«Μήλον της έριδος» το οκτάωρο, που γίνεται δεκάωρο, στη βάση ατομικών συμφωνιών εργοδότη – εργαζομένου. Και ο κ. Υπουργός ανάμεσα στα άλλα δικαιολόγησε τη ρύθμιση αυτή λέγοντας ότι πολλοί εργαζόμενοι θα κερδίσουν χρόνο για το «μάζεμα στις ελιές»!! Και οι πολλοί εργαζόμενοι που δεν έχουν ελιές, τι θα κάνουν;
Πιστεύω ότι πρέπει να σοβαρευτούμε. Ο δημόσιο διάλογος για τόσο σοβαρά ζητήματα που αλλάζουν τις εργασιακές και κοινωνικές δομές, δεν πρέπει να εξαντλείται σε επικοινωνιακούς μονολόγους.
Κρίσιμο και πρωταρχικό θέμα να ενεργοποιήσουμε, να δώσουμε χώρο και χρόνο, στο θεσμικό, κοινωνικό διάλογο, ανάμεσα στο κράτος και τα συλλογικά υποκείμενα (εργοδότες – εργαζόμενους), που εκπροσωπούν τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου. Να διεξαχθεί διάλογος ουσίας για τις μεγάλες ανατροπές στην παραγωγική διαδικασία, που έχουν προκαλέσει οι τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά και η πανδημία.
Στο επίκεντρο αυτών των αλλαγών βρίσκονται οι βασικές παράμετροι που συνθέτουν το περιεχόμενο της εξαρτημένης εργασιακή σχέσης.
Παράμετροι όπως:
Ο χρόνος εργασίας, το κόστος εργασίας, η αμοιβή, οι συνθήκες εργασίας και η δυνατότητα άσκησης των συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, που κατέκτησε με αγώνες το εργατικό κίνημα, να συνομιλεί και να διαπραγματεύεται με το κράτος και την εργοδοσία.
Οι αντιλήψεις και οι πολιτικές που διαμορφώνονται στο βήμα του θεσμικού κοινωνικού διαλόγου (με συγκρούσεις και συναινέσεις), με συλλογικές συμβάσεις και νόμους, ρυθμίζουν αυτές τις παραμέτρους και διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή και ειρήνη. Διαφορετικά η κάθε κυβέρνηση χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές ανάγκες της παραγωγής και προστασίας της εργασίας, όπως εκφράζονται από τους εκπροσώπους, θα νομοθετεί ερήμην τους.
Δυστυχώς τα Μνημόνια, με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, της διαιτησίας κ.α., «ενταφίασε» τον κοινωνικό διάλογο. Οι αντιστάσεις των συνδικάτων υπήρξαν για πολλούς λόγους ασθενείς. Η οικονομική κρίση σχεδόν κατήργησε στην ουσία έναν από τους βασικούς θεσμούς της δυτικοευρωπαϊκής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μάλιστα σε σημείο που ο ενιαύσιος βασικός μισθός, η αμοιβή να ορίζεται από το κράτος και όχι στο πεδίο των συλλογικών συμβάσεων.
Οι κυβερνητικές αντιλήψεις, που κυριαρχούν σήμερα, για την οριοθέτηση νέων παραμέτρων της εξαρτημένης εργασίας, δεν επιθυμούν να ανοίξουν την πόρτα σε ένα σοβαρό διάλογο ανάμεσα στο κράτος και τα συλλογικά υποκείμενα στο χώρο της παραγωγής. Οι απόψεις ότι πρέπει να αλλάξουμε τη νομοθεσία που ισχύει από πριν 40 χρόνια, αντίρρηση ουδεμία. Αλλά με μια ουσιαστική διαφορά. Να βελτιώνονται οι αμοιβές και η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, να γίνονται σεβαστά τα συνταγματικά δικαιώματα και όχι να οδηγούνται προς το χειρότερο και φτωχότερο.
Αρκούνται στους επικοινωνιακούς μονολόγους. Οι σκόρπιες παρατηρήσεις, όταν το νομοσχέδιο δημοσιευτεί για διαβούλευση, δεν θα προσφέρουν πολλά πράγματα. Στη συνέχεια στην πολιτική μονομαχία στη Βουλή, οι κοινωνικοί εταίροι θα βρίσκονται και πάλι εκτός «νυμφώνος».
Το δεύτερο στοιχείο, που εκφράζει και το πνεύμα των νέων ρυθμίσεων, είναι η «ατομικοποίηση», οι ατομικές συμβάσεις, που θα προσδιορίζουν τις παραμέτρους, τους όρους της εξαρτημένης εργασίας.
