Έγραφα χτες ότι η Τουρκία ούτε αισθάνεται απομονωμένη. Ούτε είναι.
Αντίθετα, θεωρεί ότι περνάει μια φάση όπου ολοένα και περισσότερο αναγνωρίζεται ως «περιφερειακή δύναμη».
Προφανώς και αυτό αποτελεί, όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιστάσεις, μείγμα φαντασίωσης και πραγματικότητας.
Όμως, εξηγεί γιατί η Τουρκία θεωρεί ότι ο διάλογος είναι «μπρα ντε φερ».
Δηλαδή, μια διαδικασία που δεν αναζητούν οι δύο πλευρές κοινό τόπο, αλλά ανοίγουν όσο το δυνατόν περισσότερα μέτωπα και διαφιλονικούμενα ζητήματα ελπίζοντας να υποχρεώσουν τον συνομιλητή τους σε υποχώρηση.
Αυτό έκανε ο Τσαβούσογλου στη συνέντευξη Τύπου ανοίγοντας προκλητικά όλα τα ζητήματα.
Σίγουρα, όλα αυτά η Τουρκία τα έχει ξαναπεί.
Και επίσης σίγουρα δεν είχε δείξει ότι αλλάζει στάση επ’ αυτών.
Όμως, είχε ένα σαφή συμβολισμό να επιλέξει να τα θέτει έτσι.
Γι’ αυτό και ορθά ο Νίκος Δένδιας απάντησε.
Και δεν άφησε τίποτα να πέσει κάτω, υπενθυμίζοντας όχι μόνο τις πάγιες ελληνικές θέσεις αλλά και το διεθνές δίκαιο.
Την ίδια ώρα που επανέλαβε και ορθά την ελληνική θέση για διάλογο.
Αυτή η συνομιλία μπροστά στις κάμερες δείχνει πώς είναι αυτή τη στιγμή ο ελληνοτουρκικός διάλογος.
Τις μεγάλες αποστάσεις.
Την τουρκική επιθετική στάση και το διαρκές άνοιγμα μετώπων.
Την απροθυμία να φανεί διάθεση συμβιβασμού.
Δείχνει όμως και ότι η Τουρκία δεν μπορεί εύκολα να σηκωθεί από το τραπέζι.
Δεν μπορεί να πει «δεν θα κάνω διάλογο».
Θα τον υπονομεύσει, αλλά δεν θα τον αρνηθεί.
Αυτό φτιάχνει ένα τοπίο σίγουρα δύσκολο για την Ελλάδα.
Όχι μόνο, γιατί η Τουρκία θα πάει με αυτή την τακτική που θα δυναμιτίζει τις προσπάθειες συνεννόησης και δεν θα επιτρέπει να καταγράφονται βήματα προόδου.
Κυρίως γιατί οι δυο χώρες έρχονται με άνισους όρους.
Η μία έρχεται με μια αλαζονική σχεδόν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της και η άλλη τραυματισμένη από μια δύσκολη δεκαετία.
Όμως, και η Ελλάδα μπορεί να έχει ισχυρά σημεία υπέρ της.
Στηρίζεται στο διεθνές δίκαιο, επιθυμεί την ειρηνική επίλυση των αντιθέσεων, στο εσωτερικό της έχει υποχωρήσει η βαρύτητα των πατριδοκάπηλων όλων των αποχρώσεων, σέβεται τις συμμαχίες στις οποίες συμμετέχει και τους κανόνες τους.
Πάνω από όλα έχει τη δυνατότητα να ανασυγκροτηθεί οικονομικά και κυρίως κοινωνικά, να έχει μια δίκαιη ανάπτυξη που να κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν σε αυτή τη χώρα και άρα να έχει την αυτοπεποίθηση που αναλογεί σε μια κοινωνία που δεν αισθάνεται αδικημένη από την ίδια της την πατρίδα.
Γιατί ισχυρή Ελλάδα είναι η ανασυγκροτημένη οικονομικά και κοινωνικά δίκαιη Ελλάδα.
Και αυτή η Ελλάδα θα μπορέσει να οδηγήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο δρόμο της ειρηνικής συνύπαρξης και τελικά τη συνεργασία.
Όμως, όλα αυτά απαιτούν έναν άλλο διάλογο.
Στη χώρα μας και ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις.
Για ένα κοινό σχέδιο και το μέλλον αυτού του τόπου.