Σήμερα κυριαρχούν απόψεις που θέλουν να έχουν σβηστεί τα όρια της διάκρισης Αριστερά – Δεξιά και ότι αυτό που κρίνεται στην πολιτική είναι οι αντιθέσεις αποτελεσματικότητας – αναποτελεσματικότητας και της δημοκρατίας με τους εχθρούς της. Αν ξύσει κανείς όμως κάτω από τα επιφαινόμενα θα διαπιστώσει πόσο μεγάλη σημασία έχει για τη δημοκρατία η επαναχάραξη με ανανεωμένους τρόπους των ορίων της διάκρισης Αριστερά – Δεξιά. Επειδή ακριβώς αυτά τα όρια έχουν σβηστεί, δίνεται η δυνατότητα στον ακραίο λαϊκισμό να απειλεί τις δημοκρατίες. Θα θίξω ένα θέμα στο οποίο είναι εμφανή τα παραπάνω.
Θλίβομαι σε συζητήσεις μου με «κεντροαριστερούς» πολιτικούς, που με κοιτούν σαν να θέτω θέματα «εκτός ύλης», όταν τους επισημαίνω ότι χρειάζεται να προσθέσουν στη φαρέτρα τους μαζί με την αξιοκρατία και τη θέση πως κάθε άνθρωπος ανεξαρτήτως των ικανοτήτων του αξίζει μια θέση στην κοινωνία. Η αξιοκρατία ή η κοινωνία των αξίων θεωρείται ιερό τοτέμ, γύρω από το οποίο κινούνται όλα τα άλλα. Αν κινούνται. Δεν αντιλαμβάνονται ότι η Κεντροδεξιά μπορεί να επικαλείται την αξιοκρατία και να σταματά εκεί, η Σοσιαλδημοκρατία όχι. Εκτός κι αν η Σοσιαλδημοκρατία δεν θέλει ή δεν μπορεί να διαφέρει από την Κεντροδεξιά. Για την Κεντροδεξιά έννοιες όπως ατομική ευθύνη, επιλογή, αξιοσύνη και «δίχτυ ασφαλείας» προσδιορίζουν τι είναι κοινωνικά δίκαιο. Για τη Σοσιαλδημοκρατία δεν φτάνουν. Αυτή χρειάζεται πάντα στην αξιοκρατία να προσθέτει και τη ρολσιανή αρχή της διαφοράς, σύμφωνα με την οποία οι ανισότητες οφείλουν να αποβαίνουν προς όφελος όλων και κυρίως των λιγότερο ευνοημένων μελών της κοινωνίας. Διαφορετικά υποκύπτει στην αντίληψη που θέλει οι φτωχοί να παράγουν τη φτώχεια και όχι η φτώχεια τους φτωχούς.
Οπως υποστηρίζει ο Μάικλ Σάντελ στο τελευταίο βιβλίο του «Η τυραννία της αξίας», από αυτήν αφενός υποφέρουν όλοι εκείνοι που δεν κατορθώνουν να ανταποκριθούν στις σκληρές απαιτήσεις της αγοράς, είτε επειδή κατά κάποιους «φιλελεύθερους» δεν έχουν την απαραίτητη κατάρτιση και γνώσεις είτε επειδή δεν έχουν φιλοδοξίες είτε επειδή είναι τεμπέληδες που θέλουν να ζουν μόνο με επιδόματα. Αφετέρου υποφέρουν και οι «επιτυχημένοι» της αγοράς, αφού «η τυραννία της αξίας» ασκεί πίεση σε αυτούς από τα παιδικά τους χρόνια. Αυτή διαλύει τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια θυσιάζοντάς τα στον βωμό της εισόδου στα καλύτερα πανεπιστήμια και μετά παρασύρει και την ενήλικη ζωή τους υποτάσσοντας τα πάντα στην «ευτυχία» του χρήματος.
