Το Me#Too και η παρατεινόμενη ανδρική κυριαρχία

Αποσπάσματα από το εισαγωγικό κεφάλαιο του νέου βιβλίου του Νίκου Παναγιωτόπουλου, επίκαιρο αναστοχασμό των συμφραζομένων του κινήματος #MeToo και των εδραιωμένων ανδροκρατικών αντιλήψεων

Νίκος Παναγιωτόπουλος

Η δε γυνή ίνα… #MeToo και Me and You

Εκδόσεις Πατάκη, 2021.

Το βιβλίο αναμένεται να κυκλοφορήσει στις αρχές Απριλίου.

Αλλοι έκπληκτοι από το «πρωτοφανές» περιεχόμενο των καταγγελιών, άλλοι έκπληκτοι από την έκπληξη αυτών που εξεπλάγησαν, και όλοι λιγότερο ή περισσότερο ειλικρινείς και συνειδητοί, ανάλογα με την κοινωνική θέση από την οποία παρατηρούσαν τα τεκταινόμενα της επικαιρότητας – σε κάθε περίπτωση, πάντως, γεγονός είναι ότι υπενθυμίστηκε, κυρίως στις νεαρές ηλικιακές κατηγορίες, πως συμπεριφερόμαστε ως εάν η φεμινιστική επανάσταση να έχει ολοκληρώσει το έργο της, ως εάν να έχει επιτύχει τους στόχους της. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι συχνά επιχειρούν στον δημόσιο διάλογο να προσμετρήσουν στις εντυπωσιακές κατακτήσεις των γυναικών τις κοινωνικές θέσεις που πλέον κατέχουν και στις οποίες μέχρι πρότινος δεν είχαν πρόσβαση. Αυτός ο «εορτασμός» των κατακτήσεων συνυπάρχει με τη δημοσιοποιημένη, ενίοτε, ανησυχία, αν όχι αγωνία των ανδρών, σχετικά με την απειλή που νιώθουν από την «κακή διαχείριση» αυτών των κατακτήσεων εκ μέρους των γυναικών – σε σημείο, μάλιστα, να προτάσσουν ως επιχείρημα το ότι νιώθουν σε τέτοιο βαθμό απειλή από την υπεροψία τους και τη ρήξη με τις αυτονόητες μορφές του politically correct, στην οποία τις οδηγεί η σεξουαλική απελευθέρωσή τους, που δεν ξέρουν πια πώς να συμπεριφερθούν «ως άνδρες», που «έχουν ευνουχιστεί»! Φτάνουν ορισμένοι στο σημείο να πιστεύουν πως ήρθε η ώρα να συγκροτηθεί ένα κίνημα υπεράσπισης των «ανδρικών δικαιωμάτων». Και δεν είναι λίγες οι γυναίκες που, όταν ακούν αυτές τις απελπισμένες ανδρικές κραυγές, τους συντρέχουν· πρόκειται για τις νεοφαλλοκρατικές ρητορικές στρατηγικής αντίστασης και υπεράσπισης της κυριαρχίας των ανδρών, οι οποίες τείνουν συνεχώς να υπερεκτιμούν τους μετασχηματισμούς της γυναικείας συνθήκης (και μάλιστα να αποδίδουν, ενίοτε, τις κατακτήσεις των γυναικών στη δική τους συνεισφορά, ακόμα και όταν αυτές οι κατακτήσεις έχουν αποτελέσει το αντικείμενο σφοδρών συγκρούσεων ανάμεσα στα γένη) και να υποτιμούν τα σταθερά χαρακτηριστικά της προκειμένου να αναπαραγάγουν τη νομιμοποίηση της κυριαρχίας τους.

Μέσα σε αυτή την αγορά παραστάσεων δεν λείπουν ούτε οι έμποροι της σωτηρίας της ψυχής ούτε οι έμποροι της σωτηρίας του πνεύματος, οι οποίοι, διεκδικώντας βασικό ρόλο στις πολιτικές διευθετήσεις των συγκρούσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών, μέσω υπεράσπισης ελευθεριών και δικαίων, εξυπηρετούν, περισσότερο αντικειμενικά, τη νομιμοποίηση νέων μορφών κυριαρχίας: οι πρώτοι, με τον θεοκρατικό δογματισμό τους, αποσκοπούν στον μετασχηματισμό eo ipso της πραγματικότητας μέσω μιας μυθολογικής λειτουργίας της ανθρώπινης ουσίας· οι δεύτεροι – εμφορούμενοι συχνά από τη λογική της «λογολογίας» ενός χύδην «μετα-μοντερνισμού» και τις διανοητικές αλχημείες μιας filosofia debole, ενός νιτσεϊκού αντι-ανθρωπιστικού κυνισμού ή μιας σημειολογικο-λογοτεχνικής μόδας – καλλιεργούν την εστέτ λατρεία των γυναικείων ερωτικών «παρεκκλίσεων» άνευ αποτελέσματος και συνέπειας. Εντέλει, και οι μεν και οι δε συμβάλλουν με τον τρόπο τους στην επιβεβαίωση του γεγονότος πως ένας από τους λόγους που η εποχή μας καταναλώνει τόσο συστηματικά και μανιωδώς διάφορες θεωρήσεις επί του κόσμου είναι γιατί δεν έχει μάθει να βλέπει αυτό τον κόσμο και την πολύ ειδική κατάσταση στην οποία αυτός τελεί.

Είναι αλήθεια ότι έχουν παρατηρηθεί μεγάλες αλλαγές στη γυναικεία συνθήκη και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η ανδρική κυριαρχία δεν επιβάλλεται πλέον με τον ίδιο αυτονόητο τρόπο που ως τώρα απολάμβανε, ενώ κάθε τάση ρητής υπεράσπισής της συναντά την ανάγκη να παρουσιάσει σοβαρή και θεμελιωμένη αιτιολόγηση, ακόμα και στις πιο προσωπικές και ανεπίσημες στιγμές της καθημερινής ζωής: πράγματι, αυτό που ονομάζεται «απελευθέρωση των γυναικών» και «σεξουαλική απελευθέρωσή τους» δεν αποτελεί παρά το έκδηλο χαρακτηριστικό των βαθιών επιδράσεων που άσκησε στο επίπεδο των συλλογικών και ατομικών παραστάσεων η αμφισβήτηση του προφανούς χαρακτήρα της ανδρικής κυριαρχίας. Βέβαια, η αμφισβήτηση αυτή συνδέεται στενά με τις βαθιές αλλαγές που γνώρισε η γυναικεία συνθήκη, για παράδειγμα, μέσα από την ανάπτυξη και τη διεύρυνση της πρόσβασης στη δευτεροβάθμια και ανώτατη εκπαίδευση, στη μισθωτή εργασία και, κατ’ επέκταση, στη δημόσια σφαίρα καθώς και, επίσης, με τον επαναπροσδιορισμό του έργου της αναπαραγωγής, κατά τον οποίο σημειώνεται καταφανώς καθυστέρηση ως προς την ηλικία της γονιμότητας και περιορισμός ως προς τη διακοπή της επαγγελματικής δραστηριότητας με τη γέννηση ενός παιδιού.

***

Από την άλλη μεριά, όμως, όλα αυτά δεν πρέπει να μας κάνουν να παραγνωρίσουμε τα σταθερά χαρακτηριστικά της ανδρικής κυριαρχίας που παρατηρούνται τόσο στις αντικειμενικές δομές όσο και στις αναπαραστάσεις. Αν, λ.χ., η πρόσβαση στη δευτεροβάθμια και ανώτατη εκπαίδευση τα τελευταία σαράντα χρόνια αποτελεί αιτία σοβαρών μετασχηματισμών των αντικειμενικών σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων, γεγονός παραμένουν οι σοβαρές μορφές ανισότητας εις βάρος των γυναικών στο εσωτερικό του εκπαιδευτικού θεσμού. Αρκεί κανείς να παρατηρήσει την εκπροσώπηση των γυναικών στον καταμερισμό μεταξύ των διαφόρων κατευθύνσεων στο λύκειο, όπως λέμε στην Ελλάδα, και, κατ’ επέκταση, των τύπων επαγγελματικής καριέρας που αυτές συνεπάγονται. Τα κορίτσια συνεχίζουν να είναι λιγότερα από τα αγόρια στους τεχνολογικούς τομείς και στους τομείς των θετικών επιστημών των πανεπιστημιακών σχολών, στα πανεπιστημιακά τμήματα που κατέχουν υψηλή θέση στην κοινωνική ιεραρχία, και να επιλέγουν τις πιο «θηλυκές» εξειδικεύσεις στα τεχνικά λύκεια. Ανάλογα σταθερά χαρακτηριστικά βρίσκουμε στο εσωτερικό των επιστημονικών και επαγγελματικών τομέων, όπου, όσο ανεβαίνουμε στην ιεραρχία των ειδικοτήτων, τόσο λιγότερο συναντάμε γυναίκες, και μάλιστα σε ορισμένες ειδικότητες είναι τελείως απούσες, αποκλεισμένες.

***

Το βλέπουμε, το ξέρουμε, η ανδρική κυριαρχία καλά κρατεί. Είναι αποτέλεσμα εξωγενούς καταναγκασμού που ασκούν οι άνδρες στη βάση μιας κακής ανδρικής πρόθεσης και θέλησης;

Για να απαντήσουμε αυστηρά, πρέπει να κάνουμε ορατό κάτι που δεν είναι. Ας το διατυπώσουμε πριν το αναδείξουμε με τους όρους της συμβολικής βίας, όπως προτάθηκε από τον Πιερ Μπουρντιέ: διαμέσου της εμπειρίας μιας κοινωνικής τάξης πραγμάτων, στην οποία οι διάφορες λειτουργίες παραμένουν αρκετά αυστηρά κατανεμημένες ανάλογα με το φύλο, και διαμέσου σαφών και ρητών επικλήσεων στην τάξη αυτή – οι οποίες προέρχονται από τους γονείς, τους θεσμικούς φορείς, ατομικούς και συλλογικούς, από τους φίλους, τους συντρόφους, τους συνοδοιπόρους, τους συνεργάτες, από όλους αυτούς που έχουν κατηγορίες σκέψης και δράσης τις οποίες απέκτησαν διαμέσου ανάλογων ή όμοιων εμπειριών του κόσμου -, οι γυναίκες συνεχίζουν να αποκτούν, με τη μορφή σχημάτων αντίληψης και αποτίμησης που είναι βαθιά ενσωματωμένα και δύσκολα προσβάσιμα στη συνείδηση, την κυρίαρχη αρχή διαίρεσης του κόσμου, που τις οδηγεί να θεωρούν φυσική, κανονική, αυτονόητη τη δεδομένη καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.

Σύντομο βιογραφικό

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Pierre Bourdieu, εκδότης της τρίγλωσσης ετήσιας επιθεώρησης Κοινωνικές Επιστήμες.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.