Σε πρόσφατη συζήτηση για την ελληνική υψηλή στρατηγική στο Ελληνικό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων (12/2/2021) ο πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε ότι ένας από τους στόχους της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες είναι η ισχυροποίηση της εικόνας, της φήμης και της αξιοπιστίας της. Με άλλα λόγια, επεσήμανε την ανάγκη η Ελλάδα να γίνει πιο πειστική και πιο ελκυστική στη διεθνή κοινή γνώμη, να αναπτύξει δηλαδή την ήπια ισχύ της (soft power) «…και τη δυνατότητά της να ασκεί ενεργό πολιτική με ενδεχομένως μη παραδοσιακούς τρόπους». Σε αυτό το άρθρο θα επιχειρηματολογήσουμε ότι η δημόσια διπλωματία είναι ένας από τους πιο σημαντικούς κρατικούς θεσμούς διαχείρισης της ήπιας ισχύος και μπορεί, αν χρησιμοποιηθεί σωστά, να αυξήσει τη φήμη, την πειθώ και τη θελκτικότητα της χώρας. Η ήπια ισχύς βέβαια, όπως σωστά επεσήμανε ο Πρωθυπουργός, λειτουργεί συμπληρωματικά και όχι ως υποκατάστατο της παραδοσιακής «σκληρής ισχύος» της χώρας.

Υψηλή στρατηγική είναι η «θεωρία» ενός κράτους για το πώς θα ενισχύσει την ασφάλειά του σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον. Η «θεωρία» αυτή δοκιμάζεται στην πράξη και κρίνεται από τα στρατηγικά αποτελέσματα που παράγει ή αποτυγχάνει να παράγει. Η υψηλή στρατηγική κάθε χώρας βασίζεται σε τουλάχιστον τρεις πυλώνες:

Πρώτον, στην ανάλυση του διεθνούς και τοπικού περιβάλλοντος, όπου προσδιορίζονται οι απειλές, οι αντίπαλοι και οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται (ή θα παρουσιαστούν σε βάθος χρόνου) στον στρατηγικό ορίζοντα κάθε χώρας.

Δεύτερον, στη συγκεκριμενοποίηση και ιεράρχηση των πολιτικών στόχων κάθε χώρας και στην κινητοποίηση όλων των μέσων ισχύος που έχει η χώρα στη διάθεσή της για την επίτευξη αυτών των στόχων. Αν τα διαθέσιμα μέσα δεν επαρκούν, τότε πρέπει είτε αυτά να αυξηθούν είτε να περιοριστούν οι πολιτικές επιδιώξεις.

Τρίτον, στην επιλογή του ιδανικού συνδυασμού των μέσων ισχύος (policy mix) και καθορισμού του τρόπου που τα μέσα αυτά θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη των στόχων (ends-means-ways). Ορισμένες φορές έμφαση δίνεται σε παραδοσιακά μέσα «σκληρής ισχύος» (hard power), όπως η στρατιωτική ισχύς, η οικονομική ισχύς και οι συμμαχίες, άλλες φορές σε εργαλεία «ήπιας ισχύος» όπως, για παράδειγμα, η πειθώ, η φήμη, η ελκυστικότητα (soft power) ή, τέλος, σε «έξυπνο» συνδυασμό των ανωτέρω εργαλείων «σκληρής» και «ήπιας ισχύος» (smart power).

Τα αποθέματα ήπιας ισχύος που έχει η χώρα είναι πολλά και της επιτρέπουν να δομήσει ένα ελκυστικό «αφήγημα». Αρκούν ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα: αρχαία φιλοσοφία, ιστορία, πολιτισμός (που την καθιστούν πολιτιστική υπερδύναμη), γλώσσα, αξιακό σύστημα, γέννηση δημοκρατίας, ναυτική παράδοση αιώνων, χώρα φιλόξενη, φιλελεύθερη, εξωστρεφής, ειρηνική, τουριστικά ελκυστική, απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς, με ισχυρούς δεσμούς με μια ακμάζουσα διασπορά, μετριοπαθής στην εξωτερική της πολιτική, με συμμετοχή στους σημαντικότερους δυτικούς θεσμούς, διαχρονικά αξιόπιστη στις συμμαχικές της υποχρεώσεις, ανοικτή σε διεθνείς συνεργασίες.