Η «αξιοκρατία» όντως χρειάζεται για την ανάπτυξη αισθήματος δίκαιης κοινωνίας. Η εργαλειοποίησή της όμως απαξιώνει όλους όσοι δεν κατορθώνουν να πετύχουν στην αγορά. Ετσι όπως υποστηρίζουν ο κοινωνιστής Μάικλ Σάντελ αλλά και ο φιλελεύθερος Φράνσις Φουκουγιάμα («Ταυτότητα», μετάφραση Σταύρος Γαβαλάς, Εισαγωγή Γιώργος Α. Ευαγγελόπουλος, Ροπή, 2020) η αίσθηση των αποτυχημένων, «μη άξιων», των οποίων δεν αναγνωρίζεται το αίσθημα της αξιοπρέπειας, τους σπρώχνει προς τους διάφορους Τραμπ. Η αίσθηση μη αναγνώρισης της αξιοπρέπειας του άλλου, όποιος και να είναι αυτός, αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια όλων όσοι δεν σέβονται την «αξιοπρέπεια της δημοκρατίας». Από αυτή την κατάσταση επωφελούνται μόνο ο νατιβισμός και ο ακροδεξιός λαϊκισμός. Αυτός που χάνει είναι η δημοκρατία.
Η ριζοσπαστική Αριστερά υποβάλλοντας σε κριτική τη Σοσιαλδημοκρατία υποστηρίζει ότι για αυτήν οι μόνες ανισότητες που οφείλει μια δίκαιη κοινωνία να αντιμετωπίζει είναι όσες προέρχονται από τις κληρονομικές κοινωνικές ανισότητες. Αυτές που προκύπτουν από τη διαφορά στο ταλέντο, στην «αξιοσύνη», στις δεξιότητες κ.λπ. δεν την απασχολούν. Αυτή η κριτική είναι υπερβολική, όχι όμως και εντελώς ανυπόστατη. Η επιθυμία εξίσωσης των αρχικών ευκαιριών αποτελούσε κεντρική πολιτική της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας. Η τυραννία της αξιοκρατίας νεκρώνει αυτή την επιθυμία. Μετά το 1990 εισχώρησαν και στη Σοσιαλδημοκρατία αντιλήψεις που θεωρούν πως οι «άξιοι», οι «υπεύθυνοι», όσοι κατορθώνουν να κάνουν καλές επιλογές, ανεξαρτήτως του πώς το επιτυγχάνουν και των επιπτώσεών τους, ενισχύουν περισσότερο την ανάπτυξη. Κυρίως όταν δεν φορολογούνται. Η μη φορολόγηση στηρίζει την ανάπτυξη, ενώ η φορολόγηση την αναστέλλει. Η ανάπτυξη δεν προστέθηκε αλλά αντικατέστησε τις αρχές της «αξιοπρέπειας όλων» και της «δίκαιης κοινωνίας». «Ξεχάστηκε» πως προϋπόθεση για κάθε ανάπτυξη είναι η ύπαρξη κοινωνικών υπηρεσιών και υποδομών και η αναγνώριση της αξιοπρέπειας «πετυχημένων» και «αποτυχημένων», ευτυχισμένων και δυστυχισμένων.
Η ψήφος σε ακροδεξιά, νατιβιστικά μορφώματα είναι η εκδίκηση των ονείρων όλων όσοι αισθάνονται πως οι ελίτ τούς περιφρονούν. Αυτοί που, όπως γράφει ο συγγραφέας της «αμερικανικής σκουριάς» Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς, ζουν με «την αίσθηση πως οι επιλογές μας δεν έχουν πραγματική σημασία» («Το τραγούδι του Χιλμπίλη», Δώμα, μετάφραση Αριστείδης Μαλλιαρός, σ. 247). Μετά ας μην απορούμε που απειλείται η δημοκρατία. Οι συντηρητικοί προκρίνουν την ατομικιστική «ευτυχία» των άξιων. Κάποιοι αποϊδεολογικοποιημένοι Σοσιαλδημοκράτες για «επικοινωνιακούς» λόγους προτείνουν το ίδιο. Ας μην παραπονιούνται τότε που τα «έρμα πεθαίνουν». Πώς να μην «πεθάνουν», όταν τους διαφεύγει το μείζον: η αίσθηση των ανθρώπων πως ό,τι και να ψηφίσουν, η προσωπική τους αξιοπρέπεια δεν θα αναγνωριστεί.
*Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος, συγγραφέας.