Με κάποια πράγματα δεν παίζουμε.
Δεν είναι για πολιτική εκμετάλλευση.
Δεν είναι για να κάνουμε διαβήματα και μετά να προσπαθούμε με αυτά να αυξήσουμε τη δημοφιλία μας.
Δεν είναι για να κατατίθενται ερωτήσεις στη Βουλή.
Και ένα από αυτά είναι η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης.
Δηλαδή, να μπορεί κάποιος να εκφραστεί ελεύθερα μέσα στην κοινωνική ζωή.
Χωρίς να έχει τον φόβο της φίμωσης και λογοκρισίας.
Αρκεί να μη συκοφαντεί συνειδητά, να μην χρησιμοποιεί ρητορική μίσους, να μην προτρέπει στη βαναυσότητα.
Γιατί η Δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ελευθερία του λόγου.
Γιατί χωρίς ελευθερία του λόγου δεν υπάρχει ελεύθερη συζήτηση, διακίνηση ιδεών, διάλογος, ύπαρξη πολιτικής πολυφωνίας, κοινοβουλευτισμός.
Στην καλλιτεχνική έκφραση μάλιστα η ελευθερία είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Γιατί εκεί μπαίνει και το ζήτημα της δημιουργικότητας και της καλλιτεχνικής φαντασίας και η επίγνωση ότι δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο απαγόρευσης το ότι κάτι δεν μας αρέσει ή το ότι αισθανόμαστε ότι «προσβάλλει τα ήθη».
Όλα αυτά δεν τα καταλάβαμε αμέσως.
Χρειάστηκαν μεγάλες συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις και αγώνες.
Στη διαδρομή έργα που σήμερα τα θεωρούμε κλασικά και που δεν πρέπει να λείπουν από μια βιβλιοθήκη ή ένα μουσείο, αρχικά απαγορεύτηκαν και οι δημιουργοί τους διώχτηκαν, για να αποκατασταθούν μετά.
Ακόμη περισσότερο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι διώξεις κατά καλλιτεχνών πάντα συνόδευαν αυταρχικές καταστάσεις και το να ρίχνονται στην πυρά βιβλία και έργα τέχνης ήταν κάτι που μόνο τα ολοκληρωτικά καθεστώτα έκαναν.
Οι Ναζί μάλιστα οργάνωναν δημόσιες τελετές πυρπόλησης βιβλίων, θυμίζοντας ανατριχιαστικά τα λόγια του ποιητή Χάινριχ Χάινε που είχε πει ότι «εκεί όπου καίνε βιβλία, μία μέρα θα καίνε και ανθρώπους».
Και στη χώρα μας οι εποχές που λειτουργούσε η προληπτική λογοκρισία ήταν σκοτεινές εποχές.
Τα ρεμπέτικα, που σήμερα τα θεωρούμε πολιτιστικό θησαυρό της χώρας, η δικτατορία του Μεταξά τα απαγόρευσε γιατί είχαν αναφορές σε «παραβατικές» συμπεριφορές και ας ήταν τέτοια η θεματική τους ως λαϊκών τραγουδιών των αστικών κέντρων.
Στα χρόνια του Εμφυλίου, λογοκρίνονταν οι στίχοι που αναφέρονταν στο δράμα της χώρας.
Ο Καλδάρας υποχρεώθηκε να αλλάξει τους στίχους στο «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» και η δημόσια εκτέλεση του τραγουδιού του Τσιτσάνη «Κάποια μέρα αναστενάζει» απαγορεύτηκε το 1947, γιατί οι λογοκριτές φοβήθηκαν το αντιπολεμικό του μήνυμα.
Και είχαν το λόγο τους, γιατί σε εκείνη την αδελφοκτόνα σύγκρουση το τραγουδούσαν με την ίδια συγκίνηση και οι στρατιώτες και οι αντάρτες.
Τα λέω αυτά για να εξηγήσω γιατί με μερικά πράγματα δεν παίζουμε.
Φώναξαν στην ΕΡΤ τον Σπύρο Γραμμένο.
Καλά έκαναν, γιατί είναι ένας καλλιτέχνης με έργο και παρουσία.
Και του είπαν να πει τραγούδια ζωντανά στο στούντιο. Ακόμη καλύτερα γιατί αυτό πάντα κάνει μια εκπομπή καλύτερη.
Και αυτός είπε και ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του.
Και αυτό είναι ένα γλυκό και χιουμοριστικό τραγούδι για έναν πιτσιρικά.
Από αυτούς που υπάρχουν χιλιάδες γύρω μας. Από αυτούς που τους βλέπουμε σε μεγάλες διαδηλώσεις και στις εκρήξεις της νεολαίας. Από αυτούς που μας θυμίζουν ότι δουλειά της νεολαίας είναι να εξεγείρεται.
Ένα τραγούδι που ούτε μανιφέστο είναι, ούτε πολιτική παρέμβαση. Σχόλιο είναι για την κοινωνία, το πώς συμπεριφέρεται στη νεολαία, την ελληνική οικογένεια.
Και ξαφνικά γίνεται ο χαμός!
Εξεγείρονται διάφοροι γιατί επιτράπηκε να παιχτεί ένα τραγούδι στη δημόσια τηλεόραση.
Και ζητούν ευθύνες και παρέμβαση των αρχών.
Για ένα τραγούδι.
Πολύ γνωστό. Που έχει παιχτεί συχνά στα ραδιόφωνα. Που με δυο κλικ το βρίσκεις στο youtube και το ακούς όποτε θες.
Σοβαρά τώρα: Κινδυνεύει κανείς από ένα τραγούδι; Απειλείται η «δημόσια τάξις» από ένα τραγούδι; Θα υπονομευτεί η «κοινωνική ειρήνη» από ένα τραγούδι; «Προσβάλλεται» κανείς από ένα τραγούδι;
Άμα δεν σου αρέσει ένα τραγούδι, απλώς δεν το ακούς.
Γιατί εάν επειδή δεν σου αρέσει ένα τραγούδι θες και να μην ακούγεται, τότε ζητάς λογοκρισία.
Και λογοκρισία και δημοκρατία δεν συνδυάζονται.