Για ένα σημαντικό διάστημα η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, στηρίχτηκε σε μια ιδιαίτερα θετική αντιμετώπιση από την κοινή γνώμη. Αυτό αποτυπωνόταν στην θετική γνώμη για τον πρωθυπουργό και για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στις περισσότερες έρευνες κοινής γνώμης, αλλά και στη διατήρηση ενός σαφούς δημοσκοπικού προβαδίσματος για τη ΝΔ απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως, το τελευταίο διάστημα έχει αρχίσει να καταγράφεται και μια αντίρροπη τάση. Αυτή δεν αφορά τόσο το ερώτημα για την πρόθεση ψήφου, όπου η ΝΔ διατηρεί μεγάλη διαφορά απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ που δείχνει να έχει πολύ περιορισμένα πολιτικά κέρδη το προηγούμενο διάστημα, ούτε στο κλασικό ερώτημα για τη καταλληλότητα των πολιτικών αρχηγών για τη θέση του πρωθυπουργού, όπου ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει χάσει το προβάδισμά του
Αφορά, όμως, μια αποδοκιμασία απέναντι στην κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας που αποτυπώθηκε ότι στην πρόσφατη δημοσκόπηση της Pulse για τον Σκάι, οι αρνητικές γνώμες για την κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας ήταν όσες και οι θετικές.
Και αυτό παρότι στην πρώτη φάση της πανδημίας αλλά και αργότερα η κυβέρνηση έδειχνε να εισπράττει κυρίως θετικές γνώμες για τον τρόπο που διαχειρίστηκε την πανδημία, παρά τις κριτικές που δεχόταν από την αντιπολίτευση.
Τότε η κυβέρνηση έδειχνε να έχει τον έλεγχο του αφηγήματος. Την άνοιξη του 2020 πέρασε στην κοινωνία και αποτυπώθηκε στη θετική ανταπόκριση στα περιοριστικά μέτρα, η λογική ότι το λοκντάουν απέτρεπε τον ερχομό της πανδημίας.
Το άνοιγμα μετά την άνοιξη και η προσπάθεια μερικής επανεκκίνησης του τουρισμού επίσης εισπράχτηκε θετικά από την κοινωνία, παρά την προσπάθεια της αντιπολίτευσης να παρουσιάσει ιδίως το άνοιγμα του τουρισμού κίνηση που έθετε σε κίνδυνο την κοινωνία.
Αντίστοιχα, η εναλλαγή ανάμεσα στο «κλείσιμο» στις αρχές Νοεμβρίου, τη μερική χαλάρωση των γιορτών και το εν μέρει άνοιγμα της αγοράς, επίσης μάλλον εισπράχτηκε θετικά, παρά τις φωνές που έβλεπαν διαρκώς μια αύξηση του κινδύνου.
Κομβικό ρόλο σε όλη αυτή τη θετική αποδοχή έπαιζε και όλο το φάσμα των μέτρων που είχε πάρει η κυβέρνηση για το μετριασμό των κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης σε κλάδους και εργαζομένους που πλήττονται από τα μέτρα για την πανδημία.
Τα μέτρα αυτά, ανάλογα με αυτά που έχουν πάρει και άλλες κυβερνήσεις της Ευρώπης, εξασφάλισαν ότι μια χωρίς προηγούμενο οικονομική ύφεση, δεν μετατράπηκε σε μια ανάλογης κλίμακας κοινωνική κρίση.
Η δυσαρέσκεια πέραν της «κόπωσης»
Όμως, τώρα έχει αρχίσει να γίνεται φανερό ότι τα πράγματα πάνε σε μια διαφορετική συνθήκη. Η συχνά αναφερόμενη «κόπωση» είναι στην πραγματικότητα μια απλούστευση που μάλλον δεν μπορεί να περιγράψει αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία.
Οι δυναμικές σήμερα της δυσαρέσκειας προκύπτουν από έναν συνδυασμό παραγόντων.
