Η συζήτηση έχει ήδη ξεκινήσει: Μήπως μετά τον εμβολιασμό συγκεκριμένων ηλικιακών κατηγοριών και ευπαθών ομάδων θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, όπως λ.χ. σε όσους απασχολούνται στον τουρισμό ή στην εστίαση; Επειτα, μήπως θα πρέπει να εξασφαλιστεί πλήρης ελευθερία κυκλοφορίας στους εμβολιασμένους; Είναι ανεκτή μια τέτοια ευνοϊκή μεταχείριση; Αν ναι, πώς θα γίνεται πρακτικά ο διαχωρισμός μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων;
Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα που τίθενται πλέον και στη χώρα μας. Εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Τέτοιου είδους διλήμματα όμως δεν είναι καινοφανή. Απασχολούν την επιστήμη και τη δημόσια πολιτική εδώ και δεκαετίες. Εχουν τεθεί με αφορμή περιστατικά ανάλογα με αυτά που βιώνουμε σήμερα.
Ο αμερικανός καθηγητής Δικαίου και Οικονομικών Γκουίντο Καλαμπρέζι ασχολείται επισταμένα, ήδη από τη δεκαετία του 1970, με τέτοια ζητήματα, ιδίως δε με τις τραγικές επιλογές που πρέπει να γίνουν σε μια κοινωνία κατά την κατανομή πεπερασμένων πόρων ζωτικής σημασίας, όπως λ.χ. συσκευές αιμοκάθαρσης, εμβόλια, κ.ο.κ. Σύμφωνα με την προσέγγισή του, σε μια κοινωνία θα πρέπει κατ’ αρχάς να καθοριστεί ποιος αποφασίζει για την κατανομή κάποιων κρίσιμων πεπερασμένων πόρων. Στο πρωταρχικό αυτό επίπεδο εξετάζονται τρεις, κατά βάσιν, μηχανισμοί κατανομής: (α) η αγορά, (β) η κλήρωση και (γ) η κεντρική διάθεση-κατανομή από μια κυβέρνηση. Η εκάστοτε επιλογή μιας κοινωνίας ανακλά και το αξιακό της σύστημα.
Αναφορικά με την πρώτη οδό επισημαίνεται το προφανές: αν αφήσουμε την αγορά να αποφασίσει, οι πόροι ή τα αγαθά θα κατευθυνθούν σε εκείνους που θα μπορούν να καταβάλουν την τιμή που θα διαμορφωθεί στην αγορά. Υπό την εκδοχή αυτή, λ.χ., τα εμβόλια για τον κορωνοϊό θα κατανέμονταν σε εκείνους που θα είχαν τη δυνατότητα να καταβάλουν το αντίστοιχο τίμημα. Ενας τέτοιος μηχανισμός κατανομής ορθώς και δικαίως απορρίπτεται από τον Καλαμπρέζι (και από άλλους θεωρητικούς ασφαλώς), καθώς έχει τραγικές και μη ανεκτές για το κοινωνικό σύνολο συνέπειες, στερώντας από τα λιγότερο προνομιούχα στρώματα την πρόσβαση σε αγαθά υγείας των οποίων η έλλειψη μπορεί να προκαλέσει μεγάλο πόνο ή τον θάνατο. Γενικότερα, μάλιστα, οι πολίτες θα διακατέχονταν από μια αίσθηση βαθιάς προσβολής και αδικίας, αν τόσο ζωτικά αγαθά κατανέμονταν με όρους αγοράς.
Η δεύτερη επιλογή της κλήρωσης αποτελεί μεν μια επιλογή που εκ πρώτης όψεως διασφαλίζει όρους ισότιμης μεταχείρισης, εν τούτοις δεν αφήνει χώρο για αναγκαίες διαφοροποιήσεις, για την πρόταξη των αναγκών ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων, που μπορεί να χρειάζονται έναν πεπερασμένο πόρο πολύ περισσότερο ή ταχύτερα από άλλες πληθυσμιακές ομάδες – όπως συμβαίνει με το εμβόλιο για τον κορωνοϊό. Εν γένει, η τύχη δεν εγγυάται δικαιοσύνη. Γι’ αυτό εξάλλου με τους μηχανισμούς της διανεμητικής δικαιοσύνης επιδιώκουμε να αμβλύνουμε τις συνέπειες της κακής τύχης.
Ετσι οι περισσότερες κοινωνίες καταλήγουν να προκρίνουν την παραπάνω τρίτη επιλογή, την κεντρική δηλαδή διάθεση-κατανομή ορισμένων πεπερασμένων πόρων με βάση κυβερνητικές αποφάσεις. Η επιλογή αυτή εξασφαλίζει κατ’ αρχήν λογοδοσία και εξελεγξιμότητα της λαμβανόμενης απόφασης περί κατανομής. Εφόσον επιλεγεί το σύστημα αυτό, μεγάλη σημασία έχουν τα επιμέρους κριτήρια κατανομής ενός πεπερασμένου πόρου που θα υιοθετηθούν, έτσι ώστε να επιτευχθεί το δικαιότερο κοινωνικά αποτέλεσμα. Η εύρεση ικανοποιητικών-πειστικών κριτηρίων δικαιοσύνης δεν είναι πάντοτε εύκολη υπόθεση, όπως δείχνει και η περίπτωση της πανδημίας (βλ. λ.χ. σειρά εμβολιασμών ή απελευθέρωσης δραστηριοτήτων). Οι εκάστοτε αποφάσεις πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν πλήθος επιμέρους παραγόντων και συμφερόντων. Κάποιοι πολίτες θα ικανοποιηθούν, άλλοι θα δυσαρεστηθούν. Επίσης, στο πλαίσιο αυτό η επιρροή ισχυρών ομάδων πίεσης στην πολιτική διαδικασία (αναφορικά λ.χ. με το ποιος κλάδος δραστηριότητας θα ανοίξει πρώτος, πώς θα διατίθενται τα τεστ ταχείας ανίχνευσης του ιού, κ.λπ.) μπορεί ενίοτε να αποβαίνει καθοριστική για την τελική πολιτική απόφαση. Απότοκη συνέπεια μπορεί να είναι η δημιουργία καταστάσεων άνισης μεταχείρισης και η υπονόμευση των επιταγών της δικαιοσύνης.
Τέτοιες πιέσεις προς την πολιτική εξουσία αναμένεται να ενταθούν το επόμενο χρονικό διάστημα. Διότι, όπως ανέφερα και στην αρχή, τίθεται πλέον μία σειρά κρίσιμων ζητημάτων που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν: Σε ποιες πληθυσμιακές ομάδες θα δοθεί ιδιαίτερο βάρος στη συνέχεια των εμβολιασμών; Ποιες δραστηριότητες θα απελευθερωθούν πλήρως και ποιες όχι; Πώς θα αντιμετωπίζονται εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι; Μήπως θα πρέπει να θεωρηθεί δυσανάλογη η συνέχιση επιβολής περιορισμών στη δραστηριότητα των εμβολιασμένων, εφόσον σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, ακόμη και αν αυτοί κατ’ εξαίρεση νοσήσουν, έχουν χαμηλές πιθανότητες να μεταδώσουν περαιτέρω τον ιό; Αν λ.χ. σε έναν οίκο ευγηρίας έχουν εμβολιαστεί όλοι οι ηλικιωμένοι και οι εργαζόμενοι, γιατί να μην επιτραπεί στον ιδιοκτήτη κυλικείου εντός του οίκου να το επαναλειτουργήσει; Γιατί να περιμένει να εμβολιαστεί και ο υπόλοιπος πληθυσμός; Από την άλλη πλευρά, είναι σύμφωνη με τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης η απελευθέρωση των δραστηριοτήτων μιας κοινωνικής ομάδας και όχι άλλων ομάδων, επειδή εκείνη εμβολιάστηκε πρώτη; Και πάλι, βεβαίως, εύλογα θα διερωτηθεί κανείς αν νοείται καν ισότητα στον πόνο και στη δοκιμασία…
Ολα αυτά τα κρίσιμα διλήμματα, που απασχολούν ήδη πολλές χώρες, επιλύονται πράγματι με κεντρικές πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες μόνο σε ακραίες περιπτώσεις μπορούν να ελεγχθούν δικαστικά. Ελέγχονται προεχόντως κοινωνικά-πολιτικά και φυσικά κρίνονται στην κάλπη.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, κατά τη γνώμη μου, το τετράπτυχο που θα πρέπει να τηρείται κατά τη λήψη και εφαρμογή τέτοιων αποφάσεων είναι (α) η διαφάνεια-ειλικρίνεια, (β) η συνέπεια, (γ) η ισότιμη μεταχείριση των πολιτών και (δ) η διασφάλιση κάποιας προβλεψιμότητας ως προς τα επόμενα βήματα, έτσι ώστε οι πολίτες να μπορούν να προσαρμόζουν αναλόγως τη συμπεριφορά τους. Υπενθυμίζεται δε εδώ ότι ισότιμη μεταχείριση δεν σημαίνει μόνον όμοια μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων, αλλά και ανόμοια μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων περιπτώσεων. Η τελευταία επιταγή θα μπορούσε λ.χ. να δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων για ένα σύντομο χρονικό διάστημα.
Η πολιτική ακροβασία μεταξύ της ανάγκης προστασίας της δημόσιας υγείας και του πιεστικού αιτήματος για απελευθέρωση της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχιστεί τους επόμενους μήνες. Η βασική ράβδος ισορροπίας που διαθέτει ο πολιτικός ακροβάτης είναι η τήρηση όρων δικαιοσύνης. Διότι η τελευταία, μεταξύ άλλων, πείθει και νομιμοποιεί.
Ο κ. Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.