H ιστορία της σύμβασης της Cisco με την Ελλάδα και το υπουργείο Παιδείας αποδείχθηκε τελικά ένα παράδειγμα κακής επικοινωνιακής στρατηγικής: ένα «σκάνδαλο» μάλλον για καθηγητές του μάρκετινγκ, παρά ένα πολιτικό ή οικονομικό σκάνδαλο που επιβαρύνει το Ελληνικό Δημόσιο.
Προκαλώντας μάλιστα προβληματισμό και μεταξύ άλλων κυβερνητικών στελεχών που προειδοποιούσαν πριν από έναν χρόνο το υπουργείο Παιδείας ότι δημιουργεί «σκιές» με την άρνηση να δώσει στη δημοσιότητα την περίφημη σύμβαση και να αναλύσει με λεπτομέρειες τις κινήσεις του για το θέμα ενώπιον του κοινοβουλίου.
Γιατί όλοι μπορούν να καταλάβουν ότι μια «free trial» εκδοχή μιας πλατφόρμας τηλεκπαίδευσης, όταν εγκατασταθεί, επιμορφωθούν σε αυτήν όλοι οι εκπαιδευτικοί της χώρας και ολοκληρωθεί η δωρεάν περίοδός της, θα πρέπει απλά να επεκταθεί και να πληρωθεί. Γι’ αυτό άλλωστε δίνονται οι δωρεάν δοκιμαστικές περίοδοι στο «σύμπαν» της τεχνολογικής αυτοκρατορίας ανά τον κόσμο: για να κληθείς μετά να τους πληρώσεις όταν ολοκληρωθούν. Μπορείς βεβαίως, αν δεν τις χρειάζεσαι πλέον, να τις αναστείλεις, και ίσως αυτό περίμενε σε έναν βαθμό το υπουργείο Παιδείας. Ομως η πανδημία συνεχίζεται, η εκπαίδευση χρειάζεται την τηλεκπαίδευση και τώρα πρέπει να περάσουμε από το «ταμείο». Πράγμα που άλλωστε έμοιαζε πιθανό να γίνει.
Η επιλογή και η «διαφάνεια»
Το ερώτημα για μεγάλο χρονικό διάστημα για την εκπαιδευτική κοινότητα της χώρας ήταν γιατί επέλεξε το υπουργείο Παιδείας τη Cisco, ενώ είχαν κάνει προσφορές για δωρεάν υπηρεσίες αντίστοιχα και άλλες αμερικανικές μεγάλες εταιρίες (εξαιρούμε εδώ το γεωπολιτικό κομμάτι και το οικονομικοδιπλωματικό «θρίλερ» της αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας που εμπλέκει τη Huawei, με την οποία είχε αρχικά συμβληθεί το Ελληνικό Δημόσιο επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ).
Σε αυτό το ερώτημα, το υπουργείο Παιδείας σε επίμονες ερωτήσεις του «Βήματος» προ ενός έτους είχε απαντήσει ότι η προσφορά της Cisco ήταν η πιο συμφέρουσα γιατί πληρούσε τις περισσότερες προϋποθέσεις (κυρίως σε θέματα προστασίας των προσωπικών δεδομένων) από εκείνες που το ελληνικό κράτος ζητούσε. Το έργο δόθηκε με ανάθεση και όχι με διαγωνισμό, καθώς δεν υπήρχε χρόνος λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της ανάγκης για τηλεκπαίδευση στη χώρα, η οποία άλλωστε ήταν από τις ελάχιστες χώρες που χρησιμοποίησαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα καθολική διδασκαλία στα σχολεία μέσω Διαδικτύου.
