Τον Μάιο του 2010, στο ξενοδοχείο Hilton, είχε πραγματοποιηθεί το πρώτο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδος – Τουρκίας. Μετά το πέρας των εργασιών, στις οποίες συμμετείχαν πολλοί υπουργοί και από τις δύο πλευρές, οι δύο (τότε) Πρωθυπουργοί, ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν παραχώρησαν κοινή συνέντευξη Τύπου. Από τότε πέρασαν 11 χρόνια. Όσοι αναζητήσουν όσα ειπώθηκαν τότε και επιδιώξουν να τα συγκρίνουν με όσα ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου των υπουργών Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου και Νίκου Δένδια το απόγευμα της Πέμπτης 15 Μαρτίου στην Άγκυρα θα βρουν λίγες διαφορές. Και όσες εντοπισθούν, θα είναι συνέπεια του χρόνου ο οποίος έχει περάσει και έχει επιβαρύνει έτι περαιτέρω τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η αποφυγή προκλήσεων, πραγματικών ή ρητορικών, καθώς και τετελεσμένων είναι μία εύκολη «διπλωματική ατάκα». Ίσως να πρέπει όσοι την χρησιμοποιούν να το σκέφτονται διπλά. Μοιάζει μάλλον οξύμωρο να την επικαλείται ο κ. Τσαβούσογλου, όταν 24 ώρες νωρίτερα ο Πρόεδρος Ερντογάν ομιλούσε περί του τουρκολιβυκού Μνημονίου σαν να είναι μία συμφωνία – πρότυπο ανά τον κόσμο. Την ίδια στιγμή, η Αθήνα δεν πρέπει να έχει αυταπάτες για τις τουρκικές προθέσεις και «να κρατάει μικρό καλάθι» είτε πρόκειται για τις διερευνητικές επαφές είτε για την περιώνυμη «θετική ατζέντα» – διμερή ή ευρωτουρκική.
Είναι ακόμη πολύ νωρίς να γνωρίζουμε τι ειπώθηκε από τον κ. Ερντογάν προς τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών στην κλειστή συνάντηση που είχαν (παρουσία του κ. Τσαβούσογλου) – και ίσως να μην το μάθουμε ποτέ. Μοιάζει όμως απίθανο να διέφερε δραματικά από όσα δημοσίως «εκτόξευσε» ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας. Αυτό που έχει σημασία για την Αθήνα είναι να μην παρεκκλίνει από το βασικό τρίπτυχο πολιτικής έναντι της γείτονος: ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας, σαφής αποτύπωση των «κόκκινων γραμμών», ενίσχυση της αποτρεπτικής και αμυντικής ισχύος. Η Τουρκία θα παραμείνει απρόβλεπτη, αναθεωρητική και επιθετική. Το ζήτημα είναι τι πράττουμε εμείς.