Οι Έλληνες πολίτες είναι σαφείς ως προς τη σοβαρότητα του θέματος «κλιματική κρίση». Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Ευρωβαρόμετρου που δημοσιεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Μάρτιο του 2020, το 82% των Ελλήνων θεωρεί την κλιματική κρίση ως ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα για την χώρα, ενώ το 14% ως αρκετά σοβαρό.
Δεν κάνουν λάθος. Όπως δείχνουν οι επιστημονικές μελέτες και τεκμηριώνεται σε διάφορες επίσημες εκθέσεις, η Ελλάδα, δεδομένης της γεωγραφικής της θέσης, αλλά και των ιδιαίτερων κοινωνικοοικονομικών της χαρακτηριστικών, είναι μια χώρα εξαιρετικά ευάλωτη στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Στην πραγματικότητα, οι επιπτώσεις είναι ήδη εμφανείς και όλες οι προβλέψεις δείχνουν ότι τα επόμενα χρόνια θα επιδεινωθούν. Συγκεκριμένα, θα γίνουν ιδιαίτερα αισθητές μέσω της μείωσης των υδάτινων πόρων, της υποχώρησης των ακτών, της διάβρωσης του εδάφους, της απώλειας της βιοποικιλότητας και των φυσικών οικοσυστημάτων. Στα παραπάνω θα προστεθεί η αύξηση της εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως πλημμύρες και έντονοι καύσωνες, που θα έχουν ως αποτέλεσμα απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και περιουσίες. Μάλιστα, παλαιότερη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος έχει εκτιμήσει ότι η ανεξέλεγκτη αλλαγή του κλίματος θα μπορούσε να προκαλέσει μείωση του ΑΕΠ έως και κατά 2% ετησίως έως το 2050 που θα αυξηθεί έως και κατά 6% έως το 2100.
Πράγματι, η κλιματική και περιβαλλοντική έκτακτη ανάγκη που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι μια κρίση πρωτοφανούς κλίμακας που απειλεί την ίδια μας την επιβίωση. Οι προσδοκίες για την αντιμετώπιση αυτών των ανησυχητικών καταστροφικών σεναρίων, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και στην Ελλάδα, προϋποθέτουν ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να επιδείξει υπευθυνότητα και να ενεργήσει προληπτικά στη λήψη μέτρων για την καταπολέμησή τους. Ως υπεύθυνη αντιμετώπιση θα πρέπει να ορίζεται η ταχεία ανάληψη μέτρων ευρείας κλίμακας, προκειμένου να αποφευχθούν οι χειρότερες συνέπειες από την υπερθέρμανση του πλανήτη, για την οποία υπαίτια δεν είναι άλλη παρά η εξάρτησή μας από τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακας).
Υπό αυτό το πρίσμα, προκαλεί εντύπωση ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει, έστω και σε στάδιο προετοιμασίας, νόμο για την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης. Σήμερα, ο ενεργειακός τομέας της Ελλάδας βασίζεται κυρίως στα ορυκτά καύσιμα (φυσικό αέριο και λιγνίτης), ενώ οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εξακολουθούν να υπολείπονται, αποδεικνύοντας ότι παρά την πρόσφατη πρόοδο που έχει σημειωθεί, το τεράστιο δυναμικό παραγωγής καθαρής ενέργειας που έχει η Ελλάδα δεν αξιοποιείται επαρκώς.
Παρά τη δέσμευση της Ελλάδας ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συμμορφωθεί με τους όρους της Συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα, οι τελευταίες κυβερνήσεις συνέχισαν να βασίζονται σε μια οικονομία που αξιοποιεί τα ορυκτά καύσιμα. Σχεδιάζοντας παράλληλα πρόγραμμα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην Ήπειρο και τη Δυτική Ελλάδα, στο Ιόνιο και το Κρητικό Πέλαγος, σε περιοχές μεγάλης οικολογικής και οικονομικής σημασίας όπως τα ύδατα της «Ελληνικής Τάφρου», της οποίας η οικολογική αξία έχει αναγνωριστεί από διεθνείς συμβάσεις, όπως η συμφωνία για τη «Διατήρηση των Κητωδών στη Μαύρη Θάλασσα, τη Μεσόγειο και την Παρακείμενη Ζώνη του Ατλαντικού», ACCOBAMS.
