Ενα ερώτημα που τίθεται συνεχώς σε όσους ασκούν την ιατρική και δεν εμπλέκονται άμεσα με την αντιμετώπιση των ασθενών COVID είναι εάν έχει επηρεασθεί η θεραπεία όλων των άλλων ασθενών. Η απάντηση είναι σαφής και κατηγορηματικά θετική. Το ζητούμενο όμως δεν είναι να κάνουμε κοινότυπες διαπιστώσεις, αλλά να καταγράψουμε την πραγματικότητα, να ιχνηλατήσουμε τις αιτίες και να προτείνουμε λύσεις.
Ας δούμε λοιπόν την πραγματικότητα σήμερα.
1. Εχει μειωθεί ο αριθμός των ασθενών με σοβαρά προβλήματα υγείας που προσέρχονται στα νοσοκομεία. Από πανελλήνια μελέτη που πραγματοποιήσαμε ο αριθμός των εμφραγμάτων που αντιμετωπίστηκαν στα νοσοκομεία της χώρας κατά την πρώτη φάση της πανδημίας (Μάρτιος – Απρίλιος 2020) είχε μειωθεί κατά 30%-35%, με παρόμοια μείωση και για τους ασθενείς με εγκεφαλικά επεισόδια. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και κατά τη δεύτερη φάση (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2020), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη μάχη της ζωής.
2. Εχει μειωθεί ο αριθμός ασθενών που τα νοσοκομεία μπορούν να αντιμετωπίσουν με χειρουργικές ή άλλες μη χειρουργικές επεμβατικές θεραπείες. Ο αριθμός των τακτικών χειρουργείων έχει μειωθεί κατά 80%.
3. Η αντιμετώπιση των ασθενών COVID είναι προβληματική, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία του προσωπικού που… επιστρατεύτηκε να τους αντιμετωπίσει δεν είναι εξειδικευμένο, οι χώροι που νοσηλεύονται συχνά δεν διαθέτουν ειδικές προδιαγραφές και εν τέλει βρισκόμαστε διαρκώς ένα βήμα πίσω από τις ανάγκες που αναδεικνύονται.
4. Η εκπαίδευση των ειδικευόμενων γιατρών που έχει συγκεκριμένα χρονικά όρια (4 έως 7 χρόνια), έχει ουσιαστικά σταματήσει, καθώς και αυτοί ασχολούνται με τη θεραπεία των ασθενών COVID, άσχετα με την ειδικότητά τους.
5. Εχει καταστεί ελλειμματική και η εκπαίδευση των φοιτητών Ιατρικής, καθώς στα πρώτα πέντε έτη είναι αποκλειστικά διαδικτυακή, ενώ στο τελευταίο έτος γίνεται σε νοσοκομεία που νοσηλεύουν σχεδόν αποκλειστικά ασθενείς COVID με αποτέλεσμα μειωμένους χώρους εκπαίδευσης, μειωμένος αριθμός ασθενών κατάλληλων για την εκπαίδευση τους. Να σημειωθεί ότι οι φοιτητές στην πλειοψηφία τους δεν έχουν εμβολιασθεί, και άρα η επαφή τους με ασθενείς είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένη
Ολα αυτά συνιστούν σημαντικές δυσλειτουργίες του συστήματος υγείας τόσο σε επίπεδο παροχής υπηρεσιών στους σημερινούς ασθενείς όσο και σε εκπαιδευτικό επίπεδο που αφορά τις γενιές που θα έρθουν.
Οι παράπλευρες συνέπειες θα ήταν αποδεκτές και δίχως σοβαρές μακροχρόνιες επιπτώσεις εάν η πανδημία διαρκούσε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Ομως η πανδημία έχει ήδη ξεπεράσει τους 13 μήνες, αρκετοί εκτιμούμε ότι θα παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα εξελισσόμενη σε ενδημική νόσο. Με βάση αυτή την παραδοχή, παράλληλα με τις γνωστές ασθένειες, που φυσικά ούτε θα εκλείψουν, μήτε θα μειωθεί η νοσηρότητά τους, θα συνυπάρχουν λοιμώδη νοσήματα, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (μεταδοτικότητα, ανάγκη για παρακολούθηση, υποστηρικτική θεραπεία), που πρέπει να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε και να ζούμε με την ύπαρξή τους.
Αποδεχόμενοι λοιπόν ότι τα λοιμώδη νοσήματα ήρθαν για να μείνουν και ότι ο τρόπος που οργανώσαμε την αντιμετώπισή τους έχει δημιουργήσει εξαιρετικές δυσλειτουργίες στο σύνολο των υπηρεσιών υγείας, θεωρώ ότι υπάρχει ανάγκη (αναδι)οργάνωσης των υπηρεσιών υγείας.
Στην προσπάθειά αυτή είναι χρήσιμη η εμπειρία του παρελθόντος, των εποχών που τα λοιμώδη νοσήματα ήταν ενδημικά για να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα, που θα βοηθήσουν να σχεδιάσουμε τη βέλτιστη αντιμετώπιση τους αποφεύγοντας ταυτόχρονα όλα όσα δημιούργησαν απεχθείς προκαταλήψεις για τους νοσούντες από αυτά.
Το σύστημα τότε είχε δημιουργήσει ειδικά νοσηλευτικά ιδρύματα λοιμωδών νόσων με προδιαγραφές κατάλληλες για τις θεραπευτικές παρεμβάσεις της εποχής. Είναι σαφές ότι η ιατρική και η τεχνολογία ήδη μας δίνουν τεράστιες δυνατότητες (μονάδες με αρνητική πίεση, δημιουργία ΜΕΘ με μεγάλο αριθμό κλινών, υπερσύγχρονα μέσα παρακολούθησης ασθενών, καινούργιες αποτελεσματικές θεραπείες).
Είναι επομένως σκόπιμο να μελετήσουμε τη δημιουργία τέτοιων μόνιμων δομών σήμερα, αξιοποιώντας υπάρχοντα μεσαίου μεγέθους νοσηλευτικά ιδρύματα και μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο τον χρόνο και το οικονομικό κόστος που απαιτείται για να λειτουργήσουν. Ενας τέτοιου είδους σχεδιασμός θα δώσει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τόσο τους ασθενείς με λοιμώδη όσους και εκείνους με μη λοιμώδη νοσήματα.
Η πραγματικότητα είναι ότι ο ιός έχει μολύνει τόσο τους ανθρώπους όσο και το σύστημα υγείας. Η πρόκληση είναι να τα αντιμετωπίσουμε και τα δύο.
*Ο δρ Λάμπρος Μιχάλης είναι καθηγητής Καρδιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων