Η κρίση του περασμένου θέρους στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επανέφερε δυναμικά στο προσκήνιο το μείζον ερώτημα για το ποια πρέπει να είναι η ορθή στρατηγική αντιμετώπιση του «δύσκολου γείτονα» που ονομάζεται Τουρκία.
Παρά τις όποιες αντίθετες απόψεις, η πλέον δομημένη απόπειρα διαχείρισης των διμερών σχέσεων με την Aγκυρα και επίλυσης των προβλημάτων με αυτήν υπήρξε η στρατηγική που ακολούθησε η κυβέρνηση Κώστα Σημίτη μετά την κρίση των Ιμίων το 1996 και είχε στον πυρήνα της τον «εγκλωβισμό» της Τουρκίας σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο κανόνων.
Αν και οι συνθήκες έχουν εμφανώς αλλάξει, το βιβλίο «Η Στρατηγική του Ελσίνκι: 20+1 Χρόνια Μετά» (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης) συνιστά την πρώτη συλλογική προσπάθεια να αντληθούν τα απαραίτητα συμπεράσματα και ενδεχομένως να προταθούν ορισμένες λύσεις για το σήμερα.
Στον συλλογικό τόμο γράφουν πολλοί από τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου, όπως ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, οι πρώην υπουργοί Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου και Τάσος Γιαννίτσης, ο Χρήστος Ροζάκης, κομβικός διαμορφωτής της πολιτικής εκείνης της περιόδου, καθώς επίσης οι Χρήστος Στυλιανίδης, Παναγιώτης Ιωακειμίδης, Παύλος Αποστολίδης και Πέτρος Λιάκουρας.
«Το Βήμα» προδημοσιεύει ένα εκτενές απόσπασμα από την εισαγωγή, η οποία φέρει την υπογραφή του καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Παναγιώτη Τσάκωνα, ο οποίος επιμελήθηκε τον τόμο αυτόν.
Με την Ευρωπαϊκή Ενωση προετοιμαζόμενη στα τέλη της δεκαετίας του 1990 για την ολοκλήρωση της μεγαλύτερης μέχρι τότε διαδικασίας διεύρυνσής της, οι συνθήκες ήταν ώριμες ώστε η Ελλάδα να επιχειρήσει – στο επικείμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο 1999 – μια σημαντική στροφή και αλλαγή στην παραδοσιακή της στάση να χρησιμοποιεί το Κυπριακό ζήτημα προκειμένου να μπλοκάρει τις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ εγκαταλείποντας, παράλληλα, την επί δεκαετίες ακολουθούμενη στρατηγική τής «υπό όρους τιμωρίας» της Τουρκίας και υιοθετώντας μια περισσότερο ευέλικτη στρατηγική «υπό όρους επιβράβευσής» της. Ειδικότερα, οι διαμορφωτές αποφάσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θεώρησαν ότι, μέσω της υιοθέτησης μιας νέας στρατηγικής κοινωνικοποίησης του απειλητικού γείτονα, η οποία θα ενσωμάτωνε την «κανονιστική ισχύ» της ΕΕ και θα καθιστούσε την εμπλοκή της Τουρκίας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δέσμια συγκεκριμένων κριτηρίων και κανόνων συμπεριφοράς, δεν θα καθίστατο μόνον αποτελεσματικότερη η εξισορρόπηση της τουρκικής απειλής, αλλά και δυνατή η οριστική επίλυση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης.
Εν όψει του κρίσιμου για τη διαδικασία της διεύρυνσης Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι, οι διαμορφωτές αποφάσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είχαν την πεποίθηση ότι η νέα εξωστρεφής και ευέλικτη πολιτική, που είχαν αποφασίσει να προωθήσουν, θα μπορούσε να «προβληθεί» στην ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, επιτρέποντας με τον τρόπο αυτόν την ανάπτυξη ενός «εκ των κάτω προς τα άνω εξευρωπαϊσμού» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αντανακλώντας μια ρεαλιστική αντίληψη ότι οι πολιτικές της ΕΕ είναι το αποτέλεσμα τόσο ανταγωνιστικών όσο και συνεργατικών στρατηγικών διαπραγμάτευσης μεταξύ των κρατών καθώς και ότι σε αυτές αντανακλώνται οι υφιστάμενοι θεσμικοί και δομικοί συσχετισμοί δυνάμεων, ο «εκ των κάτω προς τα άνω εξευρωπαϊσμός» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής συνιστούσε επί της ουσίας την «εξωτερίκευση» και την «εθνική προβολή» των ιδεών, προτιμήσεων και στοχεύσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο επίπεδο της ΕΕ.
