«Υπηρέτησα πάνω από 35 χρόνια ως καθηγητής σε κεντρικό ΑΕΙ και μπορώ να σας βεβαιώσω ότι σε ορισμένες περιπτώσεις καταστρατηγήθηκε η έννοια της ανοικτής διαδικασίας εκλογής καθηγητών, ειδικά στις εξελίξεις από μια καθηγητική βαθμίδα σε άλλη. Ο γιος μου είχε την οδυνηρή εμπειρία να θέσει υποψηφιότητα σε ελληνικό ΑΕΙ, υποδιευθυντής άλλωστε ο ίδιος σε μια από τις μεγαλύτερες πανεπιστημιακές κλινικές της Γερμανίας, αλλά τελικά το Ιδρυμα επέλεξε τον 67χρονο συνυποψήφιό του, ελάχιστες ημέρες πριν από τη συνταξιοδότησή του…».

«Στο πρόσωπο του ανώνυμου καθηγητή ΕΔΙΠ (σ.σ. Εργαστηριακό Διδακτικό και Επιστημονικό Προσωπικό) που κατήγγειλε ότι τον απείλησαν για να αποσύρει την υποψηφιότητά του σε θέση επίκουρου καθηγητή σε κεντρικό ΑΕΙ, με τον οποίο ήρθατε σε επαφή, είδα τον εαυτό μου, αλλά και δεκάδες (αν όχι εκατοντάδες) ΕΔΙΠ στα ελληνικά πανεπιστήμια…».

Το παιχνίδι έχει χαθεί πριν καν παιχθεί

Αυτές είναι μόνο μερικές από όσες καταγγελίες ακολουθούν τις εκλογικές διαδικασίες στα ΑΕΙ τα τελευταία χρόνια και όσες επιτρέπει ο δημοσιογραφικός χώρος να καταγραφούν σε ένα αφιέρωμα. Περισσότερες συζητιούνται κάθε μέρα μεταξύ των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας της χώρας, στην οποία άλλοι είναι στην ευτυχή θέση να αποτελούν μέρος της καθηγητικής βαθμίδας της, άρα μειδιούν, και άλλοι μελαγχολούν, καθώς ανεξαρτήτως των προσόντων τους καταλαβαίνουν ότι το παιχνίδι είναι – πριν παιχθεί – χαμένο.

Χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα των παραπάνω είναι οι πρόσφατες καταγγελίες υποψηφίων για την προκήρυξη δύο θέσεων που σίγουρα κάποιος δεν θα θεωρούσε προτεραιότητα σε ένα Τμήμα Φυσικής όπως εκείνο του νέου Διεθνούς Πανεπιστημίου (που προήλθε από τη συνένωση τριών ΤΕΙ της Βόρειας Ελλάδας): Αν όχι λοιπόν «φωτογραφικές», πώς αλλιώς θα χαρακτήριζαν οι καταγγέλλοντες, τις νέες θέσεις που δεν έχουν αυτοτελές αντικείμενο Φυσικής, αλλά αφορούν τη «Στατιστική Φυσική κραμάτων ημιαγωγών και πολυπλοκότητας κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων» και τα «Χαοτικά ηλεκτρονικά κυκλώματα και νανοδιατάξεις»…

«Το Βήμα» έθεσε σε έγκριτους πανεπιστημιακούς του εξωτερικού τα ερωτήματα: «Θα γυρίζατε στην Ελλάδα; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις γι’ αυτό;». Και αυτό είναι το δεύτερο μέρος των διηγήσεών τους.

 

Οι σκανδαλώδεις επιλογές για τις θέσεις

Η κυρία Γεωργία Φουστέρη, Group Leader στο Διαβητολογικό Ερευνητικό Κέντρο San Rafaelle του Μιλάνου, είχε προσπαθήσει (ανεπιτυχώς) να επιστρέψει στην πατρίδα μας και στα ελληνικά πανεπιστήμια. Η ίδια περιγράφει την εμπειρία της. «Οσον αφορά τη δική μου περίπτωση, αν θυμάμαι καλά 5-6 χρόνια πριν ξεκίνησα να κάνω κάποιες αιτήσεις μέσω του συστήματος της ΑΠΕΛΛΑ και συχνά έφτανα μέσα στους 5 πρώτους επιλεγόντες, αλλά ποτέ πρώτη, αν και κατά την άποψή μου σε κάποιες περιπτώσεις θα έπρεπε να είχα καλύτερη θέση» εξομολογείται στο «Βήμα».