Καταρχάς είναι η απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών στη στρατηγική των lockdown. Αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά και διεθνές. Το γεγονός ότι ιδίως στο τρίτο κύμα αυξάνονται τα κρούσματα ακόμη και μέσα στα περιοριστικά μέτρα, υπονομεύει ένα αφήγημα ότι αυτό που χρειάζεται είναι λίγη υπομονή και δημιουργεί συνολικότερη δυσπιστία για το εάν η πολιτική που ακολουθήθηκε είναι η ενδεδειγμένη.
Έπειτα, όσο προχωράει η πανδημία αναδεικνύονται ολοένα και περισσότερο τα προβλήματα που υπάρχουν στο σύστημα υγείας. Ο αγώνας δρόμου για να βρεθούν ΜΕΘ, η αίσθηση ότι διαρκώς φτάνει το σύστημα υγείας στα όριά του, παρά τις διαβεβαιώσεις ότι είχαν ληφθεί όλα τα μέτρα, επίσης επιτείνει ένα αίσθημα δυσπιστίας.
Και βέβαια ο συνδυασμός ανάμεσα στη διαφαινόμενη αποτυχία των περιοριστικών μέτρων να ανακόψουν την πανδημία και τις ελλείψεις στο σύστημα υγείας επιτείνει και την αίσθηση ότι τελικά τα περιοριστικά μέτρα ήταν περισσότερο καταπιεστικά και λιγότερο αποτελεσματικά. Αυτό αρχίζει και τα κάνει να φαντάζουν έως και αυταρχικά στα μάτια αρκετών.
Η αγωνία για την οικονομία
Μέσα σε αυτό το τοπίο προστίθεται και μια άλλη παράμετρος. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν και έχουν μια ανασφάλεια για τα οικονομικά. Είναι αλήθεια ότι αρκετοί άνθρωποι έχουν αυξήσει την αποταμίευσή τους ή έχουν καταφέρει να αποφύγουν τα χειρότερα μέσα από τα κυβερνητικά μέτρα. Όμως, τώρα καταλαβαίνουν ότι τα διάφορα μέτρα στήριξης θα φτάσουν στο τέλος τους. Αγωνιούν επίσης για το εάν θα μπορέσουν να διάφοροι κλάδοι να ξεκινήσουν πάλι. Η προοπτική δεύτερης χρονιάς χωρίς μεγάλη τουριστική κίνηση απλώς αυξάνει το άγχος. Ας μην ξεχνάμε ότι κλάδοι ολόκληροι έχουν μήνες να δουλέψουν.
Σε ανάλογο πεδίο το πρόβλημα με τα σχολεία. Όσοι έχουν παιδιά έχουν την αίσθηση μιας χαμένης χρονιάς για τα παιδιά, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των εκπαιδευτικών. Και αυτό έρχεται να προστεθεί σε ένα αίσθημα ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά.
Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι παρότι οι άνθρωποι είναι αγχωμένοι με την πανδημία, την ίδια στιγμή στηρίζουν την ανάγκη να υπάρξει κάποιου τύπου «ανοίγματος», κυρίως επειδή αντιλαμβάνονται ότι έχουμε φράσει σε οριακό οικονομικό κόστος.
Ο αυταρχισμός ως καταλύτης
Είναι μέσα σε αυτό το τοπίο που έρχεται και λειτουργούν κρούσματα αυταρχισμού ή αστυνομικής αυθαιρεσίας, όπως αυτά στη Νέα Σμύρνη ως καταλύτες, ιδίως για κοινωνικές κατηγορίες που έχουν ούτως ή άλλως διαφορετική πολιτική συμπεριφορά και αυξημένη δυσπιστία έναντι της επίσημης πολιτικής, όπως είναι η νεολαία, κάτι που φάνηκε και στον αντίκτυπο των γεγονότων της Νέας Σμύρνης ή όσων έγιναν στο ΑΠΘ. Και αυτό εξηγεί γιατί φαντάζει αλυσιτελής η κυβερνητική προσπάθεια κυρίως να στιγματιστούν αναδρομικά οι διαδηλώσεις ως μηχανισμός που επέτεινε τη διασπορά.