Το «αφήγημα» κάθε χώρας το διαχειρίζεται και το προωθεί κατά κύριο λόγο η δημόσια διπλωματία της. Βασικά χαρακτηριστικά της είναι η εξωστρέφεια, η διαδραστικότητα και η αξιοπιστία.

Η δημόσια διπλωματία αφορά την επικοινωνία μιας κυβέρνησης με την κοινή γνώμη άλλων χωρών ώστε να γίνουν κατανοητές οι αξίες, οι ιδέες, οι επιδιώξεις και οι πολιτικές του αντιπροσωπευόμενου από αυτήν κράτους. Για την άσκηση επιρροής – που είναι πάντα το επιδιωκόμενο στρατηγικό αποτέλεσμα -επιστρατεύονται πολλά επιστημονικά πεδία, όπως η πολιτική επιστήμη, η κοινωνική ψυχολογία, η κοινωνική ανθρωπολογία, η στρατηγική επικοινωνία και το marketing. Η έξυπνη διαχείριση της πληροφορίας είναι σημαντικός «πολλαπλασιαστής ισχύος» μιας χώρας.

Στην Ελλάδα δυστυχώς η επικρατούσα αντίληψη για τη δημόσια διπλωματία είναι πως αποτελεί παλιομοδίτικο μείγμα δημοσίων σχέσεων και επισκοπήσεων Τύπου. Ομως, η δημόσια διπλωματία είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτό: είναι το πώς μάχεται μια χώρα στον αφανή, ακήρυκτο και αδιάλειπτο «πόλεμο των ιδεών». Με την άσκηση επιρροής στην κοινή γνώμη ξένων χωρών δημιουργείται ένα ιδεολογικό περιβάλλον ευνοϊκό προς τη χώρα και εχθρικό προς το «αφήγημα» των στρατηγικών της αντιπάλων. Προς τούτο, αξιοποιεί, πέραν των παραδοσιακών τρόπων (μορφωτικές και πολιτιστικές ανταλλαγές, ακαδημαϊκές ανταλλαγές, τουριστική προβολή, σχέσεις με μέσα μαζικής ενημέρωσης όπως εφημερίδες, τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, χρήση των social media, Διαδίκτυο) και με άλλους, μη συμβατικούς τρόπους, με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών (εικονική πραγματικότητα, επαυξημένη πραγματικότητα, νευρωνικά δίκτυα, εργαλεία μηχανικής μάθησης, λογισμικό φυσικής γλώσσας , εργαλεία γραφής κ.λπ. (Βλ. Ζαφείρης Ρωσσίδης, Η Δημόσια Διπλωματία στην Ψηφιακή Εποχή, στο «Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική», τ. 48-49.)

Το πεδίο της αντιπαράθεσης για την απόκτηση επιρροής δεν περιορίζεται στους συμβατικούς και σχετικά ελεγχόμενους χώρους και έχει επεκταθεί και στο «βαθύ» και «σκοτεινό» Διαδίκτυο (deep and dark web).

Το διακύβευμα δεν είναι άλλο από την εξυπηρέτηση της υψηλής στρατηγικής, μέσω της απόκτησης «Ασφάλειας Φήμης» (όπως την ορίζει ο Nicholas Cull, «The Quest for Reputational Security», The Soft Power 30, A Global Ranking of Soft Power, USC Center of Public Diplomacy, 2018) και την προστασία αυτής της φήμης από κακόβουλους ανταγωνιστές που προσπαθούν να αποδομήσουν την εικόνα της χώρας (sharp power). Η δημιουργία «καλής φήμης» για μια χώρα λειτουργεί ως καταλύτης για την επίτευξη συμμαχιών, δημιουργίας αποτελεσματικών ομάδων πίεσης (lobbies), και γενικώς θετικών εντυπώσεων, στάσεων και, τελικά, συμπεριφορών. Ολη αυτή η διαδικασία φυσικά δεν επιτυγχάνεται μέσα σε μια νύχτα, συνεπώς κατατάσσεται στη σφαίρα των μακροχρόνιων στρατηγικών επιδιώξεων μιας χώρας. Οπως κάθε στρατηγικός στόχος αποτελείται από επιχειρησιακές και τακτικές συνιστώσες, που και αυτές με τη σειρά τους απαιτούν σχεδιασμό, μεθοδολογία, γνώση της θεωρίας λήψης αποφάσεων, ευχέρεια στη χρήση αναλυτικών εργαλείων.