«Σε κάποιες περιπτώσεις ήταν ξεκάθαρο ότι οι συνυποψήφιοί μου είχαν καλύτερο βιογραφικό. Σε κάποιες άλλες όμως όχι, τουλάχιστον όχι ο πρώτος στη λίστα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι για μια θέση επίκουρου καθηγητή εκλέχθηκε ένας επιστήμων με μια δημοσίευση σε πολύ καλό επιστημονικό περιοδικό (που όμως το έκανε ως postdoc) και κάποια ακόμη δημοσίευση που να είχε κάνει στη διάρκεια του διδακτορικού του! Δεν νομίζω συνολικά να είχε περισσότερες από 5-6 δημοσιεύσεις» αναφέρει χαρακτηριστικά. «Υπήρχαν άλλοι συνυποψήφιοι με πολύ καλύτερο βιογραφικό από τον συγκεκριμένο υποψήφιο, που όμως ήρθαν δεύτεροι και τρίτοι. Το θεώρησα σκανδαλώδες. Ο επιστήμονας αυτός έμαθα εκ των υστέρων ότι ήταν πρώην διδακτορικός φοιτητής ενός καθηγητή του πανεπιστημίου όπου εκλέχθηκε. Δεν αμφισβητώ τις δεξιότητές του και τις προοπτικές του συγκεκριμένου υποψηφίου, αλλά δεν είχε ακόμα την εμπειρία για καθηγητής πανεπιστημίου κατά την άποψή μου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αντικειμενικά δεν έπρεπε να βρεθεί πρώτος στην επιλογή. Μέσα από αυτές τις αιτήσεις έμαθα πώς λειτουργούν τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα.

Δυστυχώς, ζώντας στο εξωτερικό τα τελευταία 15 χρόνια, δεν γνώριζα την ελληνική πραγματικότητα των πανεπιστημίων» λέει η κυρία Φουστέρη.

Τι πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν

«Είναι πολλά αυτά που κατά τη γνώμη μου μπορούν να αλλάξουν στην Ελλάδα» δηλώνει. «Και οι ίδιοι οι καθηγητές των ελληνικών ΑΕΙ, πιστεύω, θα συμφωνούσαν. Θεωρώ ότι μπορούμε να πάρουμε παράδειγμα από άλλες χώρες του εξωτερικού. Πέραν του βιογραφικού, θα πρέπει κατά την άποψή μου να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι συνεργασίες του υποψηφίου σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως καταγράφονται και από τις δημοσιεύσεις του, επιχορηγήσεις της έρευνάς του κ.λπ. Κυρίως όμως από τη βαθιά γνώση και το όραμα για το αντικείμενό του, την εκπαίδευσή του, αλλά και το πόσο είναι αφοσιωμένος και τι θέλει να προσφέρει βέβαια στη χώρα. Επίσης, υπάρχουν πολλοί σπουδαίοι επιστήμονες που επιστρέφουν αλλά βρίσκονται «κλεισμένοι» σε μια πραγματικότητα που δεν τους αφήνει να ανθήσουν. Ελπίζω πραγματικά να δω κάποιες αλλαγές στη χώρα μας και πραγματικά επιστημονικά «είμαι εδώ» με τις ιδέες μου και την παρουσία μου για κάθε περίπτωση που κριθεί ότι χρειάζεται» συνεχίζει.

Η πόρτα έκλεισε δύο φορές

«Δύο φορές μου πέρασε από τον νου μου να γυρίσω στην Ελλάδα» δηλώνει από την πλευρά της η κυρία Ελένη Αναστασιάδου, Senior Research Associate στο Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης. «Την πρώτη φορά ήταν το 2009, όταν τέλειωσα το διδακτορικό μου στην Πειραματική Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης Sapienza. Εστειλα ένα email σε έναν καθηγητή του Αριστοτελείου, μου είπε «όχι», δεν επέμεινα, παρέμεινα στη Ρώμη και συνέχισα τις έρευνές μου και στο εν τω μεταξύ ειδικεύτηκα και στη Μικροβιολογία. Το 2014 έφυγα από τη Ρώμη, πήγα στην Βοστώνη όπου δέχθηκα μια ελκυστική πρόταση να δουλέψω ως ερευνήτρια σε ένα από τα ονομαστά νοσοκομεία του Harvard, το BIDMC. Το 2018 αποφάσισα να γυρίσω στη Ρώμη, όπου με περίμενε μια θέση ερευνήτριας στο Sapienza. Βέβαια το κρυφό μου όνειρο (ουτοπία) ήταν να επαναπατριστώ στη Θεσσαλονίκη, οπότε πριν δεχθώ τη θέση στη Ρώμη επιχείρησα ξανά για δεύτερη φορά, μίλησα με έναν εξαιρετικό καθηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αλλά και πάλι έλαβα αρνητικές απαντήσεις» διηγείται. «Για να πω την αλήθεια, δεν περίμενα και το αντίθετο. Οπότε γύρισα στη Ρώμη, πήρα τη θέση ερευνήτριας που πρόσφατα αναβαθμίστηκε ως καθηγήτρια και έχω την ερευνητική μου ομάδα. Η Ιταλία δεν είναι βέβαια Αμερική και εδώ υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός για τις λίγες πηγές χρηματοδότησης, αλλά νομίζω ότι η Ελλάδα βρίσκεται ίσως σε χειρότερη κατάσταση από πλευράς χρηματοδοτήσεων και μέσων για έρευνα, με την έννοια μηχανημάτων αλλά και γραφειοκρατίας. Από τη άλλη δεν επιδιώκω να καταδικάσω τα ελληνικά πανεπιστήμια για την έλλειψη αξιοκρατίας, διότι είναι κάτι που αντιμετωπίζουν και αλλά ευρωπαϊκά κράτη, ίσως σε μικρότερο βαθμό, αλλά υπάρχει. Θα μου άρεσε να επιστρέψω στην πατρίδα μου με την προϋπόθεση αρχικής χρηματοδότησης που να επιτρέπει την άμεση έναρξη ερευνών και πρόσληψης εργαστηριακού προσωπικού. Δραστική μείωση γραφειοκρατίας και αύξηση αξιοκρατικών κριτήριων που θα ευνοούν την αριστεία» λέει στο «Βήμα».

«Πιστεύω ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις επιστημονικής ανάπτυξης στη χώρα μας, αλλά θα πρέπει να αναπτυχθεί πρώτα μια αρμονία μεταξύ πολιτικής και επιστήμης, ώστε να φθάσουν σε ένα σημείο θετικής αλληλεπίδρασης. Επιπλέον, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αναχαίτηση του νεποτισμού στα πανεπιστήμια, που σίγουρα θα έδινε μια διαφορετική ανάσα στην εξέλιξη των αρίστων».

Στην Κρήτη ύστερα από 19 χρόνια σε πανεπιστήμια ανά τον κόσμο

Η κυρία Εμμανουέλα Φιλιππίδη τα κατάφερε να γυρίσει! Είναι σήμερα επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Επιστήμης και Τεχνολογίας Υλικών στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης. «Εφυγα από την Αθήνα λίγο πριν από τα 18 μου και ύστερα από 19 χρόνια στο εξωτερικό, κυρίως στις ΗΠΑ, επέστρεψα ως επίκουρη καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Κρήτης» λέει στο «Βήμα». «Στα 19 αυτά χρόνια είχα την ευτυχία να αποκτήσω εμπειρίες από ιδιωτικά και δημόσια πανεπιστήμια, μη-πανεπιστημιακά ινστιτούτα και R&D μεγάλης εταιρείας. Προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές έκανα στη Βοστώνη στη Βιοϊατρική Μηχανική, στα Harvard και Boston University αντίστοιχα. Το διδακτορικό μου ολοκληρώθηκε στη Φυσική στο New York University και η μεταδιδακτορική έρευνα στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας Santa Barbara (4 χρόνια) πριν από τη μετακόμιση στην Ευρώπη (ενάμιση χρόνο σε δύο Max Planck Ινστιτούτα της Δρέσδης). Ανήκω στους πειραματικούς επιστήμονες της επιστήμης (βιο)υλικών, που σημαίνει πως η εργασία μου απαιτεί αναλώσιμα, υποδομές και πειραματικές διατάξεις» αναφέρει.

«Η ερώτηση που θα έπρεπε να κάνουν καθημερινά έλληνες υπουργοί, πρυτάνεις και όσοι ασχολούνται με την τριτοβάθμια και δευτεροβάθμια παιδεία ή έρευνα θα έπρεπε να είναι: Πώς θα δημιουργήσουμε αξιοπρεπείς – και σε επόμενο στάδιο ανταγωνιστικές – συνθήκες για να προτιμήσουν ανερχόμενοι νέοι έλληνες επιστήμονες να στήσουν εργαστήριο στην Ελλάδα αντί για την οποιαδήποτε χώρα της Δυτικής Ευρώπης;» αναρωτιέται η κυρία Φιλιππίδη.