Ποιος θα το ‘λεγε ότι 200 χρόνια μετά την ελληνική επανάσταση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η χώρα μας θα βρισκόταν αντιμέτωπη με τις επικίνδυνες προκλήσεις της πολυσυζητημένης Νεοοθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πράγμα που σημαίνει ότι μετά από δύο αιώνες οι δύο χώρες δεν κατόρθωσαν να ομαλοποιήσουν τις σχέσεις τους. Δεν κατόρθωσαν δηλαδή αυτό που κατάφεραν δύο άλλοι «προαιώνιοι εχθροί», η Γαλλία και η Γερμανία, που έδωσαν τα χέρια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Και στη βάση αυτής της συμφιλίωσης οικοδομήθηκε η νέα Ενωμένη Ευρώπη, που παρά τα γνωστά προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζει, αποτελεί ένα πρωτοφανές ιστορικό επίτευγμα, το οποίο θεμελίωσε μια μακρά περίοδο ειρήνης στη Γηραιά Ηπειρο, μετά από τόσες φονικές συγκρούσεις στο παρελθόν.
Με τα δεδομένα αυτά η εφετινή επέτειος της 25ης Μαρτίου, με την πληθώρα των φιλελληνικών μηνυμάτων που ακούστηκαν, έστειλε το ουσιαστικό μήνυμα ότι η Ελλάδα μπορεί να στηρίζεται στη συμπαράσταση των φίλων της. Και από εκεί και πέρα τίθεται το καίριο ερώτημα για το πώς η συμπαράσταση αυτή θα εκφρασθεί στην πράξη, όταν παραστεί η ανάγκη. Ο Εμανουέλ Μακρόν υπήρξε πάντως απόλυτα σαφής όταν διακήρυξε ότι «πρέπει πάντα να είμαστε στο πλευρό των συμμάχων μας όταν δέχονται επίθεση στην κυριαρχία τους, όταν απειλείται η ανεξαρτησία τους και ο σεβασμός των συνόρων τους». Ενώ η ΕΕ, υποκύπτοντας και πάλι στις εσωτερικές της αντιθέσεις, έδωσε και νέα παράταση στην Αγκυρα (ως τον Ιούνιο τη φορά αυτή) για να «συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις». Μια ακόμη επιβεβαίωση δηλαδή ότι η Τουρκία είναι εξαιρετικά απίθανο να δεχθεί ποτέ κυρώσεις από την Ευρώπη.
Το μεγάλο όμως ερώτημα παραμένει για το πώς θα διαμορφωθεί τελικά η πολιτική της νέας αμερικανικής κυβέρνησης στην περιοχή μας και ειδικότερα απέναντι στην Τουρκία, μετά μάλιστα την πρώτη επικοινωνία του έλληνα πρωθυπουργού με τον Τζο Μπάιντεν. Μια επικοινωνία, που πέρα από τις γενικότητες που ακούστηκαν για τη στρατηγική σημασία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, έχει μια ιδιαίτερη σημασία, καθώς ο αμερικανός πρόεδρος έχει αποφύγει να συνομιλήσει έως σήμερα με τον Ταγίπ Ερντογάν. Ηδη πάντως έναν ίσως «νέο τόνο» να έδωσε ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών στη συνομιλία του με τον τούρκο συνάδελφό του στις Βρυξέλλες, όπου αφού ανέφερε τα γνωστά για το πόσο σημαντικός σύμμαχος είναι η Τουρκία, τον κατηγόρησε κυρίως για τη διατήρηση των S-400 και για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ υποστήριξε τη συνέχιση των διερευνητικών επαφών και των συνομιλιών για το Κυπριακό, χωρίς περαιτέρω επισημάνσεις. Μένει έτσι να δούμε πού θα οδηγήσουν όλα αυτά και αν θα αποτρέψουν μια περαιτέρω επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.