Πιθανώς έτσι δεν υπάρχει εδώ καμία μεθόδευση ή λάθος από την πλευρά του υπουργείου Παιδείας, που όμως ενήργησε επικοινωνιακά με μεθόδους που έδωσαν την εντύπωση ότι υπάρχει. Κάτι που δημιούργησε κλίμα καχυποψίας στον χώρο των εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών, όπως λένε οι εκπρόσωποί τους μιλώντας στο «Βήμα». «Οταν συμμετέχεις σε ένα εγχείρημα πρέπει να γνωρίζεις με διαφάνεια τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες» λέει έμπειρος διευθυντής σχολείου του κέντρου της πρωτεύουσας. Και συνεχίζει αναφέροντας ότι τους εκπαιδευτικούς τους προβληματίζουν μόνο τα θέματα προσωπικών δεδομένων και της προστασίας τους. «Εμείς προσπαθούμε να ολοκληρώσουμε το διδακτικό μας έργο σε μια χρονιά όλο και πιο δύσκολη. Η χρονιά όλο και χειροτερεύει, τα παιδιά δεν αντέχουν άλλο και έχουμε μπροστά μας ακόμη 2 μήνες…» λέει χαρακτηριστικά. «Οι εκπαιδευτικοί άνοιξαν τις πόρτες τους και τα σπίτια τους στον κόσμο. Ολες αυτές οι συζητήσεις δυναμιτίζουν το κλίμα και εμποδίζουν το εκπαιδευτικό έργο. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε την παιδεία σε θέματα πολιτικών αντιπαραθέσεων».
Πάντως, η Cisco από την πλευρά της, αποδεικνύεται ο μεγάλος κερδισμένος της συμφωνίας που έγινε, καθώς η πανδημία συνεχίζεται, η τηλεκπαίδευση πρέπει να διατηρηθεί, οπότε η συμφωνία επεκτείνεται και τώρα θα πληρωθεί. Δύο εκατομμύρια ευρώ για 154.000 άδειες χρήσεις, δηλαδή 14 ευρώ ανά εκπαιδευτικό της χώρας.
Τα δύο εκατομμύρια της αμοιβής
Το υπουργείο Παιδείας δεν θα πληρώσει από τον προϋπολογισμό του τα 2 εκατομμύρια που συμφωνήθηκαν για την κάλυψη των αδειών, καθώς αξιοποίησε μεγάλη συμφωνία-«πακέτο» που υπογράφθηκε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, το «Σύζευξις 2» ύψους 134 εκατ. ευρώ για την ψηφιακή αναβάθμιση συνολικά του δημοσίου τομέα. Σε αυτήν ήταν κεντρικός ανάδοχος ο ΟΤΕ με τη συνεργασία της κινεζικής Huawei, αλλά και με προϊόντα λογισμικού της Cisco. Οι συμβάσεις που αφορούν την παιδεία τροποποιήθηκαν και τα προϊόντα της αντικαταστάθηκαν με τη χρησιμοποίηση των νέων παροχών της Cisco. Επ’ αυτού το υπουργείο Παιδείας απάντησε στο «Βήμα» ότι τα προϊόντα της κινεζικής εταιρείας έληξαν, τα ίδια δεν υπάρχουν πλέον, οπότε έπρεπε να αντικατασταθούν. Το ποσό βέβαια θα πληρωθεί αλλά θα συμπεριληφθεί στα κονδύλια της Κοινωνίας της Πληροφορίας.
Οσον αφορά τις ενστάσεις περί χρησιμοποίησης των προσωπικών δεδομένων εκπαιδευτικών ή μαθητών, από το ρεπορτάζ προκύπτει ότι δεν δημιουργούν ανησυχίες, ενώ και η ίδια η εταιρεία απάντησε με επίσημη ανακοίνωσή της ότι έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα ώστε να μην υπάρξει κανένας τέτοιος κίνδυνος.
Κατά τα άλλα, η υπόθεση προκάλεσε έναν μικρό πολιτικό «σεισμό» τις προηγούμενες ημέρες στη Βουλή και με αφορμή τη συζήτηση σχετικής ερώτησης βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ.
Το υπουργείο Παιδείας κατηγόρησε για «κρεσέντο λαϊκισμού» την αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας αναφέροντας ότι «αδυνατώντας να ασκήσει ουσιαστική αντιπολίτευση, επιδίδεται σε ακραία επικοινωνιακή λασπολογία και παραγωγή fake news, στρεφόμενος εναντίον της τηλεκπαίδευσης, μιας τεράστιας κατάκτησης που πέτυχε με κόπο η εκπαιδευτική μας κοινότητα».
Επανέλαβε ότι η σύμβαση με τη Cisco από τον Μάρτιο 2020 μέχρι τον Ιανουάριο 2021 προβλέπει «δωρεάν παραχώρηση της πλατφόρμας τηλεδιασκέψεων Webex» και παραδέχτηκε ότι «προφανώς δεν μπορούσε να είναι για πάντα δωρεάν η χρήση της πλατφόρμας τηλεκπαίδευσης. Kαι αυτονοήτως έπρεπε να εξασφαλίσουμε τη δυνατότητα να συνεχίσουν οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί μας να αξιοποιούν ψηφιακά εργαλεία και για την τηλεκπαίδευση αλλά και για κάθε άλλη χρήση συναφή με την εκπαίδευση, όπως συνεδριάσεις και τηλεδιασκέψεις».
Εξήγησε επίσης ότι αντί να δαπανηθούν νέα κονδύλια του Ελληνικού Δημοσίου, μετά τη λήξη της δωρεάν σύμβασης αξιοποιήθηκαν υφιστάμενες άδειες, χωρίς επιπλέον επιβάρυνση για το Δημόσιο. «Η τηλεκπαίδευση εντάχθηκε στο πρόγραμμα Σύζευξις 2, συμβάσεις για το οποίο υπεγράφησαν από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές του 2019 (4 και 5 Ιουλίου 2019) και περιλαμβάνουν πληθώρα προϊόντων της εταιρείας Cisco» ανέφερε το υπουργείο Παιδείας.
Οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά τους αναφέρθηκαν στην απόκρυψη της συμφωνίας επί έναν χρόνο, κάνοντας λόγο για «σκανδαλώδεις συμβάσεις». Παραδέχτηκαν όμως τελικά ότι τα χρήματα που θα δοθούν προέρχονται όντως από το ήδη συμβασιοποιημένο από το 2019 πρόγραμμα «Σύζευξις 2», και όχι από τον ήδη μειωμένο προϋπολογισμό της παιδείας.
Η μάχη των μετα-δεδομένων
Οπως προβλέπεται στη συμφωνία για τη δωρεάν παραχώρηση της πλατφόρμας Webex (άρθρο 2), η εταιρεία «δεν επιτρέπεται να προβεί σε οποιαδήποτε χρήση των προσωπικών δεδομένων που θα διατεθούν για την υλοποίηση της παρούσας Σύμβασης που να εκφεύγει του σκοπού αυτής. Ιδιαίτερα, οφείλει να μην κάνει χρήση των προσωπικών δεδομένων που θα διατεθούν (π.χ. διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) για προωθητικές ή άλλες εμπορικές ενέργειες». Επίσης, μετά από υπόδειξη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η ταυτοποίηση των εκπαιδευτικών γίνεται μέσα από την ειδική πλατφόρμα του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου, ενώ οι μαθητές δεν κάνουν login στην ψηφιακή τάξη με δικό τους λογαριασμό αλλά μέσω συνδέσμου που στέλνει ο εκπαιδευτικός.
Η «ΣΥΖΕΥΞΙΣ» με την τηλεκπαίδευση που έφερε κόντρες
Απαραίτητη μεν, συχνά αμφισβητούμενη δε, βαίνει η τηλεκπαίδευση. Οσο κι αν είναι ξεκάθαρο ότι χωρίς τις πλατφόρμες τηλεδιασκέψεων, η συνέχιση των μαθημάτων θα ήταν αδύνατη, κατά την πανδημία, το εγχείρημα εξαρχής έφερε πολιτικές κόντρες, αντιδράσεις, ανησυχίες. Το πιο πρόσφατο επεισόδιο της κόντρας κυβέρνησης – αντιπολίτευσης ξανάφερε στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου ακόμα και τον τεχνολογικό πόλεμο Κίνας – ΗΠΑ, με τις γεωπολιτικές του προεκτάσεις, καθώς και το τεράστιο έργο των 35 συμβάσεων και των 621 εκατ. ευρώ, ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ, που ξεκίνησε να σχεδιάζεται το 2011.
Ορόσημο ήταν ο Ιανουάριος του 2021, μήνας κατά τον οποίο, βάσει της ακριβοθώρητης συμφωνίας του υπουργείου Παιδείας με την εταιρεία Cisco, θα ολοκληρωνόταν η παρατεταμένη περίοδος τού… μέλιτος για τη δωρεάν παραχώρηση της πλατφόρμας τηλεδιάσκεψης Webex, που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2020. Η λύση για την απρόσκοπτη συνέχιση των μαθημάτων αναζητήθηκε εκ των έσω. Ομως η κατάθεση των σχετικών εγγράφων στη Βουλή από την υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως έριξε νερό στον μύλο της κόντρας, η οποία τελικά θόλωσε και την εικόνα της λύσης που δόθηκε.
Πάτησε γκάζι στο ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ
Την παρτίδα έσωσε ουσιαστικά το ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ, καθώς ενεργοποιήθηκαν υφιστάμενες άδειες τηλεδιασκέψεων του Ελληνικού Δημοσίου που περιλαμβάνονται στο έργο, προκειμένου να καλύψουν κατά προτεραιότητα τις ανάγκες 154.000 εκπαιδευτικών της χώρας για διάστημα ενός έτους. Η τηλεκπαίδευση εισέρχεται στο πλάνο μέσω του υποέργου «Υποδομές ασφάλειας / τηλεφωνίας / τηλεδιάσκεψης / καλωδίωσης», συνολικού προϋπολογισμού 134,8 εκατ. ευρώ.
Το κόστος των αδειών ανέρχεται σε 2.156.000 ευρώ και εντάσσεται στον προϋπολογισμό του έργου, που έχει «κλειδώσει» με την υπογραφή των αρχικών συμβάσεων στις αρχές Ιουλίου του 2019, πάνω στις οποίες έχει χτιστεί ολόκληρη η πυραμίδα του ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ.
Οπως επισημαίνεται στη σχετική επιστολή του διευθυντή του γραφείου του υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης (28.12.2020) προς την Κοινωνία της Πληροφορίας που υλοποιεί το έργο, «εν όψει των περιοριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί πρόσφατα στην εκπαίδευση εξαιτίας της πανδημίας, είναι απαραίτητο όπως η υπηρεσία τηλεμαθημάτων παρασχεθεί το συντομότερο δυνατόν στο σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας της χώρας. Για τον σκοπό αυτόν, παρακαλώ όπως προχωρήσετε άμεσα στην υλοποίηση της παραπάνω υπηρεσίας μέσω της υπηρεσίας τηλεδιάσκεψης που παρέχετε στο πλαίσιο του έργου ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ».
«Δεν αλλάζει επί της ουσίας τίποτα στην υλοποίηση του έργου, αντιθέτως αυτό αξιοποιείται πιο άμεσα. Σε άλλη περίπτωση οι εν λόγω άδειες θα ήταν διαθέσιμες από το τέλος του 2021. Δόθηκε μια ξεκάθαρη λύση στο θέμα της τηλεκπαίδευσης» σχολιάζουν στο «Βήμα» πηγές κοντά στην υλοποίηση του έργου.
Εξω η Huawei, μέσα η Cisco
Το θέμα όμως έλαβε και διαστάσεις εμπορικού πολέμου μεταξύ δύο τεχνολογικών κολοσσών, της κινεζικής Huawei και της αμερικανικής Cisco, φέρνοντας ακόμα εντονότερες πολιτικές κόντρες. Τι έχει όμως συμβεί; Οπως αναφέρθηκε ήδη, το ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ κουβαλάει μια ιστορία δεκαετίας. Οι προσφορές των υποψηφίων αναδόχων κατατέθηκαν το 2014 για να καταλήξουν μετά από πολλές παλινωδίες να υπογραφούν το 2019!
Ως μέρος λοιπόν της λύσης των υποψηφίων για την τηλεργασία προτάθηκε το προϊόν Huawei Desktop για τη διασύνδεση έως 33.280 υπολογιστών. Σύμφωνα όμως με την επιστολή των αναδόχων, της ένωσης «ΟΤΕ-Space Hellas-Unisystems» και της Logicom Solutions, που κατατέθηκαν και στο Ελεγκτικό Συνέδριο για την τροποποίηση των 6 εκτελεστικών συμβάσεων του υποέργου, «το συγκεκριμένο προϊόν δεν είναι πλέον διαθέσιμο από τον κατασκευαστή, ενώ δεν έχει αντικατασταθεί από κάποιο παρεμφερές του ίδιου κατασκευαστή που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του έργου. Συνεπώς, καθίσταται επιβεβλημένη η αναζήτηση νέας λύσης». Μεταξύ δεν των κριτηρίων για την επιλογή της βέλτιστης λύσης, συμπεριλαμβάνεται το να καλύπτει τρέχουσες ανάγκες της Δημόσιας Διοίκησης, ανταποκρινόμενη στις νέες συνθήκες που δημιουργούν η τηλεκπαίδευση και η τηλεργασία. Προτάθηκε έτσι από τον ανάδοχο ο συνδυασμός 113.892 αδειών του Webex Meetings για 12 μήνες και 5.306 αδειών του Jabber για 36 μήνες, που ανήκουν και οι δύο στη Cisco. Οπως εξηγούν γνώστες του σχετικού διαγωνισμού, «υπήρχε αντίστοιχο λογισμικό και στην αρχική πρόταση των σημερινών αναδόχων. Αν δεν υπήρχε, τότε θα άλλαζε ουσιωδώς η σύμβαση και το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν θα ενέκρινε την τροποποίηση, την οποία έχει εγκρίνει», επισημαίνοντας ότι η αντικατάσταση του λογισμικού της Huawei θα γινόταν ούτως ή άλλως.
Οσον αφορά δε το κόστος, αυτό κατά το 2014 για την προσφορά της Huawei ήταν συνολικά 1.896.960 ευρώ (πλέον ΦΠΑ), που αντιστοιχούσε σε 57 ευρώ/μονάδα, ενώ η αντίστοιχη προσφορά του 2020 από τη Cisco ανέρχεται συνολικά σε 1.896.930 ευρώ (πλέον ΦΠΑ) και αντιστοιχεί σε 14 ευρώ/μονάδα για το Webex και 57 ευρώ/μονάδα για το Jabber.
Ο περίπλοκος χάρτης του έργου των 35 συμβάσεων
Το ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ αποτελεί ένα δαιδαλώδες στον σχεδιασμό του έργο, συνολικά 35 διαγωνισμών-συμβάσεων, που σχεδιάστηκε την περίοδο 2010-2013. Οι δικαστικές εμπλοκές που ακολούθησαν την προκήρυξη των διαγωνισμών για τα τρία υποέργα που το συνθέτουν «στοίχισαν» την εξασφαλισμένη τότε χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ 2007-2013. Το έργο πάγωσε και ενεργοποιήθηκε ξανά το 2018, οπότε ξεκίνησαν οι απαραίτητες ενέργειες για τη χρηματοδότησή του από την προγραμματική περίοδο 2014-2020. Οι συμβάσεις του ΣΥΖΕΥΞΙΣ ΙΙ, συνολικού προϋπολογισμού 621 εκατ. ευρώ εκ των οποίων περίπου 170 εκατ. ευρώ είναι κοινοτικοί πόροι, υπογράφηκαν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ λίγες ημέρες πριν από τις εθνικές εκλογές του Ιουλίου 2019, που έφεραν και την αλλαγή στον κυβερνητικό θώκο. Ως συμφωνίες-πλαίσιο, για την υλοποίηση των τριών υποέργων απαιτούνταν μια σειρά 33 εκτελεστικών συμβάσεων, οι οποίες διαμορφώθηκαν και εγκρίθηκαν από το Ελεγκτικό Συνέδριο πριν από την υπογραφή του. Το έργο δεν χαρακτηρίζεται τυχαία ως ραχοκοκαλιά του Δημοσίου, καθώς θα διασυνδέει όλους τους φορείς και παρέχει την απαραίτητη υποδομή για την ασφαλή πρόσβασή τους στο Διαδίκτυο με υψηλές ταχύτητες, καθώς και την υποδομή για παροχή προηγμένων υπηρεσιών τηλεφωνίας και τηλεδιάσκεψης. Με την ολοκλήρωσή του, περισσότερα από 34.000 κτίρια που στεγάζουν φορείς του Δημοσίου, θα διαθέτουν αναβαθμισμένες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες.