«Το παράθυρο της ευκαιρίας που έχουμε μπροστά μας κλείνει γρήγορα», προειδοποίησε η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα. «Όσο περισσότερος χρόνος απαιτείται για να επιταχυνθεί η παραγωγή και η διανομή των εμβολίων τόσο δυσκολότερο θα είναι να επωφεληθούμε», πρόσθεσε.
Οι δηλώσεις της Γκεργκίεβα έγιναν ενόψει της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, που ξεκινά σήμερα και θα διαρκέσει ολόκληρη την εβδομάδα, με τη συμμετοχή των διοικητών κεντρικών τραπεζών και των υπουργών Οικονομικών των μελών της ομάδας των G20, καθώς και άλλων κρατών. Αποτελούν δε ένα σήμα κινδύνου για την ανησυχητική κατάσταση που διαμορφώνεται σε μια σειρά περιοχές και χώρες, όπως είναι κυρίως η ΕΕ και ο Καναδάς.
Πράγματι, παρά το γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία μοιάζει να ανακάμπτει ταχύτερα από ό,τι είχαν αρχικά προβλέψει πολλοί οικονομολόγοι και το ΔΝΤ αναμένεται να αναθεωρήσει ανοδικά την πρόβλεψη του 5,5% που είχε κάνει τον Ιανουάριο, αυτό δεν αποτυπώνει όλη την πραγματικότητα.
«Καλπάζουν» Κίνα και ΗΠΑ
Αιτία είναι το γεγονός ότι η ανάκαμψη αποδίδεται πρωτίστως στην Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, των οποίων το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί φέτος με ρυθμό της τάξης του 8,1% για την πρώτη και με πάνω από 5-6% για τη δεύτερη. Η εικόνα αυτή αποδίδεται στην πιο επιτυχή διαχείριση της πανδημίας στις δύο αυτές χώρες, που κινήθηκαν πιο γρήγορα και αποτελεσματικά – έστω κι αν στις ΗΠΑ το κόστος σε ανθρώπινες ζωές ήταν βαρύ.
Για την ΕΕ και την ευρωζώνη αντιθέτως, οι προβλέψεις δεν είναι εξίσου καλές και δεν αποκλείεται να αναθεωρηθούν επί τα χείρω, στο φόντο και της νέας έκρηξης των κρουσμάτων και της παράτασης των lockdown. Η ανησυχία εντείνεται εξαιτίας της εμφάνισης και της ραγδαίας επέκτασης των μεταλλαγμένων στελεχών, καθώς η αποτελεσματικότητα των εμβολίων απέναντί τους δεν είναι διαπιστωμένη και εγγυημένη.
«Θα είναι σαν ένα εξελικτικό πείραμα στον πραγματικό κόσμο: Μπορούν οι μεταλλάξεις να νικήσουν τα εμβόλια;», δήλωσε χαρακτηριστικά στην Wall Street Journal ο Άλεξ Σιγκάλ, επικεφαλής ομάδας ερευνητών που μελετά τις μεταλλάξεις στη Νότιο Αφρική.
Χώρες και άνθρωποι β΄κατηγορίας
Ένα ακόμη πρόβλημα αφορά τις ανισότητες ανάμεσα στον ανεπτυγμένο και τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Παρά το γεγονός ότι κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες υπολογίζεται πως έχουν διαθέσει 16 τρισ. δολάρια σε ρευστότητα, προκειμένου να στηρίξουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά, η μερίδα του λέοντος αφορά στις πλούσιες χώρες (μόνο οι ΗΠΑ έχουν διαθέσει 5 τρισ.).
Αντιθέτως, στο πιο φτωχό τμήμα του κόσμου, το μέσο κατά κεφαλή εισόδημα έχει μειωθεί την περίοδο της Covid-19 κατά το ένα πέμπτο – το διπλάσιο δηλαδή σε σύγκριση με τις πλούσιες χώρες. «Οι πλούσιες κυβερνήσεις ήταν σε θέση να εγκρίνουν τρισεκατομμύρια σε προγράμματα στήριξης (…) τι συμβαίνει όμως με τις χώρες με μεσαία ή χαμηλά εισοδήματα;», αναρωτήθηκε η επικεφαλής της Oxfam International στην Ουάσιγκτον.
Έτσι, μόνο πέρυσι, πάνω από 100 εκατ. άνθρωποι, κυρίως στη νότια Ασία, βρέθηκαν σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας, η οποία ορίζεται όταν το διαθέσιμο εισόδημα είναι μικρότερο των 1,90 δολαρίων ημερησίως. Παράλληλα, 6 εκατ. παιδιά ενδέχεται φέτος να βρεθούν εκτός εκπαιδευτικής διαδικασίας.
«Πολλοί μένουν πίσω»
«Οι οικονομικές προοπτικές είναι διαφορετικές. Τα εμβόλια δεν είναι ακόμη διαθέσιμα για όλους και παντού. Πάρα πολλοί άνθρωποι συνεχίζουν να είναι αντιμέτωποι με απώλεια της δουλειάς τους και με την εντεινόμενη φτώχεια. Πολλές χώρες μένουν πίσω», σημείωσε η Γκεοργκίεβα.
Παράλληλα, το εξωτερικό χρέος των πιο φτωχών έχει μετατραπεί σε βραχνά που τις πνίγει, καθώς ήδη είχε διπλασιαστεί κατά τη δεκαετία πριν το ξέσπασμα της πανδημίας – φτάνοντας τα 750 δισ. δολάρια – ενώ η κατάσταση σήμερα είναι ακόμη χειρότερη.