«Πόση πατρίδα χρειάζεται ο άνθρωπος;». Το ερώτημα απευθύνει ο Jean Améry* για να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του με το Αουσβιτς και την Ιστορία πριν αυτοκτονήσει το 1978.

Θέλησε να στοχαστεί την αναγκαιότητα και την αδυναμία να είσαι Εβραίος και, όπως ο αυτόχειρας Primo Levi, δεν τα κατάφερε.

Ανάλογο ερώτημα θέτω κι εγώ στον εαυτό μου αναλογιζόμενος πόση πατρίδα χρειάζομαι ώστε, όπως γράφει ο Améry, να «πάψω να την έχω ανάγκη».

Ο Améry δίνει και μια άλλη, εξόχως πατριωτική κατά τη γνώμη μου απάντηση: «Ο άνθρωπος χρειάζεται όσο λιγότερη πατρίδα είναι σε θέση να κουβαλήσει». Καταθέτει έτσι έναν άλλο ορισμό του «πατριώτη» που μου θυμίζει αυτό που μας έλεγε με πικρία ο Τσαρούχης στο Παρίσι την εποχή της χούντας: «Η Ελλάδα αρχίζει έξω από τα σύνορά της».

Πατρίδα για μένα είναι η γλώσσα. Ο τρόπος να μιλώ για την Ελλάδα, όχι ο τόπος. Από το 1963, που δημοσίευσα για πρώτη φορά ένα νεανικό κείμενο για την Ελλάδα στην ποίηση του Σεφέρη, κατάλαβα ότι πατρίδα μου είναι η ποίηση.

Ούτε λευκά μάρμαρα ούτε επετειακοί λόγοι στο δικό μου «Επίγραμμα» που παρήγγειλε νοερά ο Διονύσιος Σολωμός πριν η πίστωσή μου εξαντληθεί ολωσδιόλου.

*

Ελλάδα, που φέρνεις στους γαλάζιους ατμούς

την πίσσα της ανησυχίας, δεν σε ακούω πια

Ούτε τις χάλκινες σφυρίχτρες

Μόνο φρένα ασυνάρτητα

Υαινες σπαρασσόμενες

και επιθετικά ανθρώπινα πορτρέτα

Σε βλέπω, θα ήθελα να πω, Λευκή Ελλάδα

όπου αντιοξειδωτικά λευκαίνουν χρήματα

τα κρίματα, τα ελληνικά σου

Ακόμη δεν σου επιβλήθηκαν τα αγγλικά;

Στην κρίσιμη στιγμή σου ούτε η γη ούτε τίποτα

δεν θ’ ανοίξει κάτω από τα πόδια σου

Και δεν θα καταλάβεις ποιος έσπασε τα γόνατά σου

και πώς τα θλιβερά οστά σου

ξεπρόβαλαν στα διάφανα χαρτιά της νυχτερίδας

σε μια σβησμένη αποστροφή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως

Και περιορίζομαι στα νεύρα καθώς αρχίζω να ρωτώ

τι γράφω και για ποιον;

Για τη μεταθανάτιά σου αδερφή;

Την Doppelgänger σου; Για ‘μένα, ήδη διπλός;

Μη με ρωτάς, μου απαντάς

Οπως το ξύλο, στέγνωσε αφήσου πρόθυμα στην πλάνη

σα να επέτρεπε διασκελισμό σα να ‘τανε απέναντι νησί

σα να σου έγνεφε απ’ τη σημαία μου η Αριάδνη

Ποιον χρόνο επέλεξες να ζεις;

Με εξαγριώνεις και του θηρίου μου την τάση, επιτείνεις

και από την παλιά σου ευωδία – πριν το αμάρτημα του Αδάμ –

σε οσμίζομαι αμαρτωλή και σάπια

Δαγκώνομαι, μπας και το αίμα μου φτάσει στο μέλλον

Σκύβω και γλύφω παραίσθηση και πόδια

απ’ όπου κρέμομαι και εκμετρώ

Τα ελληνικά του ονόματός σου

θαρρείς και μου έγιναν σκοπός

Εχεις ακόμα το δικαίωμα να λες τη λέξη «ομορφιά»;

Να λιάζεσαι σ’ ένα παγκάκι πέτρινο

με τις Αλκυονίδες;

Και το δελφίνι σου – ανάμεσα Αίγινα και Μονή –

να καμαρώνεις;

Να γράφεις με μπογιά, στη μάντρα

ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Μαργαριτάρια ρίχνεις στους χοιροβοσκούς

όταν κρεμούν απ’ το καρφί τη ρεντιγκότα

ενώ Μαυρομιχάλη και Ακρίτα Διγενή γωνία

το αγραμμοφώνητο γκράφιτι:

Εχουμε πόλεμο με την Ελλάδα

Τοπίο των δεινών της ζωής μου σε προϊστορικές ταφές

όπως δεν τις προσδιόρισα ποτέ

στο μαύρο πέλαγος με τα πανιά του Αιγέα

στα μαύρα νεκρώσιμα για τον ξεχασμένο βασιλέα

στις κολώνες της ΔΕΗ μπρος απ’ το καμένο «Αττικόν»

Υπάρχουν άραγε

ανάμεσα στις ξεχαρβαλωμένες γραμματοσειρές

του Αδαμάντιου Κοραή και του αντιμονίτη

τα φίδια του Ασκληπιού;

Η κρίση πανικού; Η καταπληξία;

Στομωμένη χώρα

Ναξιώτισσα νταντά

με οικόπεδο εκτός σχεδίου

Οπως στα Επιφάνεια, θα αναφανείς

όταν εις τα οπίσω στρέφεται ο Ιορδάνης

κι ο νους σου γίνεται αφανής

Και να διδάξεις τα δάκρυα της Stabat Matter

στο νεκροκρέβατο του Περγκολέζι,

Μητέρα είσαι εσύ;

Ή μητριά;**

 

* Jean Améry, Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, εκδόσεις Αγρα, 2009.