Η συλλογική νομική προστασία και οι συμβάσεις έρχονται σε δεύτερη μοίρα, αποδυναμώνοντας έτσι την παρεμβατική, διαπραγματευτική ισχύ των συνδικάτων. Το πνεύμα αυτό μας οδηγεί στον προηγούμενο αιώνα, όπου κυριαρχούσαν οι ατομικές συμβάσεις κάθε εργαζόμενου και ήταν προφανές ότι η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης θα είναι τραγική.
Το τρίτο στοιχείο ων ρυθμίσεων, όπως έχουν έρθει στη δημοσιότητα, περιορίζει την διαπραγματευτική ισχύ των συνδικάτων και αποδυναμώνει, περιορίζει την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας. Ένα από τα βασικά «όπλα» πίεσης των εργαζομένων απέναντι στο κράτος και την εργοδοσία.
Το τέταρτο στοιχείο, αφορά τον μισθό και την υπερωριακή απασχόληση των εργαζομένων, από το οκτάωρο στο δεκάωρο, (και από την πενθήμερη στην τετραήμερη απασχόληση με ημερήσιο δεκάωρο απασχόλησης) που αντί αμοιβής δίνεται ρεπό, άδειες κ.α, και όσοι έχουν ελιές να πάνε να τις μαζέψουν.
Μάλιστα σε μία περίοδο, όπου είναι δραματικά χαμηλές οι αμοιβές στην μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων, με τη ρύθμιση αυτή υποβαθμίζεται περαιτέρω η αγοραστική τους δύναμη. Γνωρίζοντας ότι περίπου το 30 με 35%, ίσως και παραπάνω, του απασχολούμενου εργατικού δυναμικού εργάζονται με μερική απασχόληση και άλλες μορφές ευέλικτης εργασίας, η υπερωριακή απασχόληση χωρίς αμοιβή θα είναι «θείο» δώρο για τους εργοδότες.
Το πέμπτο στοιχείο, αφορά τις ρυθμίσεις στη συλλογική προστασία της εργασίας και την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας. Η διάθεση προσωπικού ασφαλείας σε ποσοστό 40% αποδυναμώνει, για να μην βάσιμα ισχυρισθώ ότι «σκοτώνει» την απεργία στο δημόσιο. Και όπως είναι γνωστό στον ιδιωτικό τομέα η απεργία έχει γίνει πλέον δυσεύρετο δικαίωμα.
Επίσης το ηλεκτρονικό «φακέλωμα» των μελών, των συνδικάτων, πιστεύω ότι είναι ελληνική «πατέντα» και θα ελεγχθεί συνταγματικά η νομιμότητά του.
Το έκτο στοιχείο, αφορά την τηλεργασία, που ουσιαστικά αποτελεί την ολοκλήρωση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Το φαινόμενο της τηλεργασίας έχει θετικές πλευρές, αλλά και πολύ αρνητικές, διότι κυριολεκτικά θα αλλάξει τις κοινωνικές και εργασιακές δομές. Επαγγελματική και οικογενειακή δραστηριότητα συναντιούνται στον ίδιο χώρο, μακριά από τον τόπο της επιχείρησης και τους συναδέλφους. Για άλλους θα είναι ευλογία και για άλλους θα φαντάζει «καταστροφή».
Έχω επανειλημμένα αρθρογραφήσει για την ανάγκη ρύθμισης των όρων εργασίας με τη μορφή της τηλεργασίας. Υποστηρίζω πάντα ότι ένας ανοιχτός, ουσιαστικός, θεσμικός διάλογος ανάμεσα στα συλλογικά υποκείμενα και το κράτος θα διαμόρφωνε ουσιαστικούς κανόνες συλλογικής και ατομικής προστασίας για τη μορφή απασχόλησης, της τηλεργασίας, που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις και η πανδημία αυξάνουν με ταχύτατους ρυθμούς τις μορφές απασχόλησης – τηλεργασίας.
Το Δ.Γ.Ε., τα Ευρωπαϊκά συνδικάτα, Γ.Σ.Ε.Ε. και άλλα ινστιτούτα διεξάγουν έρευνες και μελετούν κανόνες για την προστασία των εργαζομένων στο πεδίο της τηλεργασίας.
Είναι ανάγκη, αλλά δεν βλέπω φως στον ορίζοντα, πολιτικά και συλλογικά υποκείμενα να δώσουν χώρο και χρόνο στους εκπροσώπους των παραγωγικών δυνάμεων για τη διαμόρφωση των ρυθμίσεων του νέου εργασιακού τοπίου, που φέρνει ανατροπές στις κοινωνικές και εργασιακές δομές.
Ο κ. Λουκάς Θ. Αποστολίδης είναι δικηγόρος, πρ. Αντιπρόεδρος της Βουλής