Και ένα, και δύο, και τρία μετράμε τα (πανδημικά) κύματα, προσπαθώντας να προσαρμοστούμε συνεχώς στη μασκοφορεμένη «τηλεζωή» μας που κυλά στον ρυθμό της τηλεργασίας, των τηλεσυσκέψεων και της τηλεκπαίδευσης. Ενώ το τρίτο πανδημικό κύμα συνεχίζει να «φουσκώνει» και να μας χτυπά αλύπητα, με τους αριθμούς κρουσμάτων, διασωληνώσεων και θανάτων να ανεβαίνουν καθημερινά, υπάρχει πλέον εν μέσω αυτού του τελευταίου lockdown μια νέα παράμετρος που κάνει τη διαφορά σε σύγκριση με τα προηγούμενα κύματα της πανδημίας, κάνοντάς μας να ελπίζουμε ότι ο εγκλεισμός που περνάμε θα είναι όντως ο τελευταίος: η παράμετρος αυτή δεν είναι άλλη από τους εμβολιασμούς που, όπως ήδη δείχνουν τα παραδείγματα άλλων χωρών σαν το Ισραήλ, όπου έχει ήδη εμβολιαστεί σημαντικό μέρος του πληθυσμού, αποτελούν το «διαβατήριο» για μια πιο κανονική ζωή (με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα υπάρχει απρόσκοπτη και συνεχώς επιταχυνόμενη ροή τους).
Μέσα σε αυτή τη δυναμική κατάσταση – σκεφτείτε πόσα έχουμε περάσει και με πόσες εναλλαγές τον τελευταίο έναν χρόνο – είναι άκρως σημαντική η καταγραφή της συμπεριφοράς και της προσαρμογής του πληθυσμού στα μέτρα που του επιβάλλονται και στα καινούργια δεδομένα τα οποία συνεχώς «γεννά» η πανδημία. Αυτό το «εμείς και ο (πανδημικός) κόσμος μας» σκιαγραφεί μια νέα έρευνα ειδικών της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), η οποία αποτυπώνει την αντίδραση του ελληνικού πληθυσμού σε ό,τι αφορά τα εμβόλια, την κοινωνική αποστασιοποίηση και τη χρήση μάσκας. Τα ευρήματά της, τα οποία παρουσιάζει σήμερα αποκλειστικά το ΒΗΜΑ-Science, είναι διαφωτιστικά για το πώς σκέφτονται και δρουν οι Ελληνες (κατά δική τους βέβαια δήλωση) σε αυτό το τρίτο πανδημικό κύμα.
Αναζητώντας τον κοινωνικό παλμό
Η νέα έρευνα διεξήχθη από ειδικούς του Εργαστηρίου Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τον νέο κορωνοϊό, κυρία Βάνα Σύψα (αριστερά) -συμμετείχαν επίσης ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, επίσης μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τον νέο κορωνοϊό, κ. Δημήτριος Παρασκευής, καθώς και ο υποψήφιος διδάκτορας κ. Σωτήριος Ρούσσος.
Αποτελεί μέρος του προγράμματος «Εγκαιρη Ανίχνευση Επιδημικών Κυμάτων COVID-19 στην Ελλάδα και Μελέτη Προστατευτικής Ανοσίας», το οποίο υλοποιείται με την υποστήριξη της ΣΥΝ-ΕΝΩΣΙΣ (φορέας που ίδρυσε η Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών και προάγει την κοινωνική προσφορά της ναυτιλίας). Η τηλεφωνική αυτή έρευνα πραγματοποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα – η πιο πρόσφατη έλαβε χώρα από την 1η ως και τις 18 Φεβρουαρίου και αφορούσε δείγμα του πληθυσμού από το σύνολο της επικράτειας.
Ενα βασικό σκέλος της αφορούσε το κρισιμότερο θέμα αυτής της περιόδου, που δεν είναι άλλο από τους εμβολιασμούς. Οπως εξηγεί στο ΒΗΜΑ-Science η κυρία Σύψα, τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τις απαντήσεις του Φεβρουαρίου γύρω από το εμβόλιο βασίστηκαν στις απαντήσεις 1.196 ενήλικων ατόμων και συγκρίθηκαν με τα ευρήματα αντίστοιχης έρευνας που είχε πραγματοποιηθεί την περίοδο 17/11-3/12/2020 με τη συμμετοχή 1.097 ενηλίκων.
Στροφή προς τα εμβόλια
Ας δούμε τι σκέφτεται ο ελληνικός πληθυσμός για το εμβόλιο ενάντια στον νέο κορωνοϊό με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας. Κατ’ αρχάς στο καίριο ερώτημα σχετικά με την πρόθεση για εμβολιασμό, τον Φεβρουάριο το 74,5% των συμμετεχόντων απάντησε θετικά (έναντι ποσοστού 67,6% στην έρευνα του Νοεμβρίου). Μάλιστα, η κυρία Σύψα σημειώνει ότι «σε σχέση με τον Νοέμβριο, η κύρια μεταβολή που κατεγράφη τον Φεβρουάριο αφορούσε τη μεγάλη αύξηση στο ποσοστό όσων δήλωσαν ένα «σίγουρο ναι» σχετικά με το αν θα κάνουν το εμβόλιο – 53,6% έναντι 37,2%. Την ίδια στιγμή εμφανίστηκε μείωση στο ποσοστό όσων απάντησαν «μάλλον ναι» στην πρόθεση εμβολιασμού μεταξύ Νοεμβρίου και Φεβρουαρίου – από 30,4% τον Νοέμβριο σε 20,9% τον Φεβρουάριο. Παράλληλα κατεγράφη μικρή μείωση στο ποσοστό των ατόμων που απάντησαν αρνητικά ή δήλωσαν αναποφάσιστοι. Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο 16,3% των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι δεν προτίθενται να εμβολιαστούν έναντι 19,3% τον Νοέμβριο».
Οι ερευνητές είδαν επίσης ότι η πρόθεση για εμβολιασμό αυξάνει όσο ανεβαίνει και η ηλικία των ερωτωμένων. Συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο δήλωσε ότι προτίθεται να εμβολιαστεί το 66,3% των ατόμων ηλικίας 18-39 ετών, το 75,1% των ατόμων ηλικίας 40-64 ετών και το 85,9% των ατόμων 65 ετών και άνω (τα αντίστοιχα ποσοστά του Νοεμβρίου ήταν 58,7%, 68,9% και 79,1%). Η κυρία Σύψα σχολιάζει ότι «σε όλες τις ηλικιακές ομάδες παρατηρείται αύξηση στην πρόθεση για εμβολιασμό, πιθανώς επειδή από τη μια πλευρά το τρίτο πανδημικό κύμα κορυφώνεται και ο πληθυσμός όλων των ηλικιών βλέπει τις συνέπειες, κατανοώντας ότι ούτε οι νέοι άνθρωποι είναι αλώβητοι, ενώ συγχρόνως, καθώς οι εμβολιασμοί προχωρούν, κατακτάται εμπιστοσύνη στα εμβόλια, αφού πλέον έχουν χορηγηθεί εκατοντάδες εκατομμύρια δόσεις παγκοσμίως με πολύ μικρό αριθμό παρενεργειών».
Εμβολιασμός και ενδοιασμοί
Ποιοι ήταν όμως οι κύριοι ενδοιασμοί όσων δήλωσαν ότι δεν προτίθενται να εμβολιαστούν; Με βάση τα ευρήματα, τον Φεβρουάριο εμφάνισε μια σχετική μείωση των ποσοστό εκείνων που φοβούνται την ασφάλεια των εμβολίων (από 61,3% τον Νοέμβριο σε 48,5% τον Φεβρουάριο). Την ίδια στιγμή όμως αυξήθηκε το ποσοστό όσων δεν πιστεύουν στην αποτελεσματικότητα των εμβολίων (από 6,5% τον Νοέμβριο σε 14,6% τον Φεβρουάριο). Σύμφωνα με την κυρία Σύψα, «όσο προχωρούν οι εμβολιασμοί, ο πληθυσμός φαίνεται να πείθεται περισσότερο ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή, όμως η σκέψη του περνά στο «επόμενο βήμα», μπαίνοντας στη διαδικασία να σκεφτεί για πόσο καιρό θα τον προστατεύει το εμβόλιο που θα λάβει».
Με δεδομένο ότι όταν διεξήχθη η έρευνα του Φεβρουαρίου είχαν ήδη ξεκινήσει οι εμβολιασμοί στη χώρα μας, οι επιστήμονες έθεσαν και το ερώτημα σχετικά με το πόσοι από τους συμμετέχοντες είχαν ήδη λάβει έστω και μία δόση του εμβολίου ενάντια στον νέο κορωνοϊό. Σύμφωνα με τις απαντήσεις, τον περασμένο μήνα το 58,3% των ατόμων ηλικίας 85 και άνω είχε ήδη εμβολιαστεί με τουλάχιστον μία δόση – στις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες τα ποσοστά εμβολιασμού ήταν, αναμενόμενα, πολύ μικρά. Ωστόσο, όπως διευκρινίζει η κυρία Σύψα, σήμερα, έναν μήνα μετά, οι εμβολιασμοί έχουν ήδη προχωρήσει, με βάση το πρόγραμμα εμβολιασμού, και σε μικρότερα σε ηλικία άτομα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ερώτημα που έθεσαν οι ερευνητές στους συμμετέχοντες σχετικά με το αν έχουν εξεταστεί (από την αρχή της πανδημίας μέχρι και τη διεξαγωγή της έρευνας τον Φεβρουάριο) για COVID-19 και πόσοι από αυτούς είχαν λάβει θετική διάγνωση. Οπως προέκυψε, το 36,1% των συμμετεχόντων ανέφερε ιστορικό προηγούμενης εξέτασης για COVID-19 μέχρι τον Φεβρουάριο (έναντι ποσοστού 22,9% τον Νοέμβριο). Από αυτούς που είχαν εξεταστεί, το 8,1% ανέφερε θετικό αποτέλεσμα.
Κοινωνικές επαφές και χρήση μάσκας
Εως ότου η εμβολιαστική «ασπίδα προστασίας» μάς καλύψει επαρκώς ώστε να καταφέρουμε να επανέλθουμε σε μια (πιο) κανονική ζωή, καταλυτικό ρόλο παίζει η καθημερινή συμπεριφορά μας, το πόσο τηρούμε τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και χρησιμοποιούμε τη μάσκα μας.
Η καθηγήτρια εξηγεί ότι η ερευνητική ομάδα, στο πλαίσιο των πολλαπλών τηλεφωνικών ερευνών που έχει πραγματοποιήσει από την αρχή της πανδημίας, έχει συλλέξει στοιχεία για τις κοινωνικές επαφές του πληθυσμού σε διαφορετικές χρονικές περιόδους – τόσο κατά την προπανδημική περίοδο όσο και σε περιόδους σκληρού lockdown αλλά και χαλάρωσης των μέτρων. «Η συλλογή τέτοιων δεδομένων μάς επιτρέπει αφενός να κατανοήσουμε την επίδραση των μέτρων στις κοινωνικές επαφές και αφετέρου, με την κατάλληλη μεθοδολογία, να διερευνήσουμε την αποτελεσματικότητα επιμέρους μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης (τηλεργασία, κλείσιμο σχολείων κ.λπ.). Αντίστοιχες μελέτες κοινωνικών επαφών έχουν γίνει στο παρελθόν σε άλλες χώρες με εφαρμογή στη γρίπη. Στη χώρα μας πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά από την ερευνητική μας ομάδα με αφορμή την πανδημία».
Η αρχική έρευνα έγινε στη διάρκεια του πρώτου lockdown (άνοιξη 2020) στην Αττική σε δείγμα περίπου 600 ατόμων. Ηταν μια από τις τρεις συνολικά αντίστοιχες μελέτες κοινωνικών επαφών που έγιναν στο πρώτο απαγορευτικό παγκοσμίως (οι άλλες δύο ήταν στην Κίνα και στο Ηνωμένο Βασίλειο) και τα ευρήματά της δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Emerging Infectious Diseases» των CDC των ΗΠΑ. «Σε εκείνη την έρευνα είχαμε καταγράψει τόσο τη μεγάλη μείωση των κοινωνικών επαφών στη διάρκεια του πρώτου lockdown όσο και τη διαφοροποίηση στον τρόπο που οι επιμέρους ηλικιακές ομάδες έρχονταν σε επαφή μεταξύ τους (π.χ. τα παιδιά πλέον είχαν πολύ μειωμένες επαφές με τους συνομήλικούς τους, σε αντίθεση με την περίοδο προ της πανδημίας)» λέει η κυρία Σύψα. Οι επόμενες έρευνες πραγματοποιήθηκαν σε δείγμα από όλη την επικράτεια (περί τα 1.200 άτομα). Σημειώνεται ότι η πρώτη τηλεφωνική έρευνα τον Μάρτιο του 2020 πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της Ελληνικής Επιστημονικής Εταιρείας Eρευνας AIDS, Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων και Αναδυόμενων Νοσημάτων, ενώ όλες οι τηλεφωνικές έρευνες πραγματοποιούνται από τη Μέτρον Ανάλυσις.
Τι προκύπτει λοιπόν από αυτή τη μακροπρόθεσμη «ιχνηλάτηση» των κοινωνικών επαφών του πληθυσμού; Οπως απαντά η καθηγήτρια, «στην Αττική, όπου υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα από την προπανδημική περίοδο ως τον Φεβρουάριο του 2021, ο μέσος αριθμός μοναδικών ατόμων με τα οποία το κάθε άτομο έρχεται σε επαφή σε μία ημέρα μειώθηκε από περίπου 21 άτομα προ πανδημίας σε 2,9 στη διάρκεια του πρώτου lockdown. Στα τέλη Σεπτεμβρίου (περίοδος κατά την οποία ήταν σε ισχύ ήπια μέτρα, με τα καταστήματα και τα σχολεία να είναι ανοιχτά), ο μέσος αριθμός επαφών αυξήθηκε στα 12,8 άτομα ανά ημέρα σε όλη την επικράτεια και στα 11,8 στην Αττική, αλλά δεν επανήλθε στα προπανδημικά επίπεδα. Στο lockdown του Νοεμβρίου σημειώθηκε μεγάλη μείωση στις επαφές (3,3 άτομα σε επίπεδο επικράτειας, 3,8 στην Αττική), ενώ τον Φεβρουάριο οι επαφές του καθενός ήταν με περίπου 8 άτομα την ημέρα τόσο σε ολόκληρη τη χώρα όσο και συγκεκριμένα στην Αττική».
Καμπανάκι για εργαζομένους
Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει η κυρία Σύψα για κάποιους εργαζομένους. Οπως τονίζει, «στην πρόσφατη έρευνα του Φεβρουαρίου, 10% των εργαζομένων ανέφεραν επαφές με τουλάχιστον 20 διαφορετικά άτομα την ημέρα στην εργασία τους. Αυτός είναι ένας πληθυσμός υψηλού κινδύνου τόσο να μολυνθεί όσο και να μεταδώσει τον νέο κορωνοϊό σε άλλα άτομα και θα μπορούσε να προτεραιοποιηθεί στον εμβολιασμό».
Διαφορετική συμπεριφορά ανά ηλικία
Σε ποιες ομάδες του πληθυσμού κατεγράφη αύξηση των επαφών τον Φεβρουάριο σε σύγκριση με τον περασμένο Νοέμβριο; Με βάση τα ευρήματα, η αύξηση αφορούσε κυρίως τις μικρές ηλικίες (παιδιά ως 18 ετών), δηλαδή τις επαφές στο σχολείο, καθώς και τους ενηλίκους 30-64 ετών (επαφές στην εργασία). Τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω ανέφεραν τόσο τον Νοέμβριο όσο και τον Φεβρουάριο σταθερά πολύ μικρό αριθμό επαφών (επαφές με περίπου 2,5 άτομα κατά μέσο όρο την ημέρα).
Οι συμμετέχοντες ερωτήθηκαν επίσης αν, κατά την επαφή τους με άλλον άνθρωπο, φορούσε μάσκα τουλάχιστον ο ένας από τους δύο σε όλη τη διάρκεια της κοινωνικής τους επαφής. Στον χώρο εργασίας, το ποσοστό επαφών με μάσκα αυξήθηκε από 65,4% τον Σεπτέμβριο σε 85,9% τον Φεβρουάριο, στο σχολείο από 70,6% σε 97,6%, κατά τη μετακίνηση με μέσα μαζικής μεταφοράς ή με αυτοκίνητο από 12,7% σε 63,1% και σε επαφές στον ελεύθερο χρόνο από 20,7% σε 69%.
Τι μαρτυρούν όλα αυτά τα στοιχεία; Οπως απαντά η κυρία Σύψα, «όταν έχουμε πιο ήπια μέτρα, όπως εκείνα που ίσχυσαν στα τέλη Σεπτεμβρίου, είναι αναπόφευκτο να αυξάνεται ο αριθμός των κοινωνικών επαφών και να πληθαίνουν οι ευκαιρίες μετάδοσης. Σε αυτές τις περιόδους είναι ακόμα πιο επιτακτική η τήρηση αποστάσεων, η χρήση μάσκας και η υγιεινή των χεριών ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος μετάδοσης ανά επαφή παράλληλα με άλλα μέτρα – π.χ. έλεγχοι σε χώρους όπου πραγματοποιούνται πολλές επαφές, όπως οι χώροι εργασίας, τα σχολεία κ.α.». Πάντως, ιδιαιτέρως για τα σχολεία, η καθηγήτρια επισημαίνει «πως παρότι όταν είναι ανοιχτά υπάρχει αύξηση επαφών στα παιδιά, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός ότι στο σχολείο αναφέρεται χρήση μάσκας σε πολύ υψηλά επίπεδα σε αντίθεση με επαφές που γίνονται στον ελεύθερο χρόνο».
Συνολικά, όπως σημειώνει η κυρία Σύψα, «η χρήση μάσκας έχει αυξηθεί». Προσθέτει βέβαια πως «με δεδομένο ότι τα στοιχεία συλλέγονται με αυτοαναφορά, υπάρχει το ενδεχόμενο να υπερεκτιμάται η χρήση μάσκας. Ωστόσο οι διαχρονικές τάσεις είναι ενδεικτικές».
Η κυρία Σύψα καταλήγει υπογραμμίζοντας πως σε γενικό πλαίσιο ο πληθυσμός φαίνεται, με βάση βέβαια τις ίδιες τις δηλώσεις του, να συμμορφώνεται με τα μέτρα. Κάτι που, θα σχολιάσουμε εμείς, θέλει κόπο (το ζούμε άλλωστε επί μακρόν στο πετσί μας), αλλά θέλει σίγουρα και τρόπο. Διότι, για παράδειγμα, το θέμα δεν είναι μόνο να γίνεται χρήση μάσκας, αλλά σωστή χρήση μάσκας. Και ίσως σε αυτόν τον – πιθανώς ανεπαρκή – τρόπο συμμόρφωσης με τα μέτρα, σε συνδυασμό με τα πολύ μεταδοτικότερα στελέχη του ιού που κυριαρχούν αυτή τη στιγμή στη χώρα μας και «γονατίζουν» το σύστημα Υγείας, κρύβεται σε μεγάλο βαθμό το κλειδί σχετικά με το γιατί τώρα, εν μέσω ενός ακόμη απαγορευτικού, η χώρα «αναστενάζει» υπό το βάρος του τεράστιου τρίτου πανδημικού κύματος.