Σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, ένας στους έξι ανθρώπους, ηλικίας 18-29 ετών, έφυγε από τη δουλειά του, από τότε που άρχισε η πανδημία του νέου κοροναϊού και πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους, αναφέρει σχετική έκθεση.
Η εργασιακή επισφάλεια για τους νέους ανθρώπους αυξήθηκε σε ολόκληρη την περιοχή, σύμφωνα με τη μελέτη της καναδικής φιλανθρωπικής οργάνωσης Cuso International, που βασίστηκε σε στοιχεία επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών και σε μια έρευνα του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας.
«Είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους νέους ανθρώπους να έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας, λόγω θεμάτων που έχουν να κάνουν με την εξειδίκευση, τους χαμηλούς μισθούς και τη φτώχεια», είπε στο Reuters ο διευθυντής της οργάνωσης στην Κολομβία, Αλεχάντρο Μάτος.
Οι περισσότεροι από τους μισούς, που σταμάτησαν να εργάζονται από την αρχή της πανδημίας, απολύθηκαν από τους εργοδότες τους, σημειώνεται στην έκθεση, ενώ άλλοι είδαν τις επιχειρήσεις τους να κλείνουν και όσοι απασχολούνταν στην άτυπη οικονομία δεν μπορούσαν να εργαστούν λόγω lockdown.
«Συναισθήματα, όπως λύπη, φόβος και άγχος, καθώς επίσης και απογοήτευση μετά την κρίση, επικρατούν μεταξύ των νέων, όπου ένα μεγαλύτερο ποσοστό σε σύγκριση με άλλες ηλικιακές ομάδες λέει ότι η ευημερία του και η ψυχική του υγεία έχουν επίσης επιδεινωθεί», τονίζεται στην έρευνα.
Την ώρα που οι απώλειες θέσεων εργασίας μεταξύ των νέων προκαλούν διακοπές στην εκπαιδευτική διαδικασία και τα προγράμματα κατάρτισης, η κατάρρευση των επιχειρήσεων και η μείωση των μισθών αύξησαν την επισφάλεια, την υποαπασχόληση και την αδήλωτη εργασία, επισημαίνεται.
Η πλειονότητα των θέσεων εργασίας χάθηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2020, με τα ποσοστά νέων ανθρώπων στην απασχόληση ή την εκπαίδευση να μειώνονται κατά 7,8% .
Η ανεργία έπληξε ιδιαίτερα τις ηλικίες 15-24 ετών, μια αύξηση 3,4%, σχεδόν το διπλάσιο ποσοστό για εκείνους άνω των 25 ετών.
«Οι νέοι χωρίς πρόσβαση στην εκπαίδευση, την κατάρτιση ή την επαγγελματική εμπειρία βρίσκονται ολοένα και περισσότερο πιο απομακρυσμένοι από τα όρια της αξιοπρεπούς εργασίας», καταλήγει η έκθεση.