Πριν από είκοσι χρόνια, το καλοκαίρι του 2001, η Βικτόρια Χίσλοπ έκανε διακοπές στην Κρήτη μαζί με την οικογένειά της. Εκείνη την περίοδο έγραφε ακόμα ταξιδιωτικές στήλες για διάφορα σημαντικά έντυπα της Μεγάλης Βρετανίας. Σε κάποιον σχετικό οδηγό, λοιπόν, εντόπισε «ένα μικρό νησί που ήταν κάποτε χώρος περίθαλψης ασθενών με λέπρα». Ενας συνδυασμός περιέργειας και διαίσθησης την οδήγησε να πάρει τον «φιδογυριστό δρόμο προς την Ελούντα» του νομού Λασιθίου. Υστερα από σαράντα πέντε λεπτά έφτασε στην Πλάκα, το χωριό που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τη Σπιναλόγκα. Με ένα καράβι η Βικτόρια Χίσλοπ πέρασε στην άλλη μεριά… Και δεν άργησε να συνειδητοποιήσει ότι οι άνθρωποι «δεν πήγαιναν εκεί μόνο για να πεθάνουν, αλλά και για να ζήσουν». Τα υπόλοιπα είναι, καταπώς λέμε, ιστορία. Μια εξαιρετικά επιτυχημένη ιστορία, για να είμαστε ακριβέστεροι.

Victoria Hislop
Το νησί
Μετάφραση Μιχάλης Δελέγκος.
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2020, σελ. 512,
τιμή 17,70 ευρώ

Το βιβλίο της Το νησί κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2005 και το 2007 μεταφράστηκε στα ελληνικά (ενώ το 2010 άρχισε να προβάλλεται και η ομότιτλη τηλεοπτική σειρά στο Mega, από τις πιο φιλόδοξες παραγωγές για τα εγχώρια δεδομένα). Το μυθιστόρημα αυτό, το πρώτο της αγγλίδας συγγραφέως, έγινε διεθνές μπεστ σέλερ και της χάρισε ανέλπιστη φήμη. Σήμερα πλέον έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 6 εκατομμύρια αντίτυπα και είναι διαθέσιμο σε παραπάνω από 35 γλώσσες. Στην πλέον πρόσφατη έκδοση του Νησιού (ανανεωμένη και με φωτογραφικό υλικό) από τις εκδόσεις Ψυχογιός, η Βικτόρια Χίσλοπ προτάσσει μια αναλυτική εισαγωγή, όπου περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο γράφτηκε εν τέλει το βιβλίο που επρόκειτο να αλλάξει τη ζωή της για πάντα. Η Σπιναλόγκα ήταν, κοντολογίς, μια αποκάλυψη για την ίδια. Και η σαγήνη που της άσκησε δεν ατόνησε ποτέ.

Μια συνέχεια εν μέσω πένθους

Victoria Hislop
Μια νύχτα του Αυγούστου
Μετάφραση Φωτεινή Πίπη
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2021, σελ. 280, τιμή 15,50 ευρώ
* Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις 15 Απριλίου.

Το καινούργιο της μυθιστόρημα με τίτλο Μια νύχτα του Αυγούστου (One August Night, 2020) αποτελεί ένα sequel, δηλαδή μια συνέχεια του Νησιού. Και όπως εξήγησε η Βικτόρια Χίσλοπ στο πλαίσιο μιας μακράς συνομιλίας με «Το Βήμα», η συγκεκριμένη επιστροφή (όχι αφηγηματική αποκλειστικά, αλλά και συναισθηματική) ήταν μάλλον αναπόδραστη. «Είμαι καλά τώρα πια επειδή είμαι στην Κρήτη. Είμαι τυχερή που βρίσκομαι ξανά εδώ, σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Οι τελευταίοι μήνες που πέρασα στο Λονδίνο ήταν, υπό τις παρούσες συνθήκες, αρκετά δύσκολοι. Ενιωθα ότι έβλεπα παντού τοίχους. Νομίζω ότι ισχύει για όλες τις μεγάλες πόλεις αυτό – και για την Αθήνα. Εδώ, στην Κρήτη, έχω και πάλι το άνοιγμα προς τη θάλασσα, έναν ορίζοντα ηρεμίας και ελευθερίας. Βέβαια, δεν βλέπω έξω απ’ το παράθυρό μου τη Σπιναλόγκα αλλά συναισθάνομαι την παρουσία της, το πόσο κοντά μου είναι. Αν το «Νησί» είναι όντως μια σκιά που εξακολουθεί να καλύπτει ό,τι κάνω, τότε μάλλον είναι η πυκνή και δροσερή σκιά που με προστατεύει από την ένταση του ήλιου» είπε η 61χρονη συγγραφέας από το σπίτι της στον Αγιο Νικόλαο, χαμογελαστή και ολόφωτη (στην οθόνη, μέσω της πλατφόρμας τηλεδιασκέψεων Zoom).

«Το «Μια νύχτα του Αυγούστου» το έγραψα την περασμένη άνοιξη, εν μέσω πανδημίας, κατά τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων που μας επιβλήθηκαν για την αντιμετώπιση του νέου κορωνοϊού. Το έγραψα στην αγγλική εξοχή, σε ένα βουκολικό και ήσυχο περιβάλλον, στο ίδιο σπίτι που είχα γράψει και το «Νησί». Η όλη συνθήκη αποδείχθηκε πολύ παράξενη για μένα. Στο μυαλό μου δεν σταμάτησαν να αναδύονται μικρές ομοιότητες και αναλογίες, ανάμεσα στη σημερινή κατάσταση – την εκτεταμένη απομόνωση του κόσμου εξαιτίας μιας ανίατης προσώρας ασθένειας – και τη ζωή των λεπρών ασθενών της Σπιναλόγκας. Κι εκείνοι είχαν αναγκαστεί να ζήσουν χωρισμένοι από τους οικείους τους για πολλά χρόνια, προσμένοντας μια θεραπευτική αγωγή. Ενόσω έγραφα η σύνδεση αυτή μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο μέσα μου, γινόταν δυσοίωνη, απόκοσμη. Πέραν αυτού όμως, σε ένα τελείως προσωπικό επίπεδο, βίωνα ήδη μια βαθύτατη θλίψη, καθώς τον Μάρτιο του 2020 έχασα την αγαπημένη μου μητέρα Μέρι, την καλύτερή μου φίλη. Ηταν 92 ετών, είχε μια καλή ζωή και ήξερα ότι κάποια στιγμή θα επερχόταν το μοιραίο. Ομως, ό,τι κι αν λέμε, ο θάνατος των γονέων είναι πάντοτε απρόβλεπτος για τα παιδιά τους, ένα αναπόφευκτο σοκ. Μου στοίχισε πολύ το γεγονός ότι δεν κατάφερα να την πενθήσω από κοντά όπως έπρεπε, που δεν μπορέσαμε να της κάνουμε μια κανονική κηδεία. Επρεπε κι εγώ, όπως πολλοί συγγενείς των ασθενών της Σπιναλόγκας παλαιότερα, να διαχειριστώ την απώλεια εξ αποστάσεως» τόνισε η Βικτόρια Χίσλοπ, αναδεικνύοντας τις ιδιαιτερότητες που συνόδευσαν το νέο της εγχείρημα.

 

«Στα βιβλία μου αφήνω σκόπιμα πολλά ανοιχτά τέλη, σε σχέση με τους χαρακτήρες μου. Αυτό συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Συναντάς ανθρώπους, μετά τους χάνεις, δεν γνωρίζεις τι τους συνέβη και, ύστερα από κάμποσα χρόνια, ίσως τους ξαναδείς μπροστά σου»

Η δημοφιλής συγγραφέας μιλάει στο «Βήμα» εξηγώντας γιατί έγραψε τη συνέχεια του παγκόσμιου μπεστ σέλερ της που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες στα ελληνικά, για την εμπειρία της πανδημίας, το Brexit και τα Γλυπτά του Παρθενώνα

Οι άνθρωποι του «Νησιού»

Εν προκειμένω η συγγραφέας, με σκοπό να πιάσει και πάλι το νήμα του Νησιού και να διερευνήσει περαιτέρω ορισμένους γνώριμους χαρακτήρες, στέκεται στη σημαδιακή βραδιά της 25ης Αυγούστου του 1957. Η τοπική κοινωνία γλεντάει επειδή η αποικία των λεπρών στη Σπιναλόγκα κλείνει, η γιατρειά έχει βρεθεί και οι ασθενείς είναι ελεύθεροι, επιτέλους, να γυρίσουν πίσω στις εστίες τους. Το εορταστικό κλίμα αμαυρώνουν δύο πυροβολισμοί, η δολοφονία της Αννας Βανδουλάκη, αδελφής της θεραπευμένης Μαρίας. Θύτης του εγκλήματος είναι ο Αντρέας, ο σύζυγος της Αννας. Ο Μανόλης, ο εραστής της και ξάδελφος του Αντρέα, τρέπεται σε φυγή.

«Γενικότερα, θα έλεγα ότι στα βιβλία μου αφήνω σκόπιμα πολλά ανοιχτά τέλη, σε σχέση με τους χαρακτήρες μου. Αυτό συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Συναντάς ανθρώπους, μετά τους χάνεις, δεν γνωρίζεις τι τους συνέβη και, ύστερα από κάμποσα χρόνια, ίσως τους ξαναδείς μπροστά σου. Ομως τι έχει συντελεστεί εν τω μεταξύ; Τι ξέρεις και τι δεν ξέρεις για αυτούς; Κατά τον ίδιο τρόπο, έχοντας ξαναδιαβάσει προσεκτικά τις τελευταίες σελίδες του πρώτου μου μυθιστορήματος, θέλησα να δω πώς επηρεάστηκαν κατόπιν οι πορείες της Μαρίας και του Μανόλη. Η Μαρία, μια εμβληματική μορφή του «Νησιού», είναι σαν αγία, ένας καλοήθης, άκακος άνθρωπος που, ενώ ελπίζει στην εξομάλυνση των πραγμάτων, βλέπει μια φοβερή τραγωδία να τα ανατρέπει εκ νέου. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να χρησιμοποιήσει το στίγμα της λέπρας ώστε να προστατεύσει τον εαυτό της… Από την άλλη μεριά, ο Μανόλης είναι ένας γοητευτικός αλήτης. Δεν σκότωσε την Αννα αλλά τον βαραίνει η ενοχή για τον θάνατό της. Αραγε πώς ένιωσε και πώς συμπεριφέρθηκε στον απόηχο αυτού του δραματικού περιστατικού; Θεωρώ ότι τον αντιμετώπισα με προσοχή και ενσυναίσθηση αυτή τη φορά. Από το προηγούμενο βιβλίο μου, το «Οσοι αγαπιούνται» (2019), το οποίο αφορούσε τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, προσπαθώ συνειδητά να προσεγγίσω τους ανδρικούς χαρακτήρες με περισσότερη συμπόνια. Διότι ίσως και να ήμουν σκληρή με τους άνδρες μέχρι τώρα στα βιβλία μου, παραπάνω απ’ όσο έπρεπε ενδεχομένως… Πάντως, σε τελική ανάλυση, έγραψα το «Μια νύχτα του Αυγούστου» επειδή δεν γινόταν να μην το γράψω, για να χρησιμοποιήσω μια διπλή άρνηση. Δεν το αποφάσισα καν, θέλω να πω. Ηταν ανάγκη μου να δραπετεύσω οπωσδήποτε από την πραγματικότητα, να βρω καταφύγιο στη φαντασία, να γεμίσω με κάτι παρηγορητικό το κεφάλι μου. Και το γέμισα με την Ελλάδα. Μπορεί να ακούγεται γλυκανάλατο σε ορισμένους, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Αν έπρεπε ποτέ να πάρω ένα εισιτήριο άνευ επιστροφής, αυτό θα ήταν προς την Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα προς την Κρήτη, που με γεμίζει ενέργεια και έμπνευση, με την ομορφιά της, την αυθεντικότητά της, την ανεπιτήδευτη απλότητά της» υπογράμμισε η Βικτόρια Χίσλοπ.

Το DNA και το προνόμιο

Η αγγλίδα συγγραφέας πριν από μερικούς μήνες έλαβε τιμητικά την ελληνική ιθαγένεια για την παγκόσμια προβολή του μνημείου της Σπιναλόγκας και την ανάδειξη της σύγχρονης ιστορίας και του πολιτισμού μας. «Ηταν μια θαυμάσια τιμή. Με το ελληνικό διαβατήριο αισθάνομαι λιγότερο χαμένη σε αυτή τη στενόμυαλη εποχή μετά τo Brexit… Είναι κρίσιμο για τον εαυτό μου να περνάω εδώ όσο πιο πολύ χρόνο μπορώ. Μου κάνει καλό. Το DNA μου δεν είναι ελληνικό αλλά έχω, πιστεύω, ένα άλλο προνόμιο, να παραμένω ερωτευμένη με την Ελλάδα, κάτι που φοβάμαι ότι πολλοί Ελληνες το έχουν απεμπολήσει. Μου φαίνεται δηλαδή ότι για πολλούς είναι μερικές φορές ασήκωτο το βάρος να είναι Ελληνες. Κατακρίνουν την Ελλάδα υπερβολικά και άδικα, κατά τη γνώμη μου, με έναν τρόπο που εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ».

H οργή για τον Τζόνσον και η μάχη για τα Γλυπτά

Η Βικτόρια Χίσλοπ δεν παρέλειψε να επισημάνει πόσο «εξοργισμένη είμαι, σε μόνιμη βάση, με τον Μπόρις Τζόνσον», τον πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου. Του καταλόγισε υπέρμετρη φιλοδοξία, καιροσκοπισμό και τεράστια ευθύνη για τη διάρρηξη των σχέσεων με την Ευρώπη, «την οποία θεωρώ πατρίδα μου». Μάλιστα η ίδια αποφάσισε πριν από λίγες ημέρες να ενταχθεί και επισήμως στο κίνημα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, στον αντίποδα της επίσημης αρνητικής θέσης που εξέφρασε δημόσια ο συντηρητικός πολιτικός. «Πιστεύω ότι σταδιακά η κατάσταση θα αλλάξει, σε σημείο που δεν θα υφίσταται πια αμφιβολία για την επανένωσή τους. Δεν ξέρω πόσος χρόνος θα χρειαστεί, αλλά είμαι αισιόδοξη, μια νέα ευαισθησία καλλιεργείται για το ζήτημα» εκτίμησε.