Γνωρίζουμε ότι, στην μεταπολεμική τάξη πραγμάτων, ακόμη και στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, τρεις κυρίως αντικειμενικοί παράγοντες διαμορφώνουν το πλαίσιο των επιλογών μιας χώρας, όσο ισχυρής και αν είναι, στην εξωτερική της πολιτική.
1. Η δική της θέση ισχύος, με ότι σημαίνει αυτό, στην συγκυρία, που πρέπει να λάβει τις αποφάσεις.
2. Η αντίστοιχη θέση ισχύος της χώρας με την οποία χρειάζεται να διαπραγματευτεί μια συμφωνία.
3. Οι συμμαχίες της κάθε πλευράς και η δυνατότητα αξιοποίησής τους.
Οι διμερείς και πολυμερείς διεθνείς σχέσεις διαμορφώνονται από το διεθνές δίκαιο, αλλά και από τον συσχετισμό δυνάμεων των εμπλεκομένων χωρών.
Φυσικά, όλοι μιλούν στο όνομα του διεθνούς δικαίου, όλοι όμως ξέρουν ότι, οι διεθνείς σχέσεις διαμορφώνονται κυρίως από τους συσχετισμούς δυνάμεων.
Εάν οι συσχετισμοί δυνάμεων είναι ισοδύναμοι ή σχετικά ισοδύναμοι, τότε το διεθνές δίκαιο έχει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση των πρωτοβουλιών και των αποφάσεων ή οι σχέσεις των χωρών οδηγούνται στην στασιμότητα.
Εάν το πλαίσιο αυτό το εφαρμόσουμε στα 46 και πλέον χρόνια της Μεταπολίτευσης, θα μπορέσουμε να ερμηνεύουμε και τις εξελίξεις των Ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η Ελλάδα ξεκινά την περίοδο της Μεταπολίτευσης σε θέση ελάχιστης ισχύος, κυρίως λόγω της Χούντας, απέναντι στην Τουρκία, είναι διεθνώς απομονωμένη, και με την τραγωδία της Κύπρου νωπή.
Στην συνέχεια η πορεία της είναι συνεχώς ανοδική, και στο τέλος της δεκαετίας του ’90 μπορεί να κοιτάξει την Τουρκία κατάματα.
Είναι μέλος της ΕΕ, δείχνει ικανή να πετύχει τα κριτήρια του Μάαστριχτ για να ενταχθεί στην ΟΝΕ, έχει κερδίσει την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, ολοκληρώνει την ενίσχυση της στρατιωτικής αποτρεπτικής της δύναμης με μεγάλο οικονομικό κόστος βέβαια, είναι αξιόπιστος εταίρος στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, κυρίως ως μοχλός άσκησης της πολιτικής των συμμάχων στην Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Ο Δεκέμβρης του 1999, εκτός από την δική της ισχύ, είναι μια ευνοϊκή συγκυρία για την χώρα μας, γιατί οι ισχυρές χώρες της ΕΕ θέλουν η κάθε μια για τους δικούς της λόγους, που πάνε στις αρχές του 20ου αιώνα, να υποστηρίξουν την μεγάλη διεύρυνση ανατολικά.
Η Ελλάδα εκμεταλλεύεται αυτή την επιθυμία και πετυχαίνει να εντάξει την Κύπρο στον κατάλογο των υπό ένταξη χωρών, μάλιστα χωρίς αστερίσκους και προαπαιτούμενα, όπως η επίλυση του Κυπριακού προβλήματος, που θα ανέτρεπαν την ένταξή της. Στην επιλογή της αυτή όμως, είχε μέχρι τελευταία στιγμή ενεργό το βέτο της Βρετανίας και το casus belli της Τουρκίας.
Η ένταξη της Κύπρου έγινε ουσιαστικά το 2003, τυπικά το 2004, και είναι η πιο μεγάλη εθνική επιτυχία των τελευταίων δεκαετιών, αφού κατοχύρωσε την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσε το πλαίσιο επίλυσης και του Κυπριακού προβλήματος χωρίς να ανοίξει μύτη.
Η Τουρκία είχε υποστεί την πιο μεγάλη ήττα, και αυτό που μπορούσε να διαπραγματευτεί, ήταν η ανακήρυξή της ως υποψήφιας για υποψήφια χώρα, στην ΕΕ.
Το ήθελε πολύ και για πολλούς λόγους η ίδια, το ήθελαν οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί εταίροι μας, συνέφερε και την χώρα μας, γιατί μια Τουρκία δυτικόστροφη, μπορεί να είναι καλύτερος ή λιγότερος κακός γείτονας.
Υπήρχε όμως στην απόφαση του Ελσίνκι και μια ρήτρα, που έπρεπε να τηρήσει η Τουρκία για να πάρει το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας το 2004. Θα έπρεπε να έχει υιοθετήσει συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις για την εναρμόνισή της με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, κυρίως σε θέματα κράτους δικαίου, και να επιλύσει ειρηνικά με τους γείτονές της, με βάση το διεθνές δίκαιο, τις όποιες διαφορές της. Η αναφορά αυτή φωτογράφιζε την Κύπρο και την Ελλάδα. Η απόφαση πήγαινε και πιο πέρα, προτείνοντας πως, αν δεν καρποφορήσουν οι διαπραγματεύσεις να απευθυνθούν οι χώρες στα διεθνή δικαστήρια.
Μέχρι το 2004, παρ’ ότι υπήρξαν εντατικές διεργασίες, η Τουρκία δεν έλυσε κανένα πρόβλημα με την Κύπρο και την Ελλάδα.
Η χώρα μας, στο Συμβούλιο Κορυφής του Δεκέμβρη του 2004, επέλεξε να αποδεχθεί την ανάδειξη της Τουρκίας ως υποψήφιας πλέον προς ένταξη χώρας, παρ’ ότι δεν είχαν λυθεί τα διμερή προβλήματα, μεταξύ των δύο χωρών, ούτε φυσικά η Τουρκία είχε αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία.
Από τον Δεκέμβρη του 2004, μέχρι τον Δεκέμβρη του 2020 τα δεδομένα είχαν αλλάξει ριζικά. Η ΕΕ είχε ήδη παγώσει το άνοιγμα των φακέλων της ενταξιακής διαδικασίας, αφού η Τουρκία αρνιόταν να επιτρέψει τα Κυπριακά αεροπλάνα και πλοία να προσγειώνονται στα Τουρκικά αεροδρόμια και να πιάνουν στα Τουρκικά λιμάνια.
Η Τουρκία είχε αρχίσει να επιβραδύνει τις μεταρρυθμίσεις και σε μερικές περιπτώσεις να τις αναιρεί.
Και το πιο σημαντικό: πολλές ευρωπαϊκές χώρες άρχισαν να αμφιβάλλουν, αν θα ήταν σωστό να θεωρούν δυνατή την προσαρμογή της Τουρκίας στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο, πολύ περισσότερο, αν θα την ήθελαν εταίρο στην ΕΕ.
Αλλά και η Τουρκία, ειδικά μετά το 2011, φαίνεται ότι νιώθει πολύ ισχυρή, δηλώνει με κάθε τρόπο ότι δεν την χωρούν τα κοστούμια της Συνθήκης της Λοζάνης και του Ψυχρού Πολέμου.
Την αναθεωρητική της πολιτική την εκφράζει πλέον με επιθετική ρητορική και με ανάλογες πράξεις.
Το νέο οθωμανικό δόγμα βρήκε τοίχο σε όλες τις κατευθύνσεις και κυρίως στις Αραβικές χώρες, και από το σύνθημα των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες», προχώρησε σε στρατιωτική επέμβαση στη Βόρεια Συρία και το βόρειο Ιράκ στην αρχή, και στην συνέχεια παραβίασε τα κατοχυρωμένα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου στην ΑΟΖ, και ακολούθησε η παραβίαση των δυνητικών κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας στις θαλάσσιες περιοχές μέχρι τα όρια των 6 μιλίων της κατοχυρωμένης αιγιαλίτιδας ζώνης.
Έτσι φθάσαμε στην Σύνοδο Κορυφής του Δεκέμβρη του 2020, όπου η ΕΕ απαιτεί από την Τουρκία να μην επαναλάβει τις παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων των δύο μελών της, για να της δώσει την θετική ατζέντα που θέλει. Οι διερευνητικές επαφές άρχισαν, σε λίγες ημέρες με την συνάντηση των δύο Υπουργών Εξωτερικών ξεκινούν και οι πολιτικές συνομιλίες. Η Τουρκία έχει εμφανή στόχο την θετική ατζέντα στην Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ τον Ιούνιο, η χώρα μας ποιο στόχο έχει;
Η Τουρκία ταυτόχρονα δηλώνει ότι, σύντομα θα αρχίσει τις έρευνες για υδρογονάνθρακες στις θαλάσσιες περιοχές που θεωρεί ότι της ανήκουν, αντιθέτως ούτε η ελληνική κυβέρνηση, ούτε η Κυπριακή δεν έχουν δηλώσει ότι θα ξαναρχίσουν τις έρευνες σε θαλάσσιες ζώνες που έχουν κατοχυρώσει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, γιατί; Έχουν δεσμευτεί απέναντι στους εταίρους ή φοβούνται ότι θα αντιμετωπίσουν τώρα την στρατιωτική απειλή της Τουρκίας, η οποία δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι, χωρίς την δική της συμφωνία δεν μπορεί Ελλάδα και Κύπρος, να κάνουν τίποτα στην ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο;
Τίποτα δεν συνηγορεί για την επιτυχία του διαλόγου, και όχι μόνο στο ορατό μέλλον, συνεπώς όπως δήλωσε ο Πρωθυπουργός το περσινό Καλοκαίρι η χώρα μας προτείνει να πάμε στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, επιλογή την οποία εδώ και πολλά χρόνια επιδιώκουν οι σύμμαχοί μας και αυτή την φορά πιο πολύ.
Είναι γνωστό, ότι πριν την Χάγη έχουν προτείνει μια πολυμερή συνάντηση των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, πρόταση που είχε κάνει και η Τουρκία, και ανέθεσαν στον αρμόδιο για την εξωτερική πολιτική κ. Μπορέλ, να την προετοιμάσει. Ελλάδα και Κύπρος, την έχουν αποδεχθεί στην Σύνοδο Κορυφής, αλλά δημόσια δεν το προβάλλουν, γιατί ξέρουν ότι:
α) Η Τουρκία θα δεχθεί την Κύπρο μόνο με την ισότιμη συμμετοχή των δύο κοινοτήτων, όπως γίνεται στην πενταμερή για την επίλυση του Κυπριακού, και όχι ως Κυπριακή Δημοκρατία.
β) Η Αίγυπτος και η Λιβύη σε μία πολυμερή θα είναι πιο κοντά με την Τουρκία παρά με την Ελλάδα.
Επίσης η Τουρκία έχει κατοχυρώσει στην πράξη την γεωστρατηγική της επιρροή, πάντα κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, σε μια ζώνη που ξεκινά από τον Καύκασο μέχρι την Λιβύη και είναι σε όλα τα τραπέζια των διεθνών διαπραγματεύσεων για τις συγκρούσεις στην ζώνη αυτή, πολλά εκ των οποίων, όπως αυτό της Λιβύης, μας αφορά και άμεσα.
Μια ψύχραιμη αξιολόγηση του 1999, με το 2021, θα βγάλει εύκολα το συμπέρασμα ότι: σίγουρα θα θέλαμε να γυρίσουμε πίσω τον χρόνο στον Δεκέμβρη του 2004.
Και τώρα το ερώτημα είναι πότε και κάτω από ποιες συνθήκες θα μπορέσουμε να διαπραγματευτούμε καλύτερα τα εθνικά μας συμφέροντα, γιατί είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα χρειαστεί να πάρουμε αποφάσεις.
Θα υπάρξουν ποτέ οι ευνοϊκές συνθήκες του 2004 ή θα είναι ακόμη πιο δυσμενείς και από τις σημερινές;
Τότε σίγουρα θα έχουμε και την σαφή απάντηση, αν ήταν η στρατηγική της Συνόδου Κορυφής του Δεκέμβρη του 1999 στο Ελσίνκι η καλύτερη για τα εθνικά μας συμφέροντα ή η στρατηγική της Συνόδου Κορυφής του Δεκέμβρη του 2004 στις Βρυξέλλες.
Ο Μητσοτάκης συμφωνεί με τον Σημίτη στα ελληνοτουρκικά, όμως δεν μπορεί να το πει, γιατί δεν του το επιτρέπουν οι δυο πρώην Πρωθυπουργοί της ΝΔ, ο Κώστας Καραμανλής και ο Αντώνης Σαμαράς.