Ενα πρόσφατο παράδειγμα αρκεί για να αναδείξει τη σημασία της δημόσιας διπλωματίας στην επιτυχή (ή μη) διαμόρφωση της εικόνας της χώρας σε ένα κρίσιμο ζήτημα εθνικής ασφαλείας. Η έξαρση του μεταναστευτικού προβλήματος και η πρόσφατη κρίση στον Εβρο ανέδειξαν ένα σημαντικό έλλειμμα της χώρας στο πεδίο άσκησης επιρροής σε ξένα ακροατήρια. Ακόμη και αν περιστασιακά καταγράφηκαν ορισμένες επιτυχίες, αυτές οφείλονται σε ατομικές πρωτοβουλίες και δεν προκύπτουν ως προϊόν στρατηγικής σχεδίασης και προγραμματισμού.

Η αντιμετώπιση της ασύμμετρης επίθεσης στον Εβρο έφερε ξανά στην επιφάνεια το έλλειμμα πρόσβασης και επιρροής στα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η εικόνα που δημιουργήθηκε από το μπαράζ ψευδών δημοσιευμάτων (fake news) από τάχα «έγκυρα» διεθνή μέσα ενημέρωσης έφερε τη σφραγίδα της «κακόβουλης ισχύος» (sharp power) αντιπάλων που ήθελαν να πλήξουν την εικόνα της χώρας.

Τα αιτήματα από ξένα μέσα μαζικής ενημέρωσης την περίοδο εκείνη για ρεπορτάζ σχετικά με υποτιθέμενους φόνους μεταναστών στα χερσαία ή θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας μετρώνταν σε δεκάδες κάθε ημέρα. Η εμπλοκή φαινομενικά έγκυρων «μη κυβερνητικών οργανώσεων» προσέδιδε επίχρισμα αντικειμενικότητας, επιστημονικότητας και σοβαρότητας στις υβριδικές αυτές επιθέσεις. Η ελληνική πλευρά φάνηκε ότι αδυνατούσε όχι μόνο να προλάβει την εκδήλωση τέτοιων επιθέσεων αλλά και να τις αποκρούσει επιτυχώς. Αυτό σημαίνει ότι η διεθνής κοινή γνώμη εξακολουθεί να αγνοεί τη φύση και το μέγεθος της υβριδικής επίθεσης που δέχεται η Ελλάδα, με αποτέλεσμα να στοχοποιείται για παράνομη συμπεριφορά κατά μεταναστών (βλ. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου).

Το συμπέρασμα της πιο πάνω ανάλυσης είναι ότι η «ήπια ισχύς» είναι ένα σημαντικό εργαλείο της υψηλής μας στρατηγικής που συμπληρώνει τη «σκληρή» ισχύ της χώρας, δηλαδή την αποτρεπτική της δυνατότητα. Η αναβάθμιση της εικόνας και της φήμης της χώρας στο διεθνές στερέωμα (nation branding) μπορεί να δώσει ένα σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα με δεδομένο το ότι η χώρα διαθέτει ένα πολλαπλώς ελκυστικό «αφήγημα». Το «αφήγημα» όμως αυτό πρέπει να ειπωθεί πειστικά από επαγγελματίες που έχουν την τεχνογνωσία να το κάνουν. Η διαχείρηση αυτού του αφηγήματος είναι το κύριο μέλημα της δημόσιας διπλωματίας.

Ο κ. Νικολάος Κυριαζής είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και ο κ. Αθανάσιος Πλατιάς είναι καθηγητής Στρατηγικής και πρόεδρος του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.