Η επιστροφή της ρευστότητας
Όλες αυτές οι δυναμικές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν περισσότερο ως τάσεις. Ούτε διαμορφώνουν ακόμη σταθερά μπλοκ. Μπορεί κανείς να δει στους ίδιους ανθρώπους να συνυπάρχουν αντιφατικές τοποθετήσεις. Όμως, γίνεται σαφές ότι σήμερα η παράταση των περιοριστικών μέτρων, η ανασφάλεια από την επιμονή της πανδημίας και τις ελλείψεις στο ΕΣΥ, το μεγάλο άγχος για την επόμενη μέρα στην οικονομία και η διάχυτη αίσθηση ότι κυριαρχεί και μια αυταρχική αντιμετώπιση, θα αποτελούν τα πεδία σταδιακής τρώσης της ηγεμονίας που φάνηκε να απολαμβάνει η κυβέρνηση π.χ. την άνοιξη.
Αυτή η διαδικασία θα είναι συχνά «υπόγεια», δεν θα βγαίνει πάντα εκρηκτικά στο προσκήνιο και θα είναι ιδιαίτερα αντιφατική. Όμως, αυτό δεν την καθιστά λιγότερο πραγματική.
Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να ηγηθεί ενός αντιπολιτευτικού κύματος
Όμως, το βασικό στοιχείο της δυσαρέσκειας και δυσπιστίας αυτή είναι αδυνατεί να έχει αυτή τη στιγμή μια πολιτική σχηματοποίηση.
Προφανώς και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάποια μικρά δημοσκοπικά οφέλη, όμως την ίδια στιγμή εισπράττει και αυτός αποδοκιμασία ως αναποτελεσματική αντιπολίτευση. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ στην έρευνα της PULSE για τη ΝΔ υπάρχει μια «ισοψηφία» θετικών και αρνητικών γνωμών (47%-47%), στοιχείο που βέβαια δείχνει αύξηση της δυσαρέσκειας απέναντί της, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ έχουμε καθαρή κατίσχυση της δυσαρέσκειας για τη στάση του: έχει μόνο 30% θετικές γνώμες και 62% αρνητικές.
Διάφορες παράμετροι συντελούν σε αυτό. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να πληρώνει το πολιτικό κόστος της δικής του θητείας και του αισθήματος διάψευσης που άφησε σε πολλούς ανθρώπους. Έπειτα δεν διαφοροποιήθηκε στον πυρήνα της κυβερνητικής στρατηγικής ούτε αμφισβήτησε για καιρό τα περιοριστικά μέτρα. Ούτε έχει μπορέσει να πείσει ότι θα μπορούσε να έχει μια πιο αποτελεσματική στρατηγική για τη διαχείριση της πανδημίας. Επιπλέον, την ώρα που η κοινωνία βρισκόταν σε μια δύσκολη φάση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε κάποια βήματα για την οργάνωση σε μεγάλη κλίμακα της αλληλεγγύης ή της οργάνωσης «από τα κάτω» που θα μπορούσε να επανακατοχύρωνε τη σχέση με ευρύτερα κομμάτια. Αντίθετα, επέλεξε να κάνει κλασική αντιπολίτευση, που όμως δεν αρκούσε για να αμφισβητήσει την κυρίαρχη θέση της ΝΔ στην πολιτική σκηνή, ακόμη και τώρα που είναι εμφανή τα πρώτα σημάδια φθοράς της κυβέρνησης. Και βέβαια σε όλα αυτά προστίθεται η συνεχιζόμενη απουσία μιας ουσιαστικής αυτοκριτικής για τη δική του θητεία, που επίσης θα μπορούσε να είναι η αφετηρία για μια νέα σχέση με το πιο απογοητευμένο μέρος του ακροατηρίου του.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε ένα πολιτικό τοπίο που παρότι παραπέμπει σε σαφείς συσχετισμούς υπέρ της κυβέρνησης και της ΝΔ εντούτοις θα αποκτά στοιχεία ρευστότητας, εξαιτίας υπαρκτών ρευμάτων δυσαρέσκειας και αυτό ολοένα και περισσότερο θα συνυπολογίζεται π.χ. σε σχεδιασμούς για ενδεχόμενες προσφυγές στις κάλπες.