Είναι αδιανόητο η Ελλάδα να μπει στη διαδικασία για την επεξεργασία από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) της «εντολής» (mandate) για τη διαπραγμάτευση του εκσυγχρονισμού της τελωνειακής ένωσης με την Τουρκία στο πλαίσιο της Συμφωνίας Σύνδεσης (Συμφωνία Αγκυρας 1963) χωρίς να θέσει ως προϋπόθεση την προηγούμενη δέσμευση προσχώρησης της Τουρκίας στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS 1982). Η διασύνδεση τελωνειακής ένωσης και Σύμβασης UNCLOS είναι απολύτως θεμιτή. Και τούτο γιατί η Ευρωπαϊκή Ενωση ως ξεχωριστή νομική προσωπικότητα έχει προσχωρήσει στην εν λόγω Σύμβαση ιδιαίτερα καθώς ορισμένες ρυθμίσεις της, όπως αυτές για τις αλιευτικές ζώνες, ανήκουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων της ΕΕ. Και οι διεθνείς συμφωνίες στις οποίες έχει προσχωρήσει η Ενωση αποτελούν μέρος του «ενωσιακού κεκτημένου» (acquis), το οποίο, ως γνωστόν, μια υποψήφια χώρα όπως η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να αποδεχθεί.
Αλλά, πέραν αυτού, η διασύνδεση τελωνειακής ένωσης και UNCLOS είναι θεμιτή και επιβεβλημένη, αφού η Σύμβαση «ακουμπά» άμεσα το περιεχόμενο της τελωνειακής ένωσης. Καθώς το τελωνειακό έδαφος περιλαμβάνει τα χωρικά ύδατα και εναέριο χώρο που, ως γνωστόν, ρυθμίζονται από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Δεν περιλαμβάνει βέβαια την υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη), παρά τις πρόσφατες σημαντικές εξελίξεις γύρω από τον οικονομικό ρόλο των δύο αυτών ζωνών. [Στις αρχές του 1981 είχαμε κάνει με τον αείμνηστο Γιάγκο Πεσμαζόγλου, ως ευρωβουλευτή, προσπάθεια να συμπεριληφθεί η υφαλοκρηπίδα στο τελωνειακό έδαφος – τότε δεν υπήρχε ακόμη ΑΟΖ. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστήριξε την προσπάθεια αυτή (έκθεση Fourcade). Η προσπάθεια δεν συνεχίστηκε όμως μετά την άνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία. Θα πρέπει να επαναληφθεί τώρα. Υφαλοκρηπίδα και κυρίως ΑΟΖ θα πρέπει να ενταχθούν στο τελωνειακό έδαφος].
Ο εκσυγχρονισμός της τελωνειακής ένωσης οδηγεί σε μια σχετικά νέα τελωνειακή ένωση, αφού πρόκειται να συμπεριλάβει τόσο σοβαρούς οικονομικούς τομείς όπως αυτούς των υπηρεσιών, αγροτικών προϊόντων και κρατικών προμηθειών. Ολα αυτά στο πλαίσιο της Συμφωνίας Σύνδεσης. Και αξίζει να επισημανθεί εδώ ότι η Ελλάδα κάθε φορά που «έδωσε» μέσω της Ευρωπαϊκής Ενωσης κάτι σημαντικό στην Τουρκία πήρε πίσω (ως αντάλλαγμα) κάτι επίσης σημαντικό. Πέρα από τα ωραία λόγια που δεν μεταφράζονται συνήθως σε συγκεκριμένες δεσμευτικές πράξεις. Και αυτό οφείλει να κάνει και τώρα. Τι πήραμε;
Πρώτον, όταν στο μέσο της δεκαετίας του 1980 τέθηκε το ζήτημα της επέκτασης της Συμφωνίας της Αγκυρας (ΕΟΚ – Τουρκίας) στην Ελλάδα, η Αθήνα (υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Θ. Πάγκαλος) αρνήθηκε να υπογράψει και να επικυρώσει το σχετικό πρόσθετο πρωτόκολλο πριν η Τουρκία ρυθμίσει τις εκκρεμότητες με τις περιουσίες των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Μια διασύνδεση θεμάτων ομολογουμένως όχι και τόσο προφανής. Η Αγκυρα αντέδρασε αρχικά έντονα αρνούμενη να εκπληρώσει αυτόν τον όρο. Αλλά τελικά συμβιβάστηκε (αν και το σχετικό πρωτόκολλο νομίζω ότι δεν επικυρώθηκε ποτέ), αλλά πάντως η επέκταση της Συμφωνίας Σύνδεσης στην Ελλάδα έγινε. (Τώρα έχουμε μια κάπως αντίστροφη κατάσταση με την Κύπρο, για την οποία η Τουρκία δεν επεκτείνει σε αυτή τη Συμφωνία Σύνδεσης.)