Αντίστροφα στην Ισπανία, σε μια χώρα με πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την Ελλάδα, όπως η αυξημένη ευπάθειά της στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης και η σημαντική της εξάρτηση από τον τουρισμό -έναν τομέα ο οποίος θα ζημιωθεί από τις επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος- η κυβέρνηση αποφάσισε να υιοθετήσει ένα φιλόδοξο νομοθετικό πλαίσιο για την επιτάχυνση της απανθρακοποίησης της οικονομίας της.
Το ισπανικό κοινοβούλιο συζητά ένα «Νομοσχέδιο για την αλλαγή του κλίματος και την ενεργειακή μετάβαση» με μακροπρόθεσμο στόχο την επίτευξη μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στη χώρα το αργότερο έως το 2050, καθιερώνοντας παράλληλα, στο τρέχον στάδιο της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, μία σειρά από δεσμευτικούς ελάχιστους στόχους έως το 2030, οι οποίοι σύμφωνα με το παρόν κείμενο του νομοσχεδίου, θα αναπροσαρμόζονται στο μέλλον.
Με αυτόν τον νόμο διευκολύνεται η μεγάλης κλίμακας ανάπτυξη των ΑΠΕ που θα βοηθήσουν την Ισπανία να ηγηθεί στην παραγωγή πράσινου υδρογόνου, η οποία καλείται να αποτελέσει και τον βασικό ενεργειακό φορέα στην απανθρακοποίηση της οικονομίας. Επίσης, η Ισπανία, μόλις τεθεί σε ισχύ ο νόμος για την κλιματική αλλαγή, θα απαγορεύσει σε όλη της την επικράτεια (χερσαία και θαλάσσια) κάθε νέο έργο που αφορά έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων.
Από κλιματική σκοπιά, δεν θα είχε νόημα να συνεχίσουμε να αναζητούμε κοιτάσματα υδρογονανθράκων, στην Ισπανία, την Ελλάδα ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Και δεν είναι λογικό το γεγονός ότι οι ισπανικές εταιρείες όπως η Repsol μέχρι και σήμερα συνεχίζουν να διατηρούν σχέδια εκμετάλλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου στη χώρα μας, τη στιγμή που η Ισπανία θα απαγορεύσει οριστικά αυτή την επικίνδυνη και καταστροφική δραστηριότητα. Και όμως, η Ισπανία δεν αποτελεί μία μεμονωμένη περίπτωση. Υπάρχουν και άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, που έχουν ήδη θέσει σε ισχύ νόμους που απαγορεύουν την εξερεύνηση νέων αποθεμάτων υδρογονανθράκων. Στις 19 Δεκεμβρίου 2017, τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης ενέκριναν το νομοσχέδιο της κυβέρνησης Μακρόν που καθιστά τη Γαλλία την πρώτη χώρα στον κόσμο που απαγορεύει την παραγωγή υδρογονανθράκων. Έκτοτε, άλλες χώρες όπως η Δανία και η Νέα Ζηλανδία έχουν κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η παγκόσμια κλιματική έκτακτη ανάγκη μάς καλεί να εγκαταλείψουμε την εποχή των ορυκτών καυσίμων το συντομότερο δυνατό. Και αυτός είναι ο μόνος υπεύθυνος τρόπος κλιματικής δράσης, και για την Ελλάδα.
*Ο κ. Δημήτρη Καραβέλλας είναι Γενικός Διευθυντής WWF Ελλάς. Ο κ. Juan Carlos del Olmo είναι Γενικός Διευθυντής WWF Ισπανία