογο των Βρυξελλών.
Η θεραπεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που παραβίασε η εισβολή και κατοχή, αφορά: στην ανάκτηση/αποζημίωση των περιουσιών Ελληνοκυπρίων, στην επιστροφή και εγκατάστασή τους, καθώς και στην ελεύθερη κυκλοφορία. Προϋπόθεση της αποκατάστασης των δικαιωμάτων είναι η προηγούμενη λύση επί του εκκρεμούς εδαφικού. Αυτό θα αφορά το ποσοστό εδάφους, μικρότερο από το κατεχόμενο, που θα περιέλθει στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και το οποίο θα καθορίσει το ποσοστό επιστροφής περιοχών υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση, με αντίστοιχη επιστροφή Ελληνοκυπρίων σε αυτές. Ομοίως οι προσαρμογές θα επηρεάσουν το ποσοστό επιστροφής Ελληνοκυπρίων και τα δικαιώματα που θα ασκούν σε περιοχές που θα παραμείνουν υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση.
Η συγκρότηση ομοσπονδίας τροποποιεί μόνο τη συνταγματική δομή της συμφωνίας της Ζυρίχης του 1959, διατηρώντας σε ισχύ αμετάβλητη την εγκαθίδρυση και κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ομοσπονδία δεν θα αποτελεί νέο κράτος, αλλά μετεξέλιξη του αρχικού. Εξάλλου, η αρχή της κρατικής συνέχειας είναι βαθιά εμπεδωμένη στο διεθνές δίκαιο και τυχόν διάλυση ή διαδοχή θα προϋπέθετε τη συναίνεση όλων των εμπλεκόμενων μερών με την αντίστοιχη διεθνή αναγνώριση.
*Ο κ. Πέτρος Λιάκουρας είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, συγγραφέας του βιβλίου «Το Κυπριακό από τη Ζυρίχη στη Λουκέρνη, σε αναζήτηση ομοσπονδιακής επίλυσης» (Αθήνα, Ι. Σιδέρης, 2007).