Κυριάρχησε τις τελευταίες μέρες σε ένα μέρος της δημόσιας σφαίρας όλη η κωμικοτραγική ιστορία γύρω από τον Φουρθιώτη.
Δεν θέλω να ασχοληθώ συγκεκριμένα με αυτή.
Κυρίως θέλω να σταθώ στο πώς αναδύθηκε στη χώρα μας το φαινόμενο της λούμπεν δημοσιογραφίας (που συχνά αποδεικνύεται και λούμπεν «επιχειρηματικότητα»).
Αυτή που προσπαθεί να οικοδομήσει «περσόνες» και φτιάχνει «μέσα ενημέρωσης» που την κρίσιμη στιγμή αποδεικνύονται μηχανισμοί για την απορρόφηση δημοσίου χρήματος.
Ή για την εξυπηρέτηση κομματικών και επιχειρηματικών επιδιώξεων.
Και τα πρόσωπα αυτής της λούμπεν δημοσιογραφίας είναι πολλά.
Περισσότερα από αυτά που συνηθίζουμε να δείχνουμε με το δάκτυλο.
Γιατί ενίοτε παραδείγματα τέτοια βλέπουμε και σε «σοβαρά» έντυπα, αλλά και σε «κομματικά» μέσα.
Είναι η δημοσιογραφία που όταν δεν ασχολείται με το θέαμα, θέλει να μετατρέψει τα πάντα σε θέαμα.
Που όταν δεν κάνει «δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας», απλώς αντιγράφει τις χειρότερες πλευρές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης: τη στοχοποίηση, την γενικευμένη μεμψιμοιρία, την «κατασκευή στόχων», την εκτέλεση «ειδικών αποστολών».
Με αποτέλεσμα ώρες ώρες οι θεωρούμενες ως «ελαφρές» ενότητες των ΜΜΕ να φαντάζουν πιο σοβαρές από τα «βαριά» ρεπορτάζ.
Μόνο που όλα αυτά δεν γεννήθηκαν από μόνα τους.
Γιατί οι λούμπεν δημοσιογράφοι έχουν πάντα και λούμπεν πολιτικούς να τους τροφοδοτούν με υλικό.
Πολιτικούς που φέρονται σαν τρολ, ακόμη και εάν έχουν περάσει από θέσεις ευθύνης και που επιμένουν να κάνουν όλο και πιο τοξική τη δημόσια σφαίρα.
Χωρίς να καταλαβαίνουν πόσο απομακρύνουν τους πολίτες από την πολιτική με αυτόν τον τρόπο.
Και από αυτούς έχει αρκετούς και η κεντροδεξιά και η «πρώτη φορά αριστερά».
Όπως και όλα αυτά απαιτούν και λούμπεν επιχειρηματίες, ενίοτε και «επιχειρηματίες». Εκπαιδευμένους όχι στην επένδυση, αλλά στην απάτη, την παρανομία και φυσικά την αντιμετώπιση του κράτους ως κουμπαρά από τον οποίο μπορούν να αντλούν πόρους όποτε το θελήσουν. Χρησιμοποιώντας τα μέσα ενημέρωσης ως εργαλεία εξυπηρέτησης και εκβιασμού.
Και εάν όλα αυτά ήταν απλώς θέμα αισθητικής, θα μπορούσαμε και να το προσπεράσουμε.
Όμως, είναι θέμα ουσίας και τελικά δημοκρατίας.
Γιατί όλα αυτά εθίζουν την κοινωνία σε μια αντίληψη της πολιτικής που στηρίζεται στην κραυγή, στη δήθεν μαγκιά, στην «εξυπνάδα» χωρίς περιεχόμενο, στην απουσία προγράμματος ή στρατηγικής, στη μετατροπή της ιδεολογίας σε απλή αισθητική, στην αντίληψη του διαλόγου ως μια ατέλειωτη ανταλλαγή ύβρεων.
Γιατί την κάνουν να πιστεύει ότι ο κυνισμός, η υποτίμηση των ηθικών αρχών, η διαρκής προσκόλληση στην εξουσία με κάθε τρόπο, η χρήση θεμιτών και αθέμιτων μέσων για «να πιάσεις την καλή» αποτελούν τους κανόνες του παιχνιδιού.
Γιατί εμπεδώνουν την αντίληψη ότι δεν υπάρχει περιθώριο εθνικής συνεννόησης, όχι γιατί οι διαφωνίες είναι βαθιές, αλλά επειδή το παιχνίδι παίζεται στην ένταση μιας δήθεν πόλωσης.
Γιατί παρουσιάζουν ως θεμιτή πρακτική την απάτη, το «κόλπο», την «μηχανή», τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, το «στην υγεία των κορόιδων».
Και όλα αυτά δεν πρόκειται ούτε να τα συζητήσουμε ούτε να τα αντιμετωπίσουμε όσο απλώς εκτονωνόμαστε απέναντι στη μία ή την άλλη «μεμονωμένη περίπτωση».
Γιατί θα εξακολουθούμε να βλέπουμε το δέντρο και όχι το δάσος.