Ζοζέ Σαραμάγκου
Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις
Μετάφραση Αθηνά Ψυλλιά.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2020, σελ. 498, τιμή 18 ευρώ
Λισαβόνα, 1935. Ενας γιατρός ονόματι Ρικάρντο Ρέις φτάνει μια βροχερή μέρα από τη Βραζιλία στη Λισαβόνα με ατμόπλοιο και καταλύει σ’ ένα άνετο ξενοδοχείο πάνω στη θάλασσα. Ελειπε δεκαέξι χρόνια από την Πορτογαλία. Δεν είναι μόνον γιατρός αλλά και – πρωτίστως – ποιητής. Ο Ρικάρντο Ρέις, βέβαια, είναι ένας από τους ετερώνυμους του κορυφαίου πορτογάλου μοντερνιστή Φερνάντο Πεσόα. Εδώ, στο εξαιρετικά ευρηματικό μυθιστόρημα, από τα καλύτερα του Ζοζέ Σαραμάγκου, Η χρονιά του θανάτου του Ρικάρντο Ρέις (σημαντικό που η αφήγηση είναι χρονολογημένη), γίνεται πρωταγωνιστής. Και επιστρέφει στη Λισαβόνα τη χρονιά που πέθανε ο Πεσόα. Είναι βέβαια ένα όνομα, ένα alter ego του Πεσόα, ενδεχομένως και του συγγραφέα – μολονότι σε πολύ μικρότερο βαθμό -, όμως είναι και κάτι περισσότερο: ο Σαραμάγκου τον παρουσιάζει πραγματικό. Πρόκειται για εξαιρετικό μυθοπλαστικό εύρημα, υπερρεαλιστικό, θα έλεγε κανείς, αλλά όχι ακριβώς: το «παραξένισμα» αυτό (καμία σχέση με το αντίστοιχο του Μπρεχτ) χαρακτηρίζει άλλωστε τόσο την πεζογραφία της Ιβηρικής όσο και της Λατινικής Αμερικής. Μας προϊδεάζει άλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας από την αρχή, με ένα μότο από τον Πεσόα: «Αν μου πουν πως είναι παράλογο να μιλώ έτσι για κάποιον που ποτέ δεν υπήρξε, θ’ απαντήσω πως ούτε για τη Λισαβόνα έχω αποδείξεις ότι υπήρξε ποτέ, ούτε για μένα που γράφω, ή για οτιδήποτε, όπου κι αν είναι αυτό». Η λογοτεχνία, επομένως, είναι το μεγαλειώδες ψέμα που γίνεται αλήθεια – ή το αντίστροφο.
Η Πορτογαλία έχει δικτατορικό καθεστώς υπό τον Σαλαζάρ – αλλά δικτατορικά είναι και άλλα καθεστώτα στην Ευρώπη: του Μουσολίνι, του Χίτλερ. Και το ξενοδοχείο όπου μένει ο Ρικάρντο Ρέις είναι γεμάτο ισπανούς ακροδεξιούς που συνωμοτούν εναντίον της δημοκρατικής κυβέρνησης της Ισπανίας. Ο Ρέις παρακολουθείται από την αστυνομία του Σαλαζάρ, που τον ανακρίνει. Στα νιάτα του υπήρξε φιλελεύθερος, όπως και ο δημιουργός του, ο Πεσόα, και έφυγε για τη Βραζιλία. Από τη Βραζιλία αναχώρησε έπειτα από ένα αποτυχημένο πραξικόπημα της Αριστεράς. Οχι όμως μόνον γι’ αυτό, όπως διαπιστώνει κανείς καθώς προχωρεί στην ανάγνωση. Επιστρέφοντας τώρα στη Λισαβόνα ο Ρέις δεν γνωρίζει σχεδόν κανέναν. Μένει στο ξενοδοχείο για ένα διάστημα και στη συνέχεια σ’ ένα κομψό διαμέρισμα. Και το μόνο που κάνει είναι να περιπλανιέται στους δρόμους της πόλης, που ο Σαραμάγκου την περιγράφει έξοχα και την καθιστά κι αυτή πρωταγωνιστή στο μυθιστόρημά του. Το πορτογαλικό μπαρόκ αυτής της εμβληματικής ευρωπαϊκής πόλης ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας με απαράμιλλη γοητεία.
Δύο γυναίκες
Ο Ρέις θα συναντήσει δύο γυναίκες στο ξενοδοχείο. Η μία είναι η νεαρή Μαρσέντα, είκοσι τριών ετών, που έρχεται στην πόλη μια φορά τον μήνα για θεραπεία (το αριστερό της χέρι είναι ανάπηρο) μαζί με τον πατέρα της, έναν ευκατάστατο αστό. Στην πραγματικότητα, το χέρι δεν μπορεί να θεραπευθεί και οι επισκέψεις έχουν άλλον σκοπό: να συναντά ο πατέρας την ερωμένη του. Ο Ρέις συνάπτει δεσμό με την κοπέλα, όμως η σχέση τους δεν ολοκληρώνεται. Αυτό θα συμβεί με μιαν άλλη γυναίκα, την τριαντάχρονη Λίντια, καμαριέρα του ξενοδοχείου. Αυτή ανήκει στην κατώτερη τάξη και ο αδερφός της είναι ναύτης, κομμουνιστής που σκοτώνεται έπειτα από μια αποτυχημένη ανταρσία.
Αλλά ο Ρέις είναι μια εκπληκτική φιγούρα. Αβέβαιος και περίεργος σε βαθμό υπερβολής. Θέλει να μάθει τα πάντα προκειμένου να εξηγήσει τα πάντα. Επιδίδεται σε εξοντωτικούς περιπάτους και διαβάζει όσα δημοσιεύονται στις εφημερίδες, ακόμη και τις διαφημίσεις. Η πραγματικότητα συντίθεται από τις υποθέσεις που κάνει – κι αυτό ο Σαραμάγκου μας το παρουσιάζει με εξαιρετικό χιούμορ. Η δική του πραγματικότητα επομένως είναι ο παραλογισμός, μέσα στον οποίο κινείται. Γι’ αυτό και μοιάζει «λογικός» ο έτερος παραλογισμός: ο πρωταγωνιστής του Σαραμάγκου συναντά μια μέρα στο νεκροταφείο το φάντασμα του δημιουργού του: του Φερνάντο Πεσόα. Ομως το νεκροταφείο αυτό δεν είναι ένα ακόμη εύρημα ή μια, ας πούμε, αλληγορία. Είναι ο σκοτεινός καθρέφτης της ίδιας της πόλης.
Διπλός μονόλογος
Πεσόα και Ρέις θ’ αναπτύξουν μια ιδιαίτερη σχέση, έναν διάλογο που στην αφήγηση του Σαραμάγκου παρουσιάζεται ως διπλός μονόλογος, όπου ενσωματώνονται συζητήσεις και στίχοι, ένα ατελεύτητο, ειρωνικό και πικρό ταυτοχρόνως, σχόλιο για την κοινωνία, την τέχνη, τη ζωή, τα υπαρξιακά ερωτήματα που βασανίζουν τους ανθρώπους, τον κόσμο. Ομως ο κόσμος αυτός οδηγείται στον καταστροφικό Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον μεγαλύτερο παραλογισμό του 20ού αιώνα. Αναπόφευκτα, ο θάνατος του Ρέις θα είναι παράλογος σαν την ύπαρξή του, σαν τη σχέση του με τον δημιουργό του και την προσπάθειά του να καταστήσει πραγματικό εκείνο που δεν υπάρχει. Ο Πεσόα θα τον επισκεφθεί στο ξενοδοχείο για να τον αποχαιρετήσει και να του πει ότι δεν θα ξανασυναντηθούν. Ο Ρέις όμως έχει άλλη άποψη: θα ακολουθήσει τον δημιουργό του και έτσι θα πεθάνει κι αυτός.
Ρέκβιεμ για τη Λισαβόνα
Λένε πως πολλοί επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους για να πεθάνουν. Δεν είναι βέβαιο ότι ο Ρικάρντο Ρέις επιστρέφει για τον ίδιο λόγο, ούτε όμως και για να βρει τον εαυτό του. Ενδέχεται και για τα δύο – ο Σαραμάγκου αφήνει μετέωρο το ερώτημα σε τούτο το λυρικό, υπαρξιακό, κοινωνικό και «ειρωνικό», αν μου επιτρέπεται, ρέκβιεμ για την πόλη, την Ευρώπη και τον Πεσόα. Ενα σπουδαίο μυθιστόρημα – από τα καλύτερά του.
Αυτή είναι μια νέα έκδοση του βιβλίου που το μετέφρασε η Αθηνά Ψυλλιά, κατ’ εξοχήν αρμόδια, αφού μετέφρασε και τα υπόλοιπα έργα του κορυφαίου πορτογάλου πεζογράφου. Και έφερε με επιτυχία σε πέρας κάτι πολύ δύσκολο: να μεταφέρει στη γλώσσα μας το μοναδικό ύφος του Σαραμάγκου. Η έκδοση συνοδεύεται και από αρκετές σημειώσεις στο τέλος του μυθιστορήματος. Δεν είναι απαραίτητες για να το διαβάσει κανείς, είναι όμως αναγκαίες αν θέλει να σχηματίσει πληρέστερη εικόνα για το πολιτισμικό, το γεωγραφικό και το ιστορικό τοπίο που ξεδιπλώνει αυτός ο σημαντικός συγγραφέας.