Είναι σκόπιμο στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι η εξωτερίκευση των ελληνικών θέσεων στο πλαίσιο της ΕΕ δεν σήμαινε μόνον την ύπαρξη και αποδοχή μιας συμβατότητας μεταξύ των εθνικών (ελληνικών) και ευρωπαϊκών θέσεων, αλλά λειτουργούσε ενισχυτικά στη διεθνή παρουσία και δράση της ΕΕ, διευκολύνοντας την πραγματοποίηση του σημαντικότερου εγχειρήματος της ΕΕ που αφορούσε την επικείμενη «προς ανατολάς» διεύρυνσή της. Κατά συνέπεια, την ανάπτυξη ενός «εκ των άνω προς τα κάτω εξευρωπαϊσμού» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ακολούθησε η «εθνική προβολή» των ελληνικών στοχεύσεων και επιδιώξεων στο ευρωπαϊκό επίπεδο και η διασύνδεσή τους με την επιτυχή εξέλιξη της σημαντικότερης διεθνούς δράσης της ΕΕ, δηλαδή τη διεύρυνσή της. Ετσι η – σε μεγάλο βαθμό – «κοινωνικοποιημένη» και «εξευρωπαϊσμένη» ελληνική εξωτερική πολιτική αναλάμβανε το ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτητικό εγχείρημα – μέσω της χρησιμοποίησης του ειδικού βάρους και της κανονιστικής ισχύος της ΕΕ στη διεθνή αρένα – να κοινωνικοποιήσει το κράτος που αποτελούσε το σημαντικότερο πρόβλημα για την ασφάλειά της.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι συνιστά πράγματι τη θεσμική κορύφωση της στρατηγικής κοινωνικοποίησης που αποφάσισε να υιοθετήσει η Ελλάδα έναντι της Τουρκίας καθώς – μέσω των Συμπερασμάτων του συγκεκριμένου Συμβουλίου Κορυφής των 15-κρατών μελών της ΕΕ – η ελληνική πλευρά δεν πέτυχε μόνον την εξωτερίκευση και την προβολή συγκεκριμένων κρίσιμων θεμάτων της εξωτερικής της πολιτικής – όπως το Κυπριακό και οι σχέσεις της με την Τουρκία – στο επίπεδο της ΕΕ αλλά και την ικανοποίηση μιας σειράς στρατηγικών επιδιώξεων και στοχεύσεων οι οποίες αφορούσαν:
Πρώτον, τη σύνδεση μιας σειράς από ασύνδετα μέχρι τότε ζητήματα: την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο και την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, ανεξαρτήτως λύσης του πολιτικού προβλήματος (που συνεπαγόταν έτσι το τέλος της ομηρείας της Κύπρου από την Τουρκία καθώς η ΕΕ διαχώρισε τη μελλοντική ένταξη της Κύπρου από την επίλυση του πολιτικού της προβλήματος). Το σημαντικότερο: διασφαλιζόταν παράλληλα ότι πρόοδος στο κάθε ζήτημα ξεχωριστά προϋπέθετε και συνεπαγόταν πρόοδο στα άλλα ζητήματα.
Δεύτερον, μέσω των αποφάσεων του Ελσίνκι, δύο σημαντικοί στόχοι της ελληνικής στρατηγικής κοινωνικοποίησης της Τουρκίας, που αφορούσαν τον εκδημοκρατισμό της και τη συμμόρφωσή της με τα «κριτήρια της Κοπεγχάγης», αποτέλεσαν τις βασικές προϋποθέσεις για τη συνέχιση της ευρωπαϊκής της πορείας.
Τρίτον, τόσο με τις αποφάσεις στο Ελσίνκι όσο και μέσω της «Εταιρικής Σχέσης ΕΕ – Τουρκίας» που ακολούθησε, η ελληνική αποτρεπτική ικανότητα, που μέχρι τότε εξαντλείτο στην εξοπλιστική προσπάθεια της Ελλάδος («εσωτερική εξισορρόπηση»), ενισχύθηκε από τη διπλωματική δυνατότητα της ελληνικής πλευράς να επιτύχει την ένταξη της Τουρκίας σε ένα νέο πλαίσιο, όπου η συμπεριφορά της θα παρακολουθείται, θα αξιολογείται και τελικώς θα κρίνεται με βάση τους κοινοτικούς μηχανισμούς ελέγχου, στη βάση συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος.
Τέταρτον, η ελληνική στρατηγική κοινωνικοποίησης της Τουρκίας πέτυχε να καταστήσει την ΕΕ έναν διεθνή παράγοντα ο οποίος διέθετε την ικανότητα να λειτουργήσει όχι μόνον «ως πλαίσιο» – κοινωνικοποιώντας ή/και εξευρωπαΐζοντας την Τουρκία μέσα στο κοινοτικό κανονιστικό περιβάλλον και εξαλείφοντας, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέσω της διαδικασίας του εκδημοκρατισμού της Τουρκίας, τις βάσεις της διμερούς αντιπαράθεσης –, αλλά κυρίως ως «ενεργός παίκτης». Αυτό σήμαινε ότι η ΕΕ αναλάμβανε για πρώτη φορά στην ιστορία της να θέσει – ή σωστότερα να επιβάλει – ως προαπαιτούμενο για τη συνέχιση και ενίσχυση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας (του κράτους που αποκτούσε το καθεστώς της υποψηφιότητας) να αναλάβει μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο πέντε χρόνων (το αργότερο μέχρι τον Δεκέμβριο 2004) να επιλύσει τις διαφορές του με την Ελλάδα (το κράτος-μέλος της ΕΕ).
Πέμπτον, μέσω των αποφάσεων του Ελσίνκι, η ΕΕ θα υποχρεώσει την Τουρκία να αποδεχτεί τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (που σταθερά αρνούνταν ήδη από τη δεκαετία του ‘70), στο οποίο θα ήταν υποχρεωμένη να παραπέμψει τις διαφορές της με την Ελλάδα, εάν οι μεταξύ τους «διερευνητικές επαφές» δεν κατέληγαν σε συμφωνία.
Θα μπορούσε, κατά συνέπεια, να υποστηριχθεί ότι η κυβέρνηση Σημίτη υιοθέτησε μια στρατηγική «ενεργητικής κοινωνικοποίησης», η οποία προνοούσε για τη δυναμική εμπλοκή και παρέμβαση της ΕΕ προκειμένου η τελευταία να καταστεί – μέσω των αποφάσεών της – ο πραγματικός καταλύτης όσον αφορά την ανάπτυξη νορμών συμπεριφοράς και κυρίως θεσμικών κανόνων που θα υποχρέωναν την Τουρκία – αλλά και την Ελλάδα – στην επίλυση της μεταξύ τους διαμάχης. Μάλιστα, το προαπαιτούμενο του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, που είχε θέσει η καταλυτική παρέμβαση της ΕΕ στο Ελσίνκι, αντανακλούσε την πεποίθηση των διαμορφωτών αποφάσεων της ελληνικής στρατηγικής κοινωνικοποίησης της Τουρκίας για την ανάγκη αποδοχής του κόστους που θα επέφερε στην Ελλάδα ο συμβιβασμός με την Τουρκία προκειμένου να υπάρξει οριστική επίλυση τής μεταξύ τους αντιπαράθεσης.
[…]
Από την επομένη της εγκατάλειψης της στρατηγικής του Ελσίνκι, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις ήταν υποχρεωμένες να λειτουργήσουν μέσα σε ένα σκληρά «διμεροποιημένο πλαίσιο» και με περιορισμένες δυνατότητες δημιουργίας αποτελεσματικών εξωτερικών «αντίβαρων» απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα είτε αυτά αφορούσαν την Ευρωπαϊκή Ενωση (καθώς η ευρωπαϊκή μόχλευση είχε αποδυναμωθεί, εάν δεν έχει παντελώς απολεσθεί) είτε τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ που εξακολουθούσαν να λειτουργούν με γνώμονα την πεποίθηση ότι «δεν πρέπει να χαθεί η Τουρκία». Ηταν επίσης αναμενόμενο ότι, στο πλαίσιο των τεταμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων, θα παρέμεναν αποδυναμωμένες και οι όποιες θετικές διμερείς πρωτοβουλίες είχαν στο παρελθόν αναληφθεί και προχωρήσει, όπως το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας, οι συμφωνίες για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) στο Αιγαίο καθώς και η διαδικασία των «διερευνητικών συνομιλιών» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
[…]
Μετά από μια περίοδο σοβαρών τριγμών, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δείχνουν ότι μπορούν σταδιακά να επιστρέψουν στην ιδιαίτερη κανονικότητα μιας «συγκρουσιακής ομαλότητας». Βασική βεβαίως προϋπόθεση ακόμη και για αυτή την, περιορισμένου χαρακτήρα, εξέλιξη είναι η υιοθέτηση μιας προσεκτικότερης στάσης – χωρίς όμως να αποκλείονται και παρενθέσεις υψηλής ρητορικής για το εσωτερικό κυρίως ακροατήριο – του προέδρου Ερντογάν, η οποία δεν πρέπει να αποκλείεται, ειδικά όσο αυξάνεται η πίεση των διεθνών παραγόντων (είτε με τη μορφή απειλών για κυρώσεις από την ΕΕ, είτε με πραγματικές κυρώσεις από τις ΗΠΑ) και ενισχύεται η εξισορροπητική προσπάθεια της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας τόσο στο εσωτερικό, μέσω της ενίσχυσης των αμυντικών μέσων και δυνατοτήτων της, όσο και στο εξωτερικό, μέσω της σύμπηξης στρατηγικών συμμαχιών με κράτη της Ανατολικής Μεσογείου και τη συμμετοχή σημαντικών διεθνών παικτών (Γαλλίας και Ηνωμένων Πολιτειών).
[…]
Αν όμως η Ελλάδα επιθυμεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ένταξης της Τουρκίας σε ένα όσο το δυνατόν δεσμευτικότερο πλαίσιο κανόνων, επιβάλλεται να επιδιώξει πολύ περισσότερα από την απλή επιστροφή των δύσκολων ελληνοτουρκικών σχέσεων σε μια κατάσταση «συγκρουσιακής ομαλότητας». Στη κατεύθυνση αυτή, η συνέχιση της στρατηγικής «ειρηνικής πίεσης» από την πλευρά της Ελλάδας, δηλαδή της νόμιμης και νομιμοποιημένης αύξησης του κόστους στην Τουρκία για όσο ακολουθεί πολιτικές έντασης, συνιστά μονόδρομο.
Παράλληλα, είναι ιδιαιτέρως σημαντική η δυναμική συμμετοχή της χώρας μας στη διαμόρφωση το συντομότερο δυνατόν του περιεχομένου της στρατηγικής που πρέπει να ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Ενωση έναντι της Τουρκίας. Πράγματι, αν και οι προϋποθέσεις αναβίωσης της στρατηγικής του Ελσίνκι δεν υφίστανται πλέον, τα οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας εξακολουθούν να ασκούν πίεση στον Ερντογάν στην κατεύθυνση «επαναδιαμόρφωσης» των σχέσεών της με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η ενεργητική και έγκαιρη παρουσία της Ελλάδας στη διαμόρφωση της μελλοντικής σχέσης Τουρκίας – ΕΕ που εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο – πιθανόν στη κατεύθυνση μιας «ειδικής σχέσης» – με τρόπο επωφελή για τα ελληνικά συμφέροντα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για την Ελλάδα και συστατικό στοιχείο μιας αποτελεσματικής ελληνικής στρατηγικής «εξωτερικής εξισορρόπησης» της Τουρκίας.
Η ελληνική στρατηγική στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 αναπτύχθηκε με βασικό μοχλό την ΕΕ στην κατεύθυνση της «εξισορροπητικής δέσμευσης» της Τουρκίας. Σήμερα, το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι η επίτευξη ενός συνδυασμού – και συγκερασμού – της «ανάσχεσης/εξισορρόπησης» των τουρκικών στοχεύσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και της «εμπλοκής/δέσμευσης» της Τουρκίας με την ΕΕ μέσω μιας διαδικασίας πειθαναγκασμού της. Ο συγκερασμός αυτός είναι δύσκολος, αλλά όχι αδύνατος. Η ΕΕ έχει συμφέρον στην επίτευξη ενός περιβάλλοντος σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ταυτόχρονα, αντιλαμβάνεται ότι οποιαδήποτε συμφωνία και αν συνάψει με την Τουρκία, όπως για παράδειγμα ενδεχόμενη «επικαιροποίηση» της «Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας» της 16ης Μαρτίου 2016 για το προσφυγικό/μεταναστευτικό, αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί με την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση και το Κυπριακό πρόβλημα άλυτα να κακοφορμίζουν, επηρεάζοντας την ασφάλεια της ίδιας της Ενωσης.
Με ενισχυμένη διεθνή νομιμοποίηση και αξιοπιστία η Ελλάδα μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην επαναφορά των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας σε καθεστώς «εξισορροπητικής εμπλοκής» μέσω της συνδιαμόρφωσης του περιεχομένου μιας νέας συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας, η οποία θα περιλαμβάνει τόσο τη διαχείριση της μεταναστευτικής πρόκλησης όσο και το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων, πιθανότατα μέσω μιας νέας «αναβαθμισμένης Τελωνειακής Ενωσης». Με αυξημένη τη διεθνή διαπραγματευτική της θέση, κυρίως λόγω της επιτυχούς διαχείρισης της εκβιαστικής πολιτικής της Τουρκίας στα ελληνοτουρκικά σύνορα τον Μάρτιο 2020 στον Εβρο, αλλά και της κρίσης της πανδημίας, η χώρα μας μπορεί, μέσω της εισαγωγής συγκεκριμένων όρων και προϋποθέσεων, να επιτύχει ένα – αν και περιορισμένης εμβέλειας – «νέο Ελσίνκι» προκειμένου να ενισχύσει – όπως και στα τέλη της δεκαετίας του 1990 – την προσπάθεια εξισορρόπησης της Τουρκίας.
Η Στρατηγική του Ελσίνκι: 20+1 Χρόνια Μετά, Εισαγωγή – επιμέλεια Παναγιώτης Ι. Τσάκωνας, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης