Στη Μακρινίτσα υπάρχει πένθος και οργή.
Αιτία μια διπλή δολοφονία: μιας νεαρής γυναίκας και του αδελφού της.
Δράστης ο εν διαστάσει σύζυγος της νεαρής γυναίκας που επίσης τραυμάτισε τη μητέρα των δύο θυμάτων.
Το ρεπορτάζ λέει ότι απαιτούσε να του δώσουν το παιδί του όπως και ότι υπήρχαν ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του.
Ο συνήγορός του επικαλείται ψυχική νόσο.
Δεν θέλω να σταθώ στα συγκεκριμένα της υπόθεσης.
Αυτά είναι δουλειά της δικαιοσύνης.
Εγώ παίρνω αφορμή από το ίδιο το περιστατικό, γιατί δεν είναι – δυστυχώς – μεμονωμένο.
Μπορεί να γράφεται συχνά – φταίμε σε αυτό και εμείς οι δημοσιογράφοι – η φράση «έγκλημα πάθους», ή «έγκλημα τιμής», ή «οικογενειακή τραγωδία», όμως λίγες φορές καθόμαστε να σκεφτούμε πόσο παραπλανητικά μπορεί να είναι αυτή η περιγραφή.
Γιατί αυτό που δεν αποτυπώνουν αυτές οι κοινότοπες εκφράσεις είναι ότι υπάρχει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις ένα συγκεκριμένο μοτίβο: ένας άντρας που σκοτώνει μια γυναίκα.
Πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με κάποια πάθη ή κάποιες εντάσεις που παίρνουν τραγική εκτροπή.
Αντίθετα, έχουμε να κάνουμε μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη ότι ο άντρας έχει εξουσία πάνω στη γυναίκα, αντίληψη που την κρίσιμη στιγμή καταλήγει να οπλίσει χέρια.
Γιατί ακόμη και εάν δεχτούμε ότι υπάρχει υπόβαθρο ψυχιατρικό στην όποια έκρηξη βίας, πάντα το ερώτημα είναι γιατί τόσο συχνά άντρες περνούν στη βία.
Και όταν ένα φαινόμενο είναι τόσο συχνό, παύει να είναι ψυχιατρικό και γίνεται κοινωνικό.
Και δείχνει γιατί είναι τόσο σημαντικό που και στην Ελλάδα έχουμε έστω και με καθυστέρηση το δικό μας κίνημα #MeToo.
Γιατί η κακοποίηση και η σεξιστική βία είναι ενός ευρύτερου φάσματος κακοποιητικών συμπεριφορών. Που ξεκινούν από τη διεκδίκηση «τον πρώτο λόγο να τον έχει ο άντρας του σπιτιού» και καταλήγουν στις γυναικοκτονίες.
Συμπεριφορές που αποκαλύπτουν ότι στην κοινωνίας μας και δη στον αντρικό πληθυσμό υπάρχουν βαθιά ριζωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις.
Αντιλήψεις που δεν εκφράζονται «ρητά» – σχεδόν κανένας δεν θα βγει να υποστηρίξει ότι οι γυναίκες είναι κατώτερες από τους άντρες –, αλλά λειτουργούν περισσότερο σαν αντανακλαστικά, σαν ασύνειδες αντιδράσεις, σαν οπτικές που συχνά δεν αντιλαμβανόμαστε ότι μας επηρεάζουν.
Όμως, την κρίσιμη ώρα μπορεί ακόμη και να οπλίσουν χέρια.
Γι’ αυτόν τον λόγο και πρέπει να κάνουμε αυτή τη συζήτηση ως κοινωνία.
Να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα.
Να προσαρμόσουμε το θεσμικό πλαίσιο, αλλά και να αλλάξουμε νοοτροπία.
Βήμα το βήμα να καλύψουμε την απόσταση που χωρίζει την τυπική από την πραγματική ισότητα.
Γιατί κάποιες στιγμές αυτό γίνεται ζήτημα ζωής και θανάτου.