Δεύτερον, η τελωνειακή ένωση Ευρωπαϊκής Ενωσης – Τουρκίας – ως το τρίτο στάδιο της Συμφωνίας της Αγκυρας – αποφασίστηκε το 1995. Από πλευράς Ελλάδας κύριος διαπραγματευτής ήταν ο αείμνηστος Γιάννος Κρανιδιώτης με τη συνεργασία του γράφοντος. Τότε αποφασίσαμε μια νέα διασύνδεση πριν δώσουμε ως χώρα τη συγκατάθεσή μας στην τελωνειακή ένωση. Αποφασίσαμε ειδικότερα να συνδέσουμε την τελωνειακή ένωση ΕΕ – Τουρκίας με τη δέσμευση της Ενωσης να αρχίσει διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ ταυτόχρονα με τις άλλες υποψήφιες χώρες της Αν. Ευρώπης (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία κ.ά.), παρά τη λυσσαλέα αντίδραση της Τουρκίας. Χρειάστηκαν σκληρές διαπραγματεύσεις (παροιμιώδεις έμειναν οι συζητήσεις Κρανιδιώτη – Ζιπέ, υπουργού Εξωτερικών της Γαλλίας). Αλλά και η διασύνδεση αυτή απέδωσε τελικά και οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Κύπρο άρχισαν πράγματι μαζί με τις υπόλοιπες υποψήφιες χώρες το 1998. Ας σημειωθεί ότι τότε καμιά άλλη χώρα-μέλος της ΕΕ πλην Ελλάδας δεν ήθελε κάτι τέτοιο. Η Ελλάδα συνεπώς «έδωσε» την τελωνειακή ένωση αλλά πήρε πίσω κάτι ιδιαίτερα σημαντικό.
Τρίτον, τον Δεκέμβριο 1999 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι η Ελλάδα «έδωσε» στην Τουρκία την ιδιότητα της υποψήφιας για ένταξη χώρας (candidate country). Αλλά «πήρε πίσω» ένα ολόκληρο πακέτο ευνοϊκών – ιστορικών θα έλεγα – ρυθμίσεων για τη χώρα ύστερα από σκληρή διαπραγμάτευση της κυβέρνησης Κ. Σημίτη. Συγκεκριμένα, πήραμε τη δέσμευση για την ένταξη της Κύπρου στην Ενωση χωρίς την προηγούμενη επίλυση του κυπριακού προβλήματος που ήθελε το σύνολο των κρατών-μελών της Ενωσης (πλην Ελλάδας). Χάρη στη ρύθμιση αυτή η Κύπρος τελικά εντάχθηκε τον Μάιο 2004. Διαφορετικά θα περίμενε ακόμη ίσως. Πήραμε επίσης τη δέσμευση της Τουρκίας για την επίλυση των διαφορών είτε μέσω διαπραγματεύσεων είτε με παραπομπή τους στο Διεθνές Δικαστήριο το 2004 (ανεξάρτητα αν η Ελλάδα εγκατέλειψε αφρόνως τη δέσμευση αυτή).
Εν κατακλείδι, όπως και στο παρελθόν, δεν μπορούμε «να δώσουμε» στην Τουρκία κάτι τόσο σημαντικό όπως τον εκσυγχρονισμό, τη νέα τελωνειακή ένωση, χωρίς να πάρουμε πίσω κάτι πολύ συγκεκριμένο, δηλαδή τη δέσμευση για την προσχώρηση της Τουρκίας στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Και φυσικά, στο πλαίσιο της συνολικής διαπραγμάτευσης της «θετικής ατζέντας», η Ελλάδα θα πρέπει ακόμη να θέσει και άλλα ζητήματα και ιδιαίτερα αυτό της άρσης του casus belli.
Οπως έχουμε επισημάνει πολλές φορές, είναι σημαντικό η Τουρκία να έλθει πιο κοντά στην ΕΕ, αλλά με τους όρους του ενωσιακού κεκτημένου…
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